Συνοπτική περίληψη του έργου:
Ο Malcolm Crowe είναι ένας ψυχολόγος για παιδιά.Ένα βράδυ, ένας απελπισμένος παλιός του πελάτης, ο Vincent, τον πυροβολεί και έπειτα ο ίδιος αυτοκτονεί.
Το γεγονός σοκάρει τον Crowe και δεν μπορεί να το βγάλει από το μυαλό του. Νιώθει ενοχές που δεν στάθηκε ικανός να τον βοηθήσει.
Γι’ αυτό όταν συναντά τον Cole, ένα αγόρι που παρουσιάζει τα ίδια προβλήματα με τον Vincent, νιώθει πως αν μπορέσει να βοηθήσει αυτόν, θα εξιλεωθεί και για το χαμό του.
Η πραγματική κατανόηση του προβλήματος όμως θα έρθει, όταν ο Cole εκμυστηρευτεί στον Malcolm ότι βλέπει νεκρούς ανθρώπους.

Προσωπική άποψη:
“Η Έκτη Αίσθηση” είναι μια ταινία αρκετοί μίσησαν και πολλοί περισσότεροι λάτρεψαν. Την δεύτερη κατηγορία μπορώ να την δικαιολογήσω πολύ εύκολα κάτι το οποίο άλλωστε σκοπεύω να αναπτύξω παρακάτω αφού ανήκω κι εγώ σ’ αυτούς. Όσον αφορά λοιπόν τους πρώτους, ο μοναδικός λόγος που μπορώ να σκεφτώ είναι ότι ίσως δεν κατάλαβαν την ταινία και την ουσία της. Δεν ξέρω αν μπορώ να τους αδικήσω αφού δεν είναι λίγοι εκείνοι που ξέρω και από προσωπική εμπειρία, που χρειάστηκα μια δεύτερη ανάγνωση της ταινίας, τόσο για να την καταλάβουν όσο και για αντιληφθούν το ευφυέστατο σενάριο, αλλά και σκηνοθεσία, που κρυβόταν πίσω της.

Είναι πραγματικά λυπηρό, βλέποντας την πρώτη αυτή ταινία του Shyamalan που μας γέννησε τεράστιες ελπίδες και προσδοκίες για το καλλιτεχνικό του μέλλον, να σκέφτομαι ότι δεν υπήρξε καμία ισάξιά της, πόσο μάλλο ανώτερή της. Μπορεί το “Σκοτεινό Χωριό” με μια δεύτερη επίσης ματιά να ήταν ενδιαφέρον, έξυπνο και περιπαικτικό όμως, δεν ήταν και πάλι αρκετό. Ο Shyamalan στην “Έκτη Αίσθηση” δεν σκηνοθετεί απλά αλλά κεντάει, δημιουργώντας μια μυστηριώδη, σκοτεινή ατμόσφαιρα που καθηλώνει τον θεατή δημιουργώντας του έναν υπόγειο φόβο που ξεπηδάει για να τον τρομάξει απλά και μόνο με αέρινες παρουσίες που ουσιαστικά δεν συμμετέχουν σε βίαιη δράση.

Ο Shyamalan μοιάζει σαν να έχει χωρίσει την ταινία σε δύο θεματικές ενότητες που συνδέονται άρεικτα όμως μεταξύ τους με ένα λεπτό, αόρατο σχοινί. Στο πρώτο μέρος παρακολουθούμε τους δύο εσωστρεφείς πρωταγωνιστές να προσπαθούν να αποσπάσουν ο ένας από τον άλλον ό,τι τους είναι απαραίτητο προκειμένου να μπορέσουν ο ένας να εξωτερικεύσει τις σκέψεις και τους φόβους του και ο άλλος να λυτρώσει την ψυχή του από τις τύψεις που την βαραίνουν. Αφού το κίνητρο εκτελείται προσωράμε σταδιακά στο δεύτερο μέρος της ιστορίας, εκείνο που ο νεαρός πρωταγωνιστής αντιμετωπίζει τους φόβους του για να καταλάβει πως το χάρισμά του δεν είναι κατάρα αλλά ένα μέσο για να λυτρωθούν οι αδικοχαμένες ψυχές εκείνων που τον καλούν σε βοήθεια.

Καθ’ όλη την διάρκεια της ταινίας αισθανόμαστε σα να βρισκόμαστε συμμετέχοντες σε ένα παιχνίδι που πότε είμαστε ο κυνηγός και πότε το θήραμα. Εκεί που πιστεύουμε ότι έχουμε την λύση στα χέρια μας, άλλο ένα κομμάτι του παζλ έρχεται να πέσει στο τραπέζι, να μας παραπλανήσει και να μας οδηγήσει πάλι στο μηδέν, προσπαθώντας να κατανοήσουμε από την αρχή τα γεγονότα και να ξαναδυνδέσουμε τα στοιχεία μεταξύ τους. Όμως ο Shyamalan είναι ειλικρινής αφού στην πραγματικότητα δεν μας αποκρύπτει τίποτα, από το πρώτο μέχρι και το τελευταίο πλάνο. Στην πραγματικότητα εμείς δεν ακολουθούμε σωστά τα σημάδια, δεν τους δίνουμε την απαραίτητη προσοχή, μια διαδικασία στην οποία μπαίνουμε αφού μας έχει οδηγήσει αριστοτεχνικά στο ανατρεπτικό και συγκλονιστικό φινάλε, απαντώντας έτσι σε κάθε μας ερώτημα και λύνοντάς μας κάθε απορία.

Όλη η ιστορία ουσιαστικά ξετυλίγεται μόνο γύρω από δύο πρόσωπα. Εκείνα του Osment και του Willis. Όσον αφορά τον πρώτο τα λόγια που θα μπορούσα να πω για να χαρακτηρίσω την ερμηνεία του μάλλον θα ήταν φτωχά. Ένα ιδιοφυές, εκκολαπτόμενο ταλέντο που μας συντάραξε και μας συγκίνησε μια ερμηνεία γεμάτη πάθος και εκφραστικότητα, με έναν τεράστιο τρόμο, μια μια βάναυση αγωνία στο υγρά μάτια, στην σπασμένη φωνή, στην ταραγμένη ψυψή ενός μικρού παιδιού που δεν μπορεί να διαχειριστεί το μεταφυσικό. Όσον αφορά τον δεύτερο, βρίσκεται πολύ μακριά από τους macho ρόλους που τον έχουμε συνηθίσει, κάτι που για μένα προσωπικά είναι πολύ ευχάριστο. Χρησιμοποιεί την εμπειρία του κατά τέτοιον τρόπο ώστε να διατηρήσει την παρουσία του σε ένα επιτηδευμένο, χαμηλό προφίλ, με υποτονικούς τρόπους χειρισμού των καταστάσεων ώστε να τις φέρει εκεί που θέλει.

“Η Έκτη Αίσθηση” ήταν η ταινία εκείνη που το 1999 έκανε όλους τους θεατές να αναρωτιούνται μετά το αναπάντεχο φινάλε της, να αναρωτιούνται πως και να προσπαθούν να συνδέσουν όλα τα κομμάτια στο μυαλό τους. Ήταν η ταινία εκείνη που συζητήθηκε όσο λίγες και που ανέδειξε άλλο ένα νέο αστέρι που δυστυχώς κάπου στην πορεία χάθηκε, εκείνου του πιτσιρικά τότε Osment. Ο Shyamalan μέσα σε μια νύχτα έγινε από τα πιο μεγάλα και υποσχόμενα ονόματα στον χώρο της σκηνοθεσίας, φιλοδοξίες που δυστυχώς δεν διατηρήθηκαν μέσα στον χρόνο. Όπως και να ‘χει, όσα χρόνια κι αν περάσουν, όσες φορές και να την δούμε, ακόμα κι αν πλέον το στοιχείο της έκπληξης έχει χαθεί, δεν μπορούμε να αρνηθούμε ότι πρόκειται για μια από τις πιο έξυπνες, πιο καλοστημένες, πιο δημιουργικές ιστορίες φαντασμάτων που έχουν λάβει χώρο στο κινηματογραφικό πανί.
Βαθμολογία 9/10

Ταυτότητα ταινίας:
Ελλ. τίτλος: Η Έκτη Αίσθηση
Είδος: Θρίλερ
Σκηνοθέτης: M. Night Shyamalan
Πρωταγωνιστές: Bruce Willis, Haley Joel Osment, Toni Collette, Olivia Williams, Donnie Wahlberg, Mischa Barton, Glenn Fitzgerald, Trevor Morgan, Bruce Norris
Παραγωγή: 1999
Διάρκεια: 107’

Σχετικά sites που αξίζουν τον κόπο:
http://www.imdb.com/title/tt0167404/
http://en.wikipedia.org/wiki/The_Sixth_Sense