Συνοπτική περίληψη του έργου:
Η παιδική ηλικία του Lawrence Talbot έλαβε τέλος με το θάνατο της μητέρας του. Προσπαθώντας να ξεπεράσει το χαμό της και να ξεχάσει όλα όσα ακολούθησαν, απομακρύνεται από την οικογένειά του και για δεκαετίες κόβει κάθε σχέση με το παρελθόν.
Όταν η αρραβωνιαστικιά του αδερφού του ζητά τη βοήθειά του προκειμένου να βρεθεί ο καλός της που εξαφανίστηκε, ο Lawrence αναγκάζεται να επιστρέψει στο πατρικό του και να συνυπάρξει με τον πατέρα του.
Αλλά η γενέτειρά του δεν είναι πια η ίδια, καθώς αποτρόπαια εγκλήματα λαμβάνουν χώρα και παντού βασιλεύει ο τρόμος.
Στην προσπάθειά του να βρει το δολοφόνο του αδερφού του, αλλά και να προστατέψει τη γυναίκα που αγαπά, ο Lawrence πρέπει να σταματήσει το μακελειό για να κλείσει ο κύκλος του αίματος και σε αυτή τη μάχη δε βγαίνει αλώβητος.

Προσωπική άποψη:
Μην έχοντας δει την ταινία του 1941, της οποίας αποτέλεσε remake η σημερινή, δεν θα μπω στην διαδικασία της σύγκρισης. Ακόμα όμως και αν είχα δει την πρωτότυπη ταινία, δεν είμαι σίγουρη κατά πόσο θα μπορούσαμε να μιλάμε για δύο όμοια πράγματα αφού, το πρώτο έχει μείνει στον χρόνο, με τα παλαιωμένα στοιχεία τρόμο της εποχής του ενώ το δεύτερο, φιλοδοξεί να προσεγγίσει και να συγκινήσει ένα κοινό μιας άλλης εποχής, πιο μοντέρνο και σαφέστατα, όχι επηρεασμένο από εικόνες περασμένων εποχών. Αυτό άλλωστε είναι μια προσπάθεια την οποία δεν βλέπουμε για πρώτη φορά.

Ήταν το 1992 όταν ο Coppola επιχείρησε να κάνει ακριβώς το ίδιο όταν πήρε στα χέρια του την κλασσική ιστορία του “Dracula” και την ανάπλασε έτσι ώστε να προσφέρει κάτι το νέο, φρέσκο και προσεχτικά σερβιρισμένο με ενδιαφέρον στους θεατές. Εκείνος, πέτυχε τον στόχο του δίχως άλλο, καταφέρνοντας όχι μόνο να φέρει κοντά του μια νέα μερίδα θαυμαστών του Δράκουλα αλλά, προσελκύοντας και την παλαιότερη γενιά, μυώντας την στον δικό του διαμορφωμένα κόσμο. Στην προκειμένη περίπτωση ο αν και θα το ήθελε, δεν καταφέρνει να πάει τον πήχη τόσο ψηλά όμως, ο δικός του “Λυκάνθρωπος”, έχει κάτι φρέσκο κι ενδιαφέρον.

Τα ειδικά εφέ κάνουν την εμφάνισή τους, θέλοντας προφανώς να τονίσουν την διαφορά των μέσων του ’40 και του σήμερα. Αυτό μπορεί να είναι κάτι που να ξενίσει τους παλαιότερους όμως, σίγουρα δεν θα ενοχλήσει καθόλου τους νεότερους. Άλλωστε δεν χρησιμοποιούνται σε υπερβολικό σημείο και σε ότι έχει να κάνει με την μεταμόρφωση του ανθρώπου σε τέρας, το αποτέλεσμα οπτικά είναι κάτι περισσότερο από εντυπωσιακό. Τα εφέ χρησιμοποιούνται επίσης και σε σκηνές δράσης, οι οποίες είναι προσεκτικά μετρημένες, δεν χωλαίνουν καταναλώνοντας υπερβολικό κινηματογραφικό χρόνο και οι οποίες είναι δυναμικές και τρομακτικές.

Η ταινία αυτή δεν είναι αμιγώς θρίλερ. Δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί έτσι αφού, η δράση και η βιαιότητα που προκαλείται από το τέρας του τίτλου της, είναι απλά μια φυσική συνέχεια της μεταμόρφωσής του. Η ουσία βρίσκεται στην κατάρα που τον συνοδεύει ως κληρονομικό στοιχείο, στο συγκαλυμμένο παρελθόν που για κάποιον λόγο έμεινε βαθιά θαμμένο στο μυαλό του, στη σύνδεση της αληθινής ζωής με εκείνης του ηθοποιού. Μα πάνω απ’ όλα, στην αγάπη των ανθρώπων, στην δύναμη και την θέληση που κρύβουν μέσα τους, στον πόθο και στα πάθη τους, στην ικανότητά τους να ελέγξουν το μυαλό και το συναίσθημά τους, στο κουράγιο τους να θυσιαστούν.

Από τα μεγάλα ατού της ταινίας είναι η σκηνογραφία και τα κοστούμια, που αναπαριστούν με απόλυτη ακρίβεια και αληθοφάνεια την Βικτωριανή Αγγλία του 19ου αιώνα αλλά, και η φωτογραφία η οποία είναι σκοτεινή, ομιχλώδες και με συγκαλυμμένα μυστηριακά στοιχεία. Ο συνδυασμός αυτών, οδηγεί σε μια συνολική ανασύσταση ενός χώρου και χρόνου ξεχασμένου, δοκιμασμένου από τα εγκλήματα που μάστιζαν τότε την χώρα και μιας σκοτεινής υποψίας για την ύπαρξη σκοτεινών και καταραμένων πλασμάτων. Συνοδεία της ενδιαφέρουσας μουσικής του , που καταφέρνει να ισορροπήσει αρκετά ικανοποιητικά το ανθρώπινο και το παραφυσικό στοιχείο, μαγεύεσαι.

Στους πρωταγωνιστικούς ρόλους συναντάμε ονόματα τα οποία, οπτικώς και ερμηνευτικώς, στέκονται στο ύψος των περιστάσεων και ο καθένας τους, προσφέρει τον καλύτερό του εαυτό. Ο Hopkins ως παρουσία είναι πάντα καθηλωτικός, αν και θα τον προτιμούσα λιγότερο μανιεριστή. Η Blunt είναι μια ευχάριστη έκπληξη αποδεικνύοντας ότι στο μέλλον μπορούμε να περιμένουμε πολλά περισσότερα από εκείνη ενώ, ο Weaving υποστηρίζει αρκούντως ικανοποιητικά τον αγγλοσαξονικό, στυφό χαρακτήρα του. Τέλος, ο Del Toro στον πρωταγωνιστικό ρόλο είναι άψογος, όχι μόνο γιατί τον βοηθάνε τα φυσιογνωμικά του χαρακτηριστικά αλλά, γιατί καταφέρνει να προσδώσει στον ήρωα όλη την τραγικότητα που κρύβει το κορμί και η ψυχή του με έναν όμορφα και βαθιά συναισθηματικό τρόπο έκφρασης.

Μπορεί η ταινία του Joe Johnston να υστερεί σε κάποια σεναριακά σημεία αφού, θα μπορούσε και θα θέλαμε να εμβαθύνει λίγο περισσότερο όμως, δεν παύει συνολικά να είναι μια αξιόλογη ταινία. Είναι σκοτεινή, μυστηριώδης και ατμοσφαιρική, παίζει με παγανιστικά σύμβολα και τσιγγάνικες δοξασίες για τα σκοτεινά πλάσματα της νύχτας, συνδυάζοντάς τα με τους συμβολισμούς μιας λυκανθρωπίας που πηγάζει από τα σπλάχνα τις αριστοκρατίας αλλά, και της ίδιας της ανθρώπινης ύπαρξης. Το cast είναι εξαιρετικό, το κλίμα συναισθηματικά φορτισμένο και τρομακτικό χωρίς να υπερβάλλει ενώ, παρά που στο τέλος δεν έχει την κλιμάκωση που θα περιμέναμε για την απόλυτη ολοκλήρωση, λυρικά και συγκινησιακά μας οδηγηθεί στο μοναδικό λυτρωτικό φινάλε, ολοκληρώνοντας το πεπρωμένο του ήρωα.
Βαθμολογία 8/10

Ταυτότητα ταινίας:
Ελλ. τίτλος: Ο Λυκάνθρωπος
Είδος: Τρόμου
Σκηνοθέτης: Joe Johnston
Πρωταγωνιστές: Benicio Del Toro, Anthony Hopkins, Emily Blunt, Hugo Weaving, Geraldine Chaplin, Art Malik, Simon Merrells
Παραγωγή: 2010
Διάρκεια: 103’

Επίσημο site:
http://www.thewolfmanmovie.com/