...

Τετάρτη, Νοεμβρίου 07, 2007

Συνοπτική περίληψη του έργου:
Ο John Claski, επιτυχημένος σεφ, υπομένει χρόνια τώρα τις υστερίες της συζύγου του Debora, μιας γυναίκας με χαμηλή αυτοεκτίμηση, που αρέσκεται στο να φέρνει πάντα σε δύσκολη θέση εκείνον, την υπέρβαρη κόρη τους, τον εσωστρεφή γιο τους και την αλκοολική μητέρας της.
Η άφιξη της Flore, μιας Μεξικάνας που δεν μιλάει λέξη αγγλικά, ως νέας οικιακής βοηθού θα είναι καταλυτική, πολύ περισσότερο όταν εκείνη κι η 12χρονη κόρη της, υπό τις πιέσεις της Debora εγκατασταθούν στο εξοχικό της οικογένειας Claski.

Προσωπική άποψη:
Για να είμαι ειλικρινής... ακόμα δεν είμαι σίγουρη αν μου άρεσε αυτό που είδα ή όχι. Ή μάλλον όχι! Μου άρεσε, απλά όχι τόσο πολύ, όχι όσο θα μπορούσε. Είναι σαν να έχεις γλύψει το παγωτό και κάποιος να στο πήρε μέσα απ’ τα χέρια πριν καλά-καλά καταλάβεις τη γεύση του. Αυτό είναι! Είναι καλό, αλλά εμένα προσωπικά δεν με ολοκλήρωσε, δεν με γέμισε στο 100%.

Η ιστορία της ταινίας είναι μια αφήγηση που κάνει η κόρη της Flore χρόνια μετά σε μια αίτησή της για το Harvard. Κι ενώ θα περίμενε κανείς να δει τη ζωή μιας σύγχρονης μεγαλοαστικής οικογένειας που δυσλειτουργεί κι είναι γεμάτη ιδιοτροπίες και καπρίτσια μέσα απ’ τα μάτια ενός 12χρονού κοριτσιού που ανήκει σε μια υποδιέστερη κοινωνική τάξη με διαφορετικά ήθη, έθιμα και κουλτούρα, αυτό τελικά το κοριτσάκι αποτελεί τον τελευταίο τροχό της αμάξης καθώς είναι σχεδόν ανύπαρκτη απ’ τη δραματουργία.

Η ιστορία, όπως αποδεικνύεται στο φινάλε του έργου, έχει να κάνει με τη Flore σαν άνθρωπο και σαν προσωπικότητα που παρά τη δυναμικότητα, την ειλικρίνεια, την τιμιότητα και την καθαρότητά της, έξω απ’ το σπίτι των Claski δεν έχει καμία υπόσταση. Παρ’ όλα ταύτα όμως και παρά τις προσωπικές της φοβίες για τον έξω κόσμο και για ν’ ανοιχτεί στους ανθρώπους, θα παίξει καταλυτικό ρόλο στη διαμόρφωση της ζωής και των πιστεύω όλων των υπόλοιπων ανθρώπων που βρίσκονται γύρω της.

Ο James L. Brooks προσπαθώντας να εστιάσει σε πολλά πράγματα ταυτόχρονα, αδυνατεί να ρυθμίσει τα κέντρα βάρους μεταξύ της ιστορίας και των ηρώων του και μοιάζει να πέφτει θύμα των ανασφαλειών τους. Της αδυναμίας τους να επικοινωνήσουν είτε μιλάνε την ίδια γλώσσα είτε όχι. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως δεν κατάφερε να στήσει ένα ενδιαφέρον διαπολιτισμικό και πολυγλωσσικό παιχνίδι, άσχετα απ’ το αν κάποια στιγμή ξέφυγε απ’ το κοινωνικό και πήγε να το γυρίσει σε αισθηματική κομεντί. Είπαμε ο έρωτας είναι πηγή ζωής, αλλά μπορώ ν’ αντέξω 2 ώρες και χωρίς αυτόν. Όχι μόνο δεν ξέχασε να γράφει, αλλά υπάρχουν διαλογικά στιγμιότυπα που βγάζουν σπίθες.

Ο Adam Sandler, ταιριαστά συγκρατημένος, πραγματικά με έκανε να χαρώ που τον είδα σε έναν ρόλο σαφώς πιο ώριμο, πιο ανθρώπινο και πιο ρεαλιστικό σύμφωνα με τα πρότυπα της σημερινής κοινωνίας, αποδεικνύοντας ότι μπορεί να κάνει και κάτι άλλο πέραν του να σαχλαμαρίζει με τον φακό. Η Tea Leoni υποδύεται απολαυστικά τον κυκλοθυμικό χαρακτήρα της που ορισμένες στιγμές αγγίζει τα όρια της νεύρωσης. Της ψύχωσης του φαίνεσθε! Την παράσταση όμως κλέβει η πολύ όμορφη και γοητευτική Paz Vega. Πρωταγωνιστεί με όλη τη σημασία της λέξης αφού μοιάζει λες κι αναπαριστά προσωπικές της εμπειρίες. Ρεαλιστικά και τρυφερά, αποσπά κάθε pixel του κινηματογραφικού φακού όταν βρεθεί το πέρασμά του, σαρώνοντας τα πάντα.

Με λίγα λόγια, η ταινία δεν είναι κακή. Για ‘μένα όμως δεν είναι πλήρης... Κάτι της λείπει! Ίσως αυτό να είναι ο συντονισμός των καλών της στοιχείων που ώρες-ώρες μοιάζουν ν’ αποκλίνουν. Σίγουρα το διαπολιτισμικό και γλωσσικό παιχνίδι πάνω στο οποίο στηρίζεται είναι έξυπνο, λειτουργικό και για τη μεγαλύτερη μερίδα του αμερικάνικου κοινού που απευθύνεται γνωστό καθώς είναι μια πραγματική κατάσταση που την βιώνουν συχνά πυκνά. Σίγουρα το καστ είναι δυνατό, με προσεγμένες, μελετημένες και λειτουργικές ερμηνείες. Όμως το πάντρεμα όλων αυτών σε μια παραγωγή τόσο μεγάλης διάρκειας δεν είναι αποτελεσματικό. Προσωπικά από ένα σημείο και μετά κουράστηκα λίγο κι ένιωσα να με καταβάλει μια αγχωτική και νευρική διάθεση. Εντάξει, έπιασα την ουσία απ’ τα συμφραζόμενα. Γιατί όμως αυτό να βγει τόσο αργά και τόσο δύσκολα; Δείτε το μόνο αν έχετε υπομονή κι έχετε διάθεση να προβληματιστείτε και να συγκινηθείτε. Αν πάλι σας αρέσουν τα αστυνομικά, καλύτερα αποφύγετέ το.
Βαθμολογία 6,5/10

Ταυτότητα ταινίας:
Ελλ. τίτλος: Ισπαγγλικά
Είδος: Κοινωνική
Σκηνοθέτης: James L. Brooks
Πρωταγωνιστές: Paz Vega, Tea Leoni, Adam Sandler, Cloris Leachman, Shelbie Bruce, Sarah Steele, Ian Hyland, Victoria Luna
Παραγωγή: 2004
Διάρκεια: 125’

Επίσημο site:
http://www.sonypictures.com/movies/spanglish/





Posted on Τετάρτη, Νοεμβρίου 07, 2007 by Γιώτα Παπαδημακοπούλου

2 comments

Τρίτη, Νοεμβρίου 06, 2007

Συνοπτική περίληψη του έργου:
Ο Sy είναι υπάλληλος φωτογραφείου μεγάλης αλυσίδας αμερικάνικου προαστίου. Ζει μεθοδικά, μοναχικά, θλιμμένα.
Μοναδικό του ενδιαφέρον, μια πελάτισσά του κι η οικογένειά της, την οποία παρακολουθεί μέσα απ’ τις φωτογραφίες τους.
Όταν ανακαλύπτει κάποιο γεγονός που απειλεί το μέλλον της οικογένειας και θέτει σε κίνδυνο την τέλεια εικόνα της, πιστεύει ότι είναι καθήκον του να πάρει τα κατάλληλα μέτρα για να την προστατέψει.

Προσωπική άποψη:
Μια ταινία βασισμένη στη μυθιστοριολογία των ψυχολογικών θρίλερ αν και δραματική. Μια ιστορία έξυπνη και διορατική. Μια ταινία που αποτελεί καυστικό σχόλιο για τη μοναξιά των ανθρώπων. Σύμβολό της; Ο αποστειρωμένος κόσμος ενός εμπορικού κέντρου, όπου ο κόσμος προσπαθεί να καλύψει τα συναισθηματικά του κενά με την απόκτηση υλικών αγαθών. Εύστοχες παρατηρήσεις του σεναρίου; Ότι στις φωτογραφίες μας απεικονίζονται μόνο οι πιο ευχάριστες στιγμές. Έτσι λειτουργεί κι ο μηχανισμός ολόκληρου του κόσμου. Είναι απατηλός και στημένος! Δίνουμε μεγάλη σημασία σε όσα κατά κοινή γνώμη θεωρούνται σημαντικά. Απαξιούμε όμως για τα μικρά, απλά, όμορφα καθημερινά πράγματα που συμβαίνουν γύρω μας κι έχουν μεγαλύτερη αξία απ’ το φαίνεσθε. Κάποια στιγμή αναφέρεται ότι ό,τι φοβόμαστε μας έχει ήδη συμβεί. Είναι όμως έτσι; Ίσως... Μπορεί ο φόβος να πηγάζει από τη γνώση. Απ’ την άλλη... μπορεί να πηγάζει απ’ το άγνωστο.

Στερεότυπη εξέλιξη της πλοκής, παρά τα ηθικοπλαστικά μηνύματα που θέλει να περάσει. Δε λέω... Το αίσθημα της ανθρώπινης απελπισίας που πηγάζει απ’ τη μοναξιά και την απομόνωση που ίσως καν να μην έχουμε επιλέξει είναι ευφανές. Είναι όμως αυτό αρκετό για να οδηγήσει σε πράξεις ακραίες, κατακριτέες κι επικίνδυνες; Είναι αρκετή η μοναξιά να σε κάνει να φαντασιώνεσαι σε τέτοιο επίπεδο ώστε να γίνεσαι παρανοϊκός; Μπορεί, αλλά πιστεύω ότι είναι η εξαίρεση κι όχι ο κανόνας.

Σκηνοθετικά και σεναριακά ο Mark Romanek κάνει καλή δουλειά, αλλά σίγουρα όχι το καλύτερο δυνατόν. Έχει χρησιμοποιήσει έξυπνα έναν κόσμο μέσα στον οποίο εκτυλίσσεται το δράμα του, ο οποίος αποδίδει λειτουργικά ως προς το να δημιουργήσει μια ψυχρή κι απόκοσμη αίσθηση. Ο οποίος μπορεί να κάνει τον θεατή να βιώσει τη μοναξιά του πρωταγωνιστή. Αλλά από ‘κει μετά... τίποτα! Μέχρι ένα σημείο παρακολουθείς με μεγάλο ενδιαφέρον κι αισθάνεσαι να συμπάσχεις με τον πρωταγωνιστή. Το ενδιαφέρον όμως σιγά-σιγά χάνεται αφού δεν αξιοποιεί το έξυπνο μέχρι στιγμής σκηνικό του δράματος και τα αισθήματά σου για τον πρωταγωνιστή αρχίζουν ν’ αμφιταλαντεύονται μεταξύ λύπης, κατανόησης μέχρι να φτάσουν στην αποστροφή.

Ο Robin Williams, που εκείνη τη χρονιά έπαιξε τρεις εκ διαμέτρου αντίθετους ρόλους μ’ αυτούς που έγινε γνωστός κι αγαπητός στο ευρύ κοινό, κάνει ένα πέρασμα στη σκοτεινή πλευρά που έχει μεγάλο ενδιαφέρον, καθώς αποδεικνύει ότι μπορεί να κάνει κάτι διαφορετικό. Ότι μπορεί ν’ αποτινάξει τη μάσκα του καλού και να υποδυθεί έναν αποστειρωμένο, κρυφονευρωτικό και παρανοϊκό αντιήρωα. Η Connie Nielsen κι ο Michael Vartan αποτελούν ένα όμορφο κινηματογραφικό ζευγάρι, με ειδικά τον δεύτερο όμως να μοιάζει ότι δεν μπορεί να προσφέρει κάτι παραπάνω στον θεατή απ’ τα φωτογενέστατα κατά τ’ άλλα πλάνα του.

Αξίζει να το δείτε; Θα έλεγα ναι... Όχι για το πρωτότυπο σενάριο ή την φανταστική σκηνοθεσία. Παρά το ότι και στους δύο τομείς η ταινία στέκεται αξιοπρεπώς, σίγουρα δεν ισχύει κάτι απ’ τα παραπάνω. Αν δεν το έχετε δει λοιπόν, αξίζει να το δείτε για την αξιέπαινη ερμηνεία του Robin Williams σε έναν κόντρα ρόλο κι ίσως γιατί αξίζει να προσπαθήσετε να διακρίνετε το μήνυμα που θέλει να περάσει την πραγματικότητα η ταινία. Ότι η μοναξιά υπάρχει τριγύρω μας. Κι ότι ίσως ακόμα κι εμείς που νομίζουμε ότι δεν είμαστε μόνοι μας, ότι έχουμε αυτά που χρειαζόμαστε, απλά ν’ αυταπατόμαστε γιατί έτσι μας επέβαλλε η σύγχρονη κοινωνία. Αλλά ακόμα κι έτσι να μην είναι, μπορούμε ν’ αφιερώσουμε λίγο απ’ τον χρόνο μας σε κάποιον που τον έχει πραγματική ανάγκη. Γιατί μερικές φορές η μοναξιά μας κάνει να χάνουμε τον εαυτό μας.
Βαθμολογία 6/10

Ταυτότητα ταινίας:
Ελλ. τίτλος: Σκοτεινός Θάλαμος
Είδος: Δράμα
Σκηνοθέτης: Mark Romanek
Πρωταγωνιστές: Robin Williams, Connie Nielsen, Michael Vartan, Dylan Smith, Andrew A Rolfes
Παραγωγή: 2002
Διάρκεια: 98’

Επίσημο site:

http://www.foxsearchlight.com/onehourphoto/


Posted on Τρίτη, Νοεμβρίου 06, 2007 by Γιώτα Παπαδημακοπούλου

1 comment

Δευτέρα, Νοεμβρίου 05, 2007


Συνοπτική περίληψη του έργου:
Στη δεκαετία του ’50, ένας αξιολύπητος ντετέκτιβ, ο Harry Angel, αναλαμβάνει να βρει τον εξαφανισμένο τραγουδιστή Johnny Favorite για λογαριασμό ενός μυστηριώδους ανθρώπου με το όνομα Louis Cyphre.
Οι έρευνες θα τον οδηγήσουν στη Νέα Ορλεάνη, όπου θα μπλεχτεί σε μια σειρά από φόνους, ενώ εφιαλτικές εικόνες από το παρελθόν τον προειδοποιούν για το ότι η ανακάλυψη της αλήθειας σχετίζεται με την ανακάλυψη της πραγματικής του ταυτότητας.

Προσωπική άποψη:
Βλέποντας ταινίες σαν κι αυτή συνειδητοποιώ ότι το Hollywood τη δεκαετία του ’80 προσέφερε εξαιρετικές παραγωγές κι αξιοθαύμαστα μεταφυσικά θρίλερ. Ο μύθος του Faust συνδυάζεται άψογα με την ατμοσφαιρική νουάρ διάθεση και το αποτέλεσμα καταφέρνει να σε συνεπάρει.

Πρόκειται για μια ταινία όπου η θρησκεία αποτελεί τον κεντρικό πυρήνα γύρω απ’ τον οποίο εξελίσσεται η ιστορία. Αρχικά αυτό γίνεται εμφανές με τη χρήση διάφορων λογοπαίγνιων με μεγαλύτερο απ’ όλα τα ονόματα των πρωταγωνιστών. Το επίθετο Angel που παραπέμπει στους αγγέλους, στην πραγματικότητα έχει μάλλον ειρωνική διάθεση. Ιδιαίτερη σημασία αξίζει να δοθεί στην φράση του De Niro ότι “υπάρχει επαρκής θρησκεία στον κόσμο ώστε να προκαλέσει μίσος, αλλά όχι τόση ώστε να δημιουργηθεί αγάπη”. Μήπως αυτό είναι μια αλήθεια που θα έπρεπε να μας προβληματίζει;

Θα πρέπει βέβαια να τονίσω ότι παρά τη μεταφυσική διάθεση της ταινίας δεν είναι λίγες οι σκηνές όπου η χρήση ωμής βίας σοκάρει. Αλλά όταν έχουμε να κάνουμε με την παρουσίαση λαών που πιστεύουν στη θρησκεία των βουντού και κατά συνέπεια έχουμε την προβολή όλης της τελετουργίας της, αυτό είναι μάλλον αναμενόμενο. Ο Alan Parker αποτέλεσε έναν απ’ τους πιο αξιόλογους σκηνοθέτες της γενιάς του έχοντας πασίγνωστες κι αγαπημένες ταινίες στο ενεργητικό του όπως τα “Midnight Express”, “Fame” και “Mississippi Burning”. Η σκηνοθεσία του είναι ιδιαίτερα ατμοσφαιρική, με πλάνα που παίζουν απ’ το πρώτο λεπτό μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας, δημιουργώντας ένα κλίμα σκοτεινό και μυστηριώδες που βάζει τον θεατή άμεσα στο κλίμα της ταινίας.

Πέραν όμως της πολύ καλής σκηνοθεσίας, αρκετούς πόντους στην σκοτεινή ατμόσφαιρα της ταινίας προσθέτει η φωτογραφία του Michael Seresin, όπου χωρίς υπερβολές θα μπορούσε να χαρακτηριστεί εξαιρετική. Πέραν τις τρομακτικής ατμόσφαιρας, καταφέρνει την θαυμάσια ανασύσταση της εποχής εκείνης. Κι όπως σ’ όλες τις ταινίες τρόμου, έτσι κι εδώ καταλυτικό ρόλο παίζει η μουσική. Πιστή στο κλίμα και την κουλτούρα της εποχής όπου εξελίσσεται το έργο, υποβλητική και καθηλωτική συνδυάζοντας τη rhythm ‘n’ blues με τη jazz. Χαρακτηριστικός ο χτύπος της καρδιάς, όπου όσοι τα έχουν δει να θυμούνται κι απ’ το “Εξπρές Του Μεσονυκτίου”.

Ο Mickey Rourke, ίσως στον καλύτερο και τελευταίο αξιόλογο ρόλο της καριέρας του. Υποδύεται το ρόλο του μεστά και με πάθος και φυσιογνωμικά φαίνεται να ταιριάζει με τα αντισυμβατικά χαρακτηριστικά του αντιήρωα που ενσαρκώνει. Με έναν άνθρωπο που εκεί που προσπαθεί να ξανασταθεί στα πόδια του, καταλήγει να βυθίζεται στην κόλαση όλο και περισσότερο. Για τον Robert De Niro τι θα μπορούσε να πει κανείς. Είναι ένας απ’ τους καλύτερους ηθοποιούς όλων των εποχών και μέσα απ’ αυτή την εξαιρετική του ερμηνεία το αποδεικνύει για άλλη μια φορά. Δαιμονικός... Ένα του και μόνο βλέμμα είναι αρκετό για να εκφοβίσει τον θεατή και να τον καθηλώσει στη θέση του. Κι αν όλοι οι θαυμαστές του θυμούνται την χαρακτηριστική του ατάκα “Are you talking to me?”, ποιος μπορεί να ξεχαστεί μια απ’ τις πιο χαρακτηριστικές σκηνές της καριέρας του. Ποιος μπορεί να ξεχάσει τη σκηνή με τον αυγό και τον παραλυρισμό του με την ανθρώπινη ψυχή που τόσο λογικά και τρομακτικά αναπαράστησε;

Ανακεφαλαιώνοντας, μιλάμε για μια ταινία όπου υπάρχουν πολλοί λόγοι να τη δει κανείς. Γιατί πρόκειται για μια ταινία όπου δεσπόζει μια απειλητική, ονειρική και πραγματικά τρομακτική ατμόσφαιρα. Για την υποβλητική του μουσική. Για την εξαιρετική και καλοστημένη σκηνοθεσία και φωτογραφία. Για το εξαιρετικό καστ που δίνει τον καλύτερό του εαυτό. Για το εμφάνταστο και καλοδουλεμένο σενάριο. Μα πάνω απ’ όλα γιατί έχουμε νοσταλγήσει τον παλιό, καλό κινηματογράφο. Εκείνον τον κινηματογράφο που δεν στηριζόταν σε φτηνούς εντυπωσιασμούς, αλλά στην ποιοτική δουλειά και που ο τρόμος σε τέτοιες ταινίες έβγαινε αβίαστα και σε κυρίευε το δέος.
Βαθμολογία 8,5/10

Ταυτότητα ταινίας:
Ελλ. τίτλος: Δαιμονισμένος Άγγελος
Είδος: Θρίλερ
Σκηνοθέτης: Alan Parker
Πρωταγωνιστές: Mickey Rourke, Robert De Niro, Lisa Bonet, Charlotte Rampling, Stocker Fontelieu, Brownie McGhee
Παραγωγή: 1987
Διάρκεια: 113’

Σχετικά sites που αξίζουν τον κόπο:
http://www.imdb.com/title/tt0092563/
http://en.wikipedia.org/wiki/Angel_Heart

Posted on Δευτέρα, Νοεμβρίου 05, 2007 by Γιώτα Παπαδημακοπούλου

12 comments

Παρασκευή, Νοεμβρίου 02, 2007

Συνοπτική περίληψη του έργου:
Μετά την απόβαση στη Νορμανδία, ο λοχαγός John Miller και έξι άντρες του αναζητούν στην κατεχόμενη Γαλλία ένα στρατιώτη, του οποίου τα τρία αδέρφια έχουν ήδη σκοτωθεί σε μάχες. Το επιτελείο του στρατού έχει διατάξει τη διάσωσή του κι όλοι είναι αποφασισμένοι να φέρουν την αποστολή τους εις πέρας.

Προσωπική άποψη:
Μια ταινία που έμεινε αξέχαστη και σόκαρε κοινό και κριτικούς με τον ωμό ρεαλισμό της και τα απεγνωσμένα της συναισθήματα. Στοιχεία που την έκαναν την πιο εμπορική ταινία του 1998 και της χάρισαν 5 βραβεία Oscar και 2 Χρυσές Σφαίρες. Ο τρόπος βέβαια με τον οποίο ο καθένας βλέπει μια ταινία, έχει να κάνει πολλές φορές τα προσωπικά βιώματα του καθενός. Με το σε ποια θέση υπάγει τον εαυτό του. Έτσι η ίδια ταινία μπορεί ν’ αποκτήσει ποικίλες σημασίες. Σίγουρα για έναν Αμερικάνο το θέμα φαντάζει πρόσφατο, γνώριμο, οικείο κι αντιμετωπίζει τις πράξεις των πρωταγωνιστών με ηρωικό συναισθηματισμό που δικαιολογεί τα πάντα. Το ίδιο φυσικά δεν ισχύει για έναν Σέρβο που έχει δεχτεί καταιγισμό πυρομαχικών από μεριάς των Αμερικάνων, όπου όλο αυτό μάλλον φαντάζει βίαιο κι αποτρόπαιο. Για έναν Ευρωπαίο πάλι πιθανόν να φαντάζει αδιάφορο, ίσως και βαρετό.

Η ταινία ξεκινάει με μια συγκλονιστικά βίαιη κι αιματηρή εισαγωγή με σκηνές σοκ απ’ την απόβαση στη Νορμανδία. Εντυπωσιακή ντοκιμαντερίστικη αναπαράσταση που ως ένα βαθμό απομυθοποιεί τη γενναιότητα της D-Day. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως παραλείπονται ορισμένες ενοχλητικές λεπτομέρειες. Αυτό όμως είναι όπως προανέφερα μόνο η εισαγωγή. Στην συνέχεια παρακολουθούμε την αφήγηση ενός μυθοπλαστικού συμβάντος. Την πορεία έξι στρατιωτών προς την σωτηρία ενός άλλου. Και μέσα στην βιαιότητα και τον τρόμο που προκαλούν πάντα τα πεδία μάχης, δικαιολογημένα το μυαλό τους τριβελίζετε από μια εύλογη απορία. “Γιατί η δική του ζωή αξίζει περισσότερο απ’ τη δική μου;” κι αν το δούμε απ’ την μεριά του ανθρώπου κι όχι της πολεμικής μηχανής, εν μέρη έχουν δίκιο.

Ο Spielberg, ξεφεύγοντας απ’ τον εντυπωσιακό τον υπερσύγχρονων οπτικών εφέ, βρίσκει στήριγμα στο αίμα και στο λουτρό εναέριας βίας που πλημμυρίζει τις οθόνες. Άλλωστε στο Hollywood υπάρχει η νοοτροπία ότι αν δεν έχεις τα εφέ για να καθηλώσεις τον θεατή, κάν’ το μέσω της βίας. Προσπαθεί να εισάγει έναν κάποιο προβληματισμό, όμως καθώς αυτό φαίνεται ν’ απουσιάζει απ’ τον σκηνοθέτη, τα πράγματα δεν είναι εύκολα. Το περιβάλλον όπου εξελίσσεται η ιστορία... ρεαλιστικά σκοτεινό, αιματοβαμμένο και βρώμικο. Υπάρχουν στιγμές που αισθάνεσαι ότι μπορείς να μυρίσεις το αίμα και το μπαρούτι στην ατμόσφαιρα. Σε μια ατμόσφαιρα που είναι έντονα άχρωμη κι αποπνικτική.

Αν κάτι σίγουρα κάνει αυτή την ταινία να ξεχωρίζει απ’ τις άλλες πολεμικές του είδους, είναι το ανθρωπιστικό στοιχείο που μεταφέρουν έξοχα οι συγκλονιστικές και σπαρακτικές ερμηνείες των πρωταγωνιστών. Παθιασμένες, με φόβο, ένταση και πάθος. Εξέχοντος όλων όπως είναι αναμενόμενο ο Tom Hanks. Η αλήθεια είναι πως αποτελεί έναν απ’ τους σημαντικότερους ηθοποιούς της γενιάς του και καταφέρνει να μπει στο πετσί του κάθε ρόλου και κάθε φορά να έχει μια αξιοθαύμαστη κι αξιοζήλευτη ερμηνεία.

Φρίκη και δέος! Αυτά τα συναισθήματα σου προκαλεί έντονα η ταινία. Μια ταινία που προάγει τον ηρωισμό και την αυτοθυσία απλών φαντάρων. Βέβαια δεν καταφέρνει να ξεφύγει απ’ τη γνωστή αμερικάνικη λούμπα “όλα γίνονται για την πατρίδα, την οικογένεια και τη σημαία” λες κι άλλος παιδί δεν έκανε παρά η Μαριώ το Γιάννη, αλλά δεν θα επεκταθώ μιας και δεν αποτελεί άγνωστο φαινόμενο. Θεωρώ βέβαια, ότι τα 170’ είναι υπερβολικά κι όσο καλές και δυνατές κι αν είναι οι ερμηνείες των πρωταγωνιστών ή όσο σπαρακτικά κι αν είναι τα συναισθήματα που λαμβάνει ο θεατής ή όσο συνταρακτική κι αν είναι η αναπαράσταση, ε, όλα αυτά δεν στέκονται στο ύψος των περιστάσεων ώστε να φανούν αρκετά, να μην κουράσουν και να κρατήσουν τον θεατή σε εγρήγορση. Αν δεν το έχετε δει, δείτε το για τις ερμηνείες και για αληθοφάνεια των καταστάσεων, έτσι όπως λένε τουλάχιστον αυτοί που τις έζησαν.
Βαθμολογία 7/10

Ταυτότητα ταινίας:
Ελλ. τίτλος: Η Διάσωση Του Στρατιώτη Ράιαν
Είδος: Πολεμική
Σκηνοθέτης: Steven Spielberg
Πρωταγωνιστές: Tom Hanks, Tom Sizemore, Edward Burns, Barry Bepper, Adam Goldberg
Παραγωγή: 1998
Διάρκεια: 170’

Επίσημο site:
http://www.rzm.com/pvt.ryan/index.html


Posted on Παρασκευή, Νοεμβρίου 02, 2007 by Γιώτα Παπαδημακοπούλου

4 comments