...

Δευτέρα, Απριλίου 07, 2008

Συνοπτική περίληψη του έργου:
Ο Llewellyn ένας τριαντάρης τυχοδιώκτης βρίσκεται ανάμεσα στα απομεινάρια μιας συναλλαγής ναρκωτικών που κάπου στράβωσε. Μεταξύ πτωμάτων, ναρκωτικών και όπλων βρίσκει μια βαλίτσα με 2,3 εκατομμύρια δολάρια.
Αποφασίζει να την πάρει κι από εκείνη τη στιγμή και μετά αποκτά το ρόλο του θηράματος σε μια ξέφρενη καταδίωξη από επαγγελματίες δολοφόνους.
Ο Bell, ο σερίφης της κομητείας του προσπαθεί να τον βρει και να τον προστατέψει, στο κατόπι του όμως βρίσκεται ο Chigurh που δεν έχει σκοπό να τον αφήσει να διαφύγει με τα χρήματα και πολύ περισσότερο, να διαφύγει ζωντανός.

Προσωπική άποψη:

Οι αδερφοί Coen έπειτα από τις δύο μεγαλύτερες κινηματογραφικές αποτυχίες τις καριέρας τους, τα “Intolerable Cruelty” και “The Ladykillers” ολοκλήρωσαν ένα όνειρο ζωής. Γι’ αυτούς το να πάρει σάρκα και οστά το “Νο Country For Old Men” είχε γίνει σκοπός, ένα όραμα που τώρα ολοκληρώθηκε. Όταν όμως έχεις να κάνεις με μια ταινία η οποία βασίζεται σ’ ένα μυθιστόρημα αναπόφευκτα υπάρχει σύγκριση την οποία πρέπει και να δεχτείς. Κι όταν μιλάμε για τους αδερφούς Coen πρέπει να ξέρεις τι πας να δεις γιατί το σινεμά που κάνουν δεν είναι εύπεπτο και σε καμία περίπτωση δεν είναι για όλα τα γούστα.

Ξεκινάμε με πλάνο από νεκρή φύση. Τα πάντα μοιάζουν να κείτονται και σχεδόν μπορείς να νιώσεις το ψυχρό αεράκι της αμερικανικής ερήμου. Το παρελθόν φαντάζει μακρινό κι οι ήρωες μιας άλλης εποχής φαντάσματα. Το παρόν απαισιόδοξο και σκοτεινό και το μέλλον δυσοίωνο. Όσοι υποψιάζονταν πως θα δουν ένα κλασσικό γουέστερν απλά έπεσαν θύμα πλάνης. Όσοι περίμεναν ότι θα δουν μια αιματοβαμμένη περιπέτεια ήταν καλά πληροφορημένοι και ταυτόχρονα κερδισμένοι απ’ αυτό που τελικά εισέπραξαν. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.

Έχοντας διαβάσει το βιβλίο, αυτό που είδα στο πανί σεναριακά δεν με κάλυψε. Το βιβλίο δεν είναι τεράστιο. Θεωρώ ότι 270 σελίδες μπορούν εύκολα να μεταφερθούν στη μεγάλη οθόνη χωρίς ιδιαίτερες παραλείψεις. Εδώ όμως τα πράγματα δεν πήγαν και τόσο καλά. Η ουσία του έργου δεν είναι το ανθρωποκυνηγητό αλλά η φύση των ανθρώπων που εμπλέκονται σ’ αυτό. Ουσιώδεις διάλογοι παραλείφθηκαν κι άλλοι αποδυναμώθηκαν. Υπάρχει ένα παρελθόν που βασανίζει τον Bell κι αποτελεί σημαντικό παράγοντα αφού εξηγεί την παρουσία και την προσωπικότητά του, στο οποίο δεν γίνεται καμία σαφής αναφορά. Σημαντικές και δυναμικές σκηνές δράσης περιορίστηκαν αλλοιώνοντας έτσι τόσο την πραγματική τους έκταση όσο και το χρόνο εξέλιξής τους. Αν και δίωρη η ταινία λόγω του γρήγορου ρυθμού εξέλιξης δεν κούραζε οπότε πιστεύω πως θα μπορούσε να τραβήξει λίγο ακόμα.

Και πάμε στους περίφημους κι αδικημένους από την Ακαδημία εδώ και χρόνια αδερφούς Coen. Πράγματι η σκηνοθεσία τους είναι μοναδική. Σφιχτή, με ιδιαίτερη ευελιξία στις σκηνές δράσης, κρατώντας το ρυθμό σταθερό, ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα που προκαλεί αγωνία και σκηνές βίας που ενώ θα μπορούσαν να σοκάρουν με την ωμότητά τους συγκλονίζουν θετικά και καθηλώνουν. Κι εκεί είναι όλη η μαγκιά τους. Ταυτόχρονα χρησιμοποιούν σκληρά ερημικά τοπία, φτηνά μοτέλ κι ερειπωμένους δρόμους, όλα αυτά δηλαδή που μπορούν να συνθέσουν την παρακμιακή εικόνα της σύγχρονης Αμερικής, μένοντας πιστοί σ’ αυτό που ήθελε να περάσει κι ο ίδιος ο συγγραφέας. Βέβαια μετά από καιρό επανέρχονται στο γνώριμο γι’ αυτούς στυλ, σ’ αυτό που τους κάνει να νιώθουν άνετα κι αυτό φαίνεται.

Και περνάμε στους χαρακτήρες. Αυτός που ξεχωρίζει και με διαφορά από τους υπόλοιπους είναι ο Javier Bardem στο ρόλο του Chigurh. Μπορεί εμφανισιακά να μην είναι αυτό που είχα πλάσει στο μυαλό μου κατά την ανάγνωση του βιβλίου, η ερμηνεία του ωστόσο είναι πραγματικά συγκλονιστική και δικαίως διεκδικεί μια θέση στο πάνθεων των κακών του σύγχρονου κινηματογράφου. Ερμηνεύει ολοκληρωτικά τον χαρακτήρα ενός ανθρώπου όπου πέραν από έναν προσωπικό ηθικό κώδικα και μια διεστραμμένη τάση προς την αφαίρεση της ανθρώπινης ζωής χωρίς κάποιον ιδιαίτερο λόγο, δεν έχει τίποτα μέσα του. Το βλέμμα του είναι κενό και τα χαρακτηριστικά του προσώπου του μοιάζουν μ’ έναν ανεξερεύνητο χάρτη. Ένας αξιόλογος ηθοποιός που υποδύθηκε έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα γεμάτο ειρωνική διάθεση και δόσεις μαύρου χιούμορ και δίκαια κέρδισε το Oscar β’ αντρικού ρόλου.

Ο Tommy Lee Jones απ’ την άλλη σ’ έναν εσωστρεφή και στοχαστικό ρόλο που ναι μεν του ταίριαζε (και παρουσιαστικά) αλλά δεν αξιοποιήθηκε έτσι όπως έπρεπε. Αυτός είναι ο αφηγητής, αυτός είναι ο παρατηρητής των πάντων κι αυτός είναι που εκ κατακλείδι θέλει να μας οδηγήσει στο γενικό συμπέρασμα.

Έχουμε όμως και τον Josh Brolin στο ρόλο του τυχοδιώκτη Llewellyn που μοιάζει λες και ξεπήδησε πραγματικά μέσα απ’ τις σελίδες του βιβλίου. Μπορεί και σ’ αυτόν να μην δόθηκε ο απαραίτητος χρόνος ώστε να μας δείξει τις πλήρης διαθέσεις του χαρακτήρα του, σ’ αυτό όμως που τον κάλεσαν να κάνει αντεπεξήλθε παραπάνω από λειτουργικά.

Η ιστορία αναπτύσσεται τη δεκαετία του ’80. Η επιλογή αυτή του χρόνου δεν είναι καθόλου τυχαία. Είναι η εποχή όπου τα πάντα γύρω μας και πολύ περισσότερο στην Αμερική άρχισαν ν’ αλλάζουν. Είναι το κομβικό σημείο όπου μπορούσε να γίνει το πάντρεμα των τριών διαστάσεων του χρόνου. Παρά την έντονη δράση δεν υπάρχει η στιγμή της κορύφωσης και η κάθαρση που θα περίμενε ο μέσος θεατής δεν έρχεται ποτέ. Προσωπικά το τελευταίο δεν με ενόχλησε γιατί καλώς ή κακώς τα πάντα στη ζωή δεν είναι ρόδινα. Το τελικό συμπέρασμα είναι το ίδιο σκοτεινό κι απαισιόδοξο όπως και η ιστορία απ’ την ώρα που ξεκινάει. Καλλιτεχνικά η ταινία είναι σχεδόν εξαιρετική, αποσπώντας εξαιρετικές ερμηνείες, χάνει όμως στο θέμα της πιστότητας καθώς περνάει κάποια μηνύματα αλλά σε όχι στο βαθμό που θα μπορούσε. Η ιστορία θέλει ν’ αναπτύξει τις έννοιες της τιμής, της δικαιοσύνης και των ηθικών αξιών σ’ έναν κόσμο που καταρρέει. Γινόταν και καλύτερα!
Βαθμολογία 8/10

Ταυτότητα ταινίας:
Ελλ. τίτλος: Καμιά Πατρίδα Για Τους Μελλοθάνατους
Είδος: Περιπέτεια
Σκηνοθέτες: Joel & Ethan Coen
Πρωταγωνιστές: Javier Bardem, Tommy Lee Jones, Josh Brolin, Woody Harrelson, Kelly Mcdonald
Παραγωγή: 2007
Διάρκεια: 122’

Επίσημο site:
http://video.movies.go.com/nocountryforoldmen/

Posted on Δευτέρα, Απριλίου 07, 2008 by Γιώτα Παπαδημακοπούλου

14 comments

Κυριακή, Απριλίου 06, 2008

Συνοπτική περίληψη του βιβλίου:
Ένας τριαντάρης τυχοδιώκτης βρίσκει στο δρόμο του μια βαλίτσα με χρήματα, αιματηρό προϊόν του εμπορίου ηρωίνης που σφύζει στα μεξικάνικα σύνορα. Κι αποφασίζει, κλέβοντας τα χρήματα αυτά, να εγκαταλείψει την παλιά ζωή του.
Στο κατόπι του ένας δολοφόνος αίνιγμα, η απόλυτη ενσάρκωση του παραλόγου και του κακού αλλά κι ένας συφερτός από σκοτεινά πρόσωπα, έμποροι, σερίφηδες, πληρωμένοι ανθρωποκυνηγοί.

Προσωπική άποψη:
Ο Cormac McCarthy αποτελεί τον σημαντικότερο μυθιστοριογράφο της σύγχρονης Αμερικής. Βραβευμένος με Πούλιτζερ κι έχοντας μελετήσει εις βάθος την ιστορία της Αμερικής όντας κάτοικός της, δεν κρύβεται πίσω απ’ το δάκτυλό του. Η γραφή του σκληρή σαν γραφίτης χώνει το μαχαίρι βαθιά στο κόκαλο χωρίς να προσπαθήσει να ωραιοποιήσει τα πράγματα. Ζούμε σε μια κοινωνία καταδικασμένη κι η Αμερική, περισσότερο από κάθε άλλη χώρα έχει βυθίσει κατοίκους και σύστημα στο βούρκο. Το ερώτημα είναι όμως αν το κάνει γιατί πραγματικά το πιστεύει ή απλά για να προκαλέσει. Το “No Country For Old Men” είναι ένα ακόμα βιβλίο του που περιστρέφεται γύρω απ’ τα ναρκωτικά, τη βία, το θάνατο και σαθρότητα της κοινωνίας.

Αμερική! Το βιβλίο παίζει με τον τόπο και τον χρόνο. Οι ήρωες του πολέμου και οι επιβλητικές φιγούρες των καουμπόηδων μοιάζουν με φαντάσματα που συμβολίζουν ένα ένδοξο και καθαρό παρελθόν. Ένα παρελθόν όπου οι αξίες κι η ηθική ήταν προτεραιότητα. Ναρκωτικά, βία και νέοι κώδικες αξιών. Αποτελούν το παρόν μιας κοινωνίας που σαπίζει και μπροστά της το σύστημα παραλύει ανήμπορο, ίσως αδιάφορο, ίσως κι ανίκανο ν’ αντιδράσει. Το μέλλον; Μάλλον σκοτεινό κι αβέβαιο! Μπορούμε να σωθούμε; Φυσικά! Το ερώτημα όμως είναι όχι αν μπορούμε, αλλά αν θέλουμε.

Ο McCarthy δεν μασάει τα λόγια του, δεν παίζει με τις λέξεις. Ότι θέλει να πει το λέει ξεκάθαρα και πολλές φορές η γλώσσα του κόβει σαν ξυράφι. Δεν είναι ούτε η βία, ούτε οι βωμολοχίες, ούτε η απεικόνιση των όσων παρουσιάζει αυτό που σοκάρει. Αυτό που πραγματικά σοκάρει είναι ότι σε κάνει να συνειδητοποιήσεις ότι ζεις μέσα σ’ αυτό που περιγράφει. Δεν αποτελεί ατόπημα της φαντασίας του, αλλά την σύγχρονη πραγματικότητα. Είναι σα να σου λέει να ξυπνήσεις, ν’ ανοίξεις τα μάτια σου, να κοιτάξεις γύρω σου και να καταλάβεις επιτέλους τι συμβαίνει.

Δεν θα πω ψέματα! Η δράση δεν υπάρχει απ’ την αρχή του βιβλίου. Άλλο να είσαι γλαφυρός κι άλλο υπέρμετρα περιγραφικός. Είναι όμορφο να μπορεί ένα βιβλίο να σε κάνει να πλάσσεις εικόνες με το μυαλό σου, το συγκεκριμένο όμως μέχρι ενός σημείου κουράζει. Προσωπικά σκέφτηκα ή να το παρατήσω ή να κόψω τις φλέβες μου, αλλά δεν είμαι τέτοιος άνθρωπος. Ευτυχώς η διάρκεια αυτή δεν είναι πολύ μεγάλη (χωρίς όμως να είναι και μικρή) κι απ’ τα συναισθηματικά σκαμπανεβάσματα η δράση κι η αγωνία για την τύχη των πρωταγωνιστών μένει σε πολύ υψηλά επίπεδα. Η ωμότητα των βίαιων σκηνών είναι τόσο μεγάλη που καταφέρνει να σου προκαλέσει τόση ανατριχίλα, όση κι αν το έβλεπες ζωντανά.

Όπως ανέφερα και νωρίτερα ο συγγραφέας παίζει με τον τόπο και τον χρόνο. Κλασσικό στοιχείο της αμερικάνικης λογοτεχνίας. Η φύση του χρόνου είναι τριαδική κι εκεί πάνω στηρίζεται η ροή. Ο συγγραφέας ντεκουπάρει τις σκηνές. Τι εννοούμε μ’ αυτό; Ξεκινάς να παρακολουθείς μια σκηνή από τα μάτια ενός συγκεκριμένου πρωταγωνιστή, η σκηνή αυτή εξελίσσεται και μετά από λίγο παρακολουθείς την κατάληξή της μέσα απ’ τα μάτια κάποιου άλλου. Αυτό μπορεί να έχει κάποιο ενδιαφέρον αν όμως δεν είσαι συνηθισμένος σ’ αυτό το είδος καλλιτεχνικής γραφής τότε μπορεί να έχεις πρόβλημα το οποίο θα ερμηνευτεί είτε με αδυναμία πλήρους κατανόησης της κατάστασης, είτε με δυσφορία γιατί δεν έχεις επακριβώς την εικόνα του τι έγινε, απλά εικάζεις.

Σημαντικό ίσως σ’ ένα βιβλίο να ‘ναι το να μπορείς να δεθείς με τους ήρωες. Έτσι πίστευα τουλάχιστον! Οι προσωπικότητες είναι τόσο αμφιλεγόμενες, έχουν όλες το μελανό και παράλληλα το παρανοϊκά γοητευτικό τους στοιχείο που δεν σ’ αφήνει ν’ αποφασίσεις ποιον υποστηρίζεις και ποιον όχι. Δεν είσαι σίγουρος αν οι πράξεις τους ήταν δίκαιες οι άδικες. Ο καθένας έχει έναν δικό του κώδικα ηθικής κι αυτό του δίνει τον αέρα της διαφορετικής επιλογής. Ακόμα κι αν διαφωνείς, χωρίς να σε υποχρεώνει, σε κάνει να το δεχτείς. Ο Moss αν και ψιλορεμάλι, ενώ δεν είναι κακός μπροστά στο χρήμα δεν θα διστάσει να κάνει τα πάντα. Ο Chigurh μοιάζει ο πλέον μισητός χαρακτήρας, διεστραμμένος και φαντάζει άτρωτος, τουλάχιστον μέχρι το σημείο που αποδεικνύεται σωματικά τουλάχιστον, το ίδιο ευάλωτος με όλους. Αντίθετα απ’ τον Moss, αν και είναι παράδοξος, έχει έναν δικό του κώδικα ηθικής που ούτε το χρήμα, ούτε η δόξα μπορούν να τον κάνουν να τον αλλάξει κι αυτό είναι αξιοθαύμαστο. Κι ο Bell, ο φιλήσυχος σερίφης που απορεί για την κατάληξη του κόσμου, αν και συμπαθής έχει το δικό του μελανό παρελθόν που σε κάνει ν’ αμφισβητείς για την ανιδιοτέλειά του.

Αν είσαστε φίλοι της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας αυτό το βιβλίο είναι προς αποφυγήν. Πρέπει να είσαι έτοιμος να δεχτείς τον αμερικάνικο τρόπο συγγραφής που δεν είναι ακριβώς βιβλίο, αλλά παρουσίαση σεναρίου κι αν δεν έχεις τη διάθεση να το κάνεις, καλύτερα να μην μπεις στη διαδικασία. Αν πάλι είσαι γνώστης των συνθηκών προχώρα, απλά να σημειώσω κάτι το οποίο είναι εξαιρετικά σημαντικό για ‘μένα τουλάχιστον. Η επιμέλεια του βιβλίου είναι επιεικώς άθλια και πολύ θα ήθελα να ρίξω φάσκελα στον υπεύθυνο. Οι διάλογοι δεν διαχωρίζονται, δεν καταλαβαίνεις πότε ξεκινάνε και πότε τελειώνουν, ενώ τα επαναλαμβανόμενα “και” κουράζουν και δυσκολεύουν την ανάγνωση. Οπότε όσοι το επιχειρήσετε... υπομονή (βαθμολογείται κατώτερα απ’ την ταινία λόγω της κάκιστης επιμέλειας κειμένου)!
Βαθμολογία 7/10

Ταυτότητα βιβλίου:
Συγγραφέας: Cormac McCarthy
Μεταφραστής: Αύγουστος Κορτώ
Εκδόσεις: Καστανιώτη
Κατηγορία: Ξένη Πεζογραφία
Έτος Έκδοσης: 2008
Αρ. σελίδων: 273
ISBN: 978-960-03-4626-8

Posted on Κυριακή, Απριλίου 06, 2008 by Γιώτα Παπαδημακοπούλου

2 comments

Τετάρτη, Απριλίου 02, 2008

Συνοπτική περίληψη του έργου:
Μετά το θάνατο της γυναίκας του ο κτηνίατρος Chase Matthews, μαζί με το γιο του Jeff, μετακομίζουν στο εξοχικό τους σπίτι με σκοπό να κάνουν μια νέα αρχή και να ξαναφτιάξουν τη ζωή τους.
Ο Jeff αντιμετωπίζει την εχθρότητα μιας παρέας συμμαθητών του και μοναδικό του στήριγμα είναι ο Drew, ένα αγόρι που βασανίζεται από τον καταπιεστικό πατριό του.
Όταν ο πατριός του Drew σκοτώσει τον σκύλο του, μαζί με τον Jeff θα τον θάψουν στο τοπικό νεκροταφείο ινδιάνων, που σύμφωνα με το μύθο το μέρος αυτό έχει τη δύναμη ν’ ανασταίνει τους νεκρούς.

Προσωπική άποψη:
Μετά το “Pet Sematary” του οποίου το σενάριο είχε επιμεληθεί ο ίδιος ο King, η εταιρία παραγωγής βασίστηκε στην αρχική του ιδέα ώστε να γυρίσει το sequel μιας ταινίας που είχε μεγάλη απήχηση στο αμερικανικό κοινό. Το αν ήταν ορθή αυτή η απόφαση; Δεν είμαι σίγουρη καθώς θεωρώ τα sequels αποτυχημένες και δραματικές απόπειρες της εκάστοτε εταιρίας παραγωγής να τ’ αρπάξει εύκολα και γρήγορα.

Ο τόπος στον οποίο διαδραματίζεται η ιστορία αυτή τη φορά είναι ο ίδιος με την πρώτη με μοναδική διαφορά την χρονική στιγμή. Τα χρόνια έχουν περάσει, η περιοχή έχει εξελιχθεί, οι άνθρωποι ωστόσο δεν έχουν ξεχάσει τα τελευταία δραματικά γεγονότα που τους συγκλόνισαν όταν ένας γιατρός ξέθαψε το γιο του, τον ανάστησε, τον σκότωσε και η ιστορία επαναλήφθηκε με τη γυναίκα του. Αυτό από μόνο του αποτελεί ένα θετικό στοιχείο γιατί άμεσα και χωρίς περιστροφές συνδέει την τωρινή πραγματικότητα με το παρελθόν κι ως ένα βαθμό μας λύνει κάποιες απορίες που άφησε το απότομο κλείσιμο της πρώτης ταινίας.

Το ινδιάνικο νεκροταφείο, το μονοπάτι που οδηγεί σ’ αυτό, καθώς και το νεκροταφείο ζώων έχουν μείνει ίδια κι απαράλλαχτα. Επίσης ένα θετικό στοιχείο γιατί αυτό που βλέπεις δεν διαφοροποιείται απ’ αυτό που ήδη είχες στο μυαλό σου, κατά συνέπεια δεν σε ξενίζει. Δεν ισχύει όμως το ίδιο και τα ειδικά εφέ. Αυτή τη φορά είναι πιο έντονα, πιο ζωντανά, πιο εξελιγμένα από την προηγούμενη φορά. Αυτό δεν αποτελεί απαραίτητα θετικό στοιχείο γιατί λόγω της υπερβολής ορισμένες σκηνές χάνουν την όποια αληθοφάνεια θα μπορούσαν να έχουν.

Βέβαια, αυτή τη φορά δεν χρειάζεται να φτάσουμε λίγο πριν το φινάλε της ταινίας για να μπούμε στο “ψητό”. Η πρώτη ταινία μας έχει βάλει για τα καλά στο νόημα, έτσι αποφεύγεται η σπατάλη χρόνου σε αφηγήσεις μύθων κι αναμνήσεων από το παρελθόν. Οι ήρωες αυτή τη φορά αναλαμβάνουν δράση πιο γρήγορα κι έτσι έχουμε περισσότερο χρόνο να δούμε, να ζήσουμε και να καταλάβουμε τη συμπεριφορά των νεκραναστημένων. Για να είμαι ειλικρινής όμως, ώρες-ώρες, η συμπεριφορά κάποιον απ’ αυτούς, όπως του αστυνόμου Gus είναι επιεικώς βλακώδεις, όσο κι η μειωμένη αντίληψη των ανθρώπων γύρω του (καλά οι άλλοι, γίνεται να τον βλέπει η γυναίκα του έτσι και να μην καταλαβαίνει ότι κάτι δεν πάει καλά;). Ωστόσο, όλα αυτά κάνουν το μυστήριο που υπήρχε την πρώτη ταινία να μοιάζει πολύ μακρινό.

Ωραία είναι επίσης κι αυτή τη φορά η μουσική. Ροκ-ποπ δυναμικά κομμάτια που δένουν με τη βιαιότητα και την ένταση των περισσότερων σκηνών. Όσοι είναι φίλοι του gore και του splatter θα ενθουσιαστούν απ’ την πληθώρα των βίαιων σκηνών κι από τους θανάτους που είναι σαφώς πιο εντυπωσιακοί κι ανατριχιαστικοί από την πρώτη ταινία.

Σχετικά με το cast δεν έχουμε μεγάλη διαφοροποίηση σε θέμα ποιότητας από την πρώτη φορά. Είναι ίσως περισσότερο γνωστοί από την άλλη φορά λόγω της εμφάνισής τους σε γνωστά αμερικάνικα serial, οπότε μπορείτε να καταλάβετε ότι κι οι ερμηνείες του ταιριάζουν καλύτερα στη μικρή παρά στη μεγάλη οθόνη. Η πιο γνωστή φυσιογνωμία είναι σίγουρα αυτή του μικρού Edwart Furlong, κάτι στο οποίο βοηθά η παρουσία του στο “Terminator 2”.

Ταινία τηλεοπτικών προδιαγραφών που σε καμία περίπτωση δε διαθέτει τα προσόντα εκείνα που θα μπορούσαν να την κάνουν κινηματογραφική επιτυχία. Αν δεν έχετε κάτι καλύτερο να κάνετε στον ελεύθερο χρόνο σας και σας ανεβάζουν την αδρεναλίνη τόνοι αίματος που χύνεται χωρίς λόγο και βίαιοι θάνατοι που θα μπορέσουν ίσως να ικανοποιήσουν τα σκοτεινά σας ένστικτα, τι να σας... Απολαύστε την! Σε κάθε άλλη περίπτωση δεν υπάρχει λόγος να το κυνηγήσετε, εκτός αν βρεθεί στο δρόμο σας.
Βαθμολογία 5/10

Ταυτότητα ταινίας:
Ελλ. τίτλος: Νεκροταφείο Ζωντανών 2
Είδος: Θρίλερ
Σκηνοθέτης: Mary Lambert
Πρωτγωνιστές: Edwart Furlong, Anthony Edwarts, Clacy Brown, Jared Rushton, Darlanne Fluegel, Jason McGuire
Παραγωγή: 1992
Διάρκεια: 100’

Σχετικά sites που αξίζουν τον κόπο:
http://www.imdb.com/title/tt0105128/
http://en.wikipedia.org/wiki/Pet_Sematary_II

Posted on Τετάρτη, Απριλίου 02, 2008 by Γιώτα Παπαδημακοπούλου

2 comments

Τρίτη, Απριλίου 01, 2008

Συνοπτική περίληψη του έργου:
Όταν ο μικροαπατεώνας Randal McMurphy εισάγεται σε τοπικό ψυχιατρείο, αποτελεί μια πραγματική απειλή για την ρουτίνα της καθημερινότητας των ασθενών και των γιατρών της κλινικής.
Το ιδιαίτερο χιούμορ όμως δεν βρίσκει την απαιτούμενη απήχηση από τη ψυχρή και κακιά νοσοκόμα Ratched που πάση θυσία θέλει να επιβάλλει την τάξη.
Η ζωή των τροφίμων του ψυχιατρείου όσο και του ίδιου του McMurphy θ’ αλλάξει δραματικά.


Προσωπική άποψη:
Υπάρχει άνθρωπος που να μην έχει δει αυτή την ταινία; Υπάρχει κανείς απ’ όσους την έχουν δει που να μην μαγεύτηκε; Υπάρχει έστω ένας που να έχει να καταλογίσει κάτι σ’ ένα κινηματογραφικό διαμάντι σαν αυτό; Αν ναι, πραγματικά χαίρομαι που δεν είμαι εγώ.

Η ταινία βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Ken Kessey. Ένα βιβλίο ιδιαίτερα αγαπητό και δημοφιλές. Ποιο είναι όμως το στοιχείο που το κάνει ξεχωριστό; Ότι ο συγγραφέας δεν στηρίχτηκε στην φαντασία του ώστε να πλάσσει μια εικονική ιστορία. Πρόσωπα και καταστάσεις έχουν πραγματική υπόσταση που ο ίδιος τα έζησε και τα ένιωσε κατά την παραμονή του σε ψυχιατρικό ίδρυμα ως υπάλληλος.

Ο McMurphy είναι ένας ιδιαίτερος άνθρωπος! Βλέποντάς τον απορεί κανείς πως θα μπορούσε να επιβιώσει εσώκλειστος σ’ ένα ψυχιατρικό ίδρυμα. Πως ο εκκεντρικός χαρακτήρας θα μπορούσε ν’ αντέξει στον ίδιο χώρο με ανθρώπους που πάσχουν από πάσης φύσης ψυχικά νοσήματα. Κι όμως... όχι απλά τα καταφέρνει, αλλά δένεται μ’ αυτούς τους ανθρώπους, αισθάνεται πράγματα γι’ αυτούς και σε κάνει να πιστεύεις ότι η ύπαρξη συντροφικότητας δεν προκύπτει απ’ την ομοφωνία των απόψεων, αλλά βγαίνει μέσα απ’ την ψυχή.

Προσπαθώντας να βγάλει τους τροφίμους του ψυχιατρείου απ’ το καβούκι τους, αναπτύσσεται μεταξύ τους ένας δεσμός που είναι δύσκολο να περιγραφεί με λόγια. Γίνεται ένα αναπόσπαστο κι αναγκαίο κομμάτι της καθημερινότητάς του, ένα σύνδεσμος με όλα αυτά που θα ήθελαν να κάνουν αλλά για κάποιο λόγο δεν τα πράττουν. Κι ο ίδιος, μέσα από την επαφή μαζί τους, καταλαβαίνει ότι να στέκεσαι δίπλα σε ανθρώπους που το έχουν μεγαλύτερη ανάγκη από ‘σένα σε κάνει καλύτερο άνθρωπο. Γιατί δεν διεκδικείς μόνο το δικό σου δικαίωμα στο να θέλεις, αλλά το δικαίωμα των άλλων γύρω σου.

Οι ασθενείς μοιάζουν αποχαυνωμένοι και φοβισμένοι. Οι περισσότεροι είναι εσώκλειστοι και δέχονται σωματική και ψυχική βία με δική τους απόφαση απλά γιατί δεν είναι αρκετά δυνατοί να κοιτάξουν και ν’ αντιμετωπίσουν τη ζωή που τους περιμένει έξω απ’ τις πόρτες του ιδρύματος. Αντίθετα μ’ αυτούς που μοιάζουν με πρόβατα επί σφαγής, ο McMurphy είναι ένας επαναστάτης. Όχι απλά γιατί του αρέσει να μπλέκει σε φασαρίες, αλλά γιατί πιστεύει ότι κανένας δεν έχει δικαίωμα να βάζει έναν άνθρωπο σε καλούπι.

Ο Forman χειρίζεται ένα λεπτό ζήτημα με μεγάλο σεβασμό. Αυτό όμως δεν τον εμποδίζει στο να γίνει τολμηρός και να προσεγγίσει το όλο θέμα άλλοτε με σκληρότητα κι άλλοτε χιούμορ. Και θ’ αναρωτιόταν κανείς, πως μπορείς να κάνεις χιούμορ μ’ ένα τέτοιο ζήτημα. Κι όμως! Όλα είναι μέσα στη ζωή κι ο Forman το κάνει με τέτοιο τρόπο που σε καμία περίπτωση δεν προκαλεί, αλλά αντίθετα πολλές φορές ενισχύει το δράμα. Επιπλέον, ο σκηνοθέτης επιλέγει να γυρίσει την ταινία σ’ ένα πραγματικό ψυχιατρικό ίδρυμα και σε κάποιες σκηνές άτομα που μοιάζουν κομπάρσοι δεν είναι ηθοποιοί, αλλά πραγματικοί τρόφιμοι. Αν το ξέρεις αυτό, το συναισθηματικό βάρος που έχεις είναι σαφώς μεγαλύτερο.

Σκοπός του Forman δεν είναι να γυρίσει άλλη μια ταινία που περιστρέφεται γύρω από το άθλιο και σάπιο νοσηλευτικό σύστημα των συγκεκριμένων ιδρυμάτων. Θα ήταν άλλωστε άχρηστο αφού είναι γνωστό το τι ακριβώς συμβαίνει σ’ αυτά. Έτσι, προτιμά να εστιάσει ανάμεσα σε δύο διαφορετικούς ανθρώπους, σε δύο διαφορετικούς κόσμους. Αυτόν του McMurphy που υποστηρίζει τη δύναμη της θέλησης, της ομαδοποίησης, την ελευθερία της κάθε προσωπικότητας που κάτι έχει να προσφέρει και μπορεί να βοηθήσει τον εαυτό του πέραν αυτού που επιβάλει ο σωφρονισμός κι αυτόν της νοσοκόμας Ratched, που πιστεύει ότι η αυστηρότητα, η πειθαρχία κι η επιβολή είναι τα μόνα που αξίζουν κι όχι επειδή μπορούν να βοηθήσουν, αλλά επειδή καθορίζουν ποιος έχει το πάνω χέρι. Ο McMurphy πιστεύει πως είναι θέμα προσωπικής επιλογής. Αν επιλέξεις να μην είσαι θύμα δεν θα είσαι. Η Ratched υποστηρίζει ένα πρόγραμμα που το μόνο που κάνει είναι να καταστέλλει την ελεύθερη σκέψη.

Η ταινία δεν αναλώνεται σε ηθικοπλαστικά μηνύματα, ούτε σε αναλύσεις για το κατά πόσο μπορούν οι μέθοδοι των συγκεκριμένων οίκων να επιφέρουν τα επιθυμητά αποτελέσματα. Προτιμά να εστιάσει στους χαρακτήρες και στις προσωπικότητές τους. Ορισμένες σκηνές έχουν ένα νόημα τόσο βαθύ που πραγματικά συγκλονίζουν. Όσοι το έχουν δει ας θυμηθούν τις σκηνές λίγο πριν το τέλος. Η ζωή μερικές φορές είναι πιο τραγική απ’ όσο θα ‘θέλαμε ή απ’ όσο μπορούμε ν’ αντέξουμε. Κι εκεί ερχόμαστε αντιμέτωποι με ηθικά ζητήματα; Τι κάνουμε όταν ηθικά έχουμε ηττηθεί; Το βλέμμα του McMurphy λίγο πριν το τέλος τα λέει όλα! Όσο κι αν το θες, μπορείς να εγκαταλείψεις όλους αυτούς που έστω και σ’ ένα βαθμό βλέπεις ότι κατάφερες του αφυπνίσεις. Ακόμα κι αν μπορείς, η ανάμνηση θα σε κυνηγάει και θα σε βασανίζει ότι θα μπορούσες να είχες κάνει κάτι καλύτερο, κάτι περισσότερο. Και μπορεί να φαίνεται ότι η Ratched νίκησε, αλλά συγκρατήστε στο μυαλό και στα μάτια σας την τελευταία σκηνή. Τόσο τραγική, αλλά ταυτόχρονα τόσο ελπιδοφόρα. Μόνο έτσι ίσως να μπορούσε να έρθει η λύτρωση. Γιατί ότι και να έγινε ο McMurphy άφησε πίσω του το σημάδι του.

Στον πρωταγωνιστικό ρόλο συναντάμε τον Jack Nicholson, ένας ρόλος που του χάρισε επάξια το πρώτο του Oscar. Τον βλέπεις και τον ερωτεύεσαι, η δυναμική κι η ρεαλιστικότητά του σε κάνουν να πιστεύεις πως κανένας δε θα μπορούσε να υποστηρίξει το συγκεκριμένο ρόλο καλύτερα. Ανιχνεύει σε βάθος την προσωπικότητα του ήρωα, δεν αφήνεται σε φτηνούς και υπέρμετρους συναισθηματισμούς και σε αφήνει με όλη του την ψυχή να δεις πραγματικά ποιος είναι ο McMurphy. Άξιο λόγου είναι ότι πέρασε πολλές ώρες σε ψυχιατρικό ίδρυμα, παρατηρώντας και μελετώντας τη συμπεριφορά των τροφίμων (δεν είναι και λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι μετά απ’ αυτό τον ρόλο του “έστριψε” κάποια βίδα). Απλά εξαιρετικός κι ανυπέρβλητος.

Η Fletcher στο ρόλο της νοσοκόμας Ratched φαντάζει ως η καλύτερη επιλογή κερδίζοντας κι αυτή με τη σειρά της το Oscar την ίδια χρονιά. Ο ρόλος της αποστειρωμένης κι ανέκφραστης νοσοκόμας της πήγαινε γάντι. Με μια ποιότητα που σπανίζει σήμερα καταφέρνει και με το παραπάνω να πείσει στο ρόλο μιας γυναίκας που όχι μόνο δεν βοηθάει τους ασθενείς, αλλά τους υποβάλλει σε ψυχολογικά βασανιστήρια προκειμένου να ικανοποιήσει τον σαδισμό που της γεννάει η εξουσία.

Για τους δεύτερους ρόλους δεν θέλω να πω πολλά, καθώς ένα υπέρλαμπρο cast αποδίδει με το παραπάνω σ’ αυτό το δύσκολο έργο. Ο καθένας έχει υιοθετήσει μια προσωπικότητα και ζει μέσα απ’ αυτήν με κάθε ίντσα του κορμιού του. Όλοι είναι εξαιρετικοί αν και τόσο διαφορετικοί.

Για να μην μακρηγορήσει περισσότερο, η ταινία αποτελεί ένα αριστούργημα του κινηματογράφου. Κλασσική χωρίς όμως να χάνει τον επίκαιρο χαρακτήρα της. Κάποια κοινωνικά φαινόμενα άλλωστε δεν εξαλείφονται ποτέ. Πάντα θα υπάρχουν οι εξουσιαστές κι αυτοί που προσπαθούν να τους ανατρέψουν για το κοινό συμφέρον. Μια ταινία που προκαλεί και θ’ αφυπνίσει όλες σας τις αισθήσεις.
Βαθμολογία 10/10

Ταυτότητα ταινίας:
Ελλ. τίτλος: Η Φωλιά Του Κούκου
Είδος: Κοινωνική
Σκηνοθέτης: Milos Forman
Πρωταγωνιστές: Jack Nicholson, Louise Fletcher, William Redfield, Michael Berryman, Peter Brocco, Danny DeVito, Dean R. Brooks,
Scatman Crothers, Alonzo Brown, Mwako Cumbuka, William Duell, Josip Elic
Παραγωγή: 1976
Διάρκεια: 133’

Σχετικά sites που αξίζουν τον κόπο:
http://en.wikipedia.org/wiki/One_Flew_Over_the_Cuckoo’s_Nest_(film)
http://imdb.com/title/tt0073486/

Posted on Τρίτη, Απριλίου 01, 2008 by Γιώτα Παπαδημακοπούλου

10 comments