Συνοπτική περίληψη του έργου:
Ο δωδεκάχρονος Owen μεγαλώνει στο Νέο Μεξικό κλεισμένος στον εαυτό του, αφού η μητέρα του τον παραμελεί και οι συμμαθητές του στο σχολείο του επιτίθενται με κάθε ευκαιρία.
Όταν κοντά στο σπίτι του μετακομίζει ένα μυστηριώδες κορίτσι, η Abby, ανάμεσά τους δημιουργείται σιγά-σιγά μία βαθιά φιλία.
Καθώς, όμως, μια σειρά από μυστηριώδεις φόνους συγκλονίζει τη μικρή πολιτεία, ο Owen θα αναγκαστεί να αντιμετωπίσει την αλήθεια και να δεχτεί ότι η φαινομενικά αθώα φίλη του είναι βαμπίρ.

Προσωπική άποψη:
Το αμερικάνικο σινεμά στερείται έμπνευσης κατά περιόδους και αυτός είναι ένας σημαντικός λόγος για να καταφεύγει σε remakes παραγωγών άλλων χωρών, με μεγάλη επιτυχία. Μια από αυτές τις περιπτώσεις είναι και το "Let Me In", remake του σουηδικού "Lat Den Ratter Komma In", εμπνευσμένο από το ομώνυμο σουηδικό μυθιστόρημα του John Ajvide Lindqvist. Το καλό στην περίπτωση της πρωτότυπης ταινίας είναι ότι το σενάριό της είχε αναλάβει ο ίδιος ο συγγραφέας, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα να διαφυλαχθεί η αισθητική αλλά και τα μηνύματα που ο ίδιος ήθελε να περάσει μέσω του έργου. Το καλό στην περίπτωση του remake, πράγμα σπάνιο, είναι ότι οι δημιουργοί του δεν βασίστηκαν απλά στην ιδέα του πρωτότυπου αλλά, πάτησαν πιστά πάνω στα βήματά του, έτσι ώστε να έχουμε ένα remake με όλη τη σημασία της λέξης και όχι απλά μια ταινία εμπνευσμένη από μία άλλη.

Ο Matt Reeves ανέλαβε τόσο την διασκευή του σεναρίου, όσο και την σκηνοθεσία της ταινίας. Δείχνοντας τον πρέποντα σεβασμό στην πρώτη ύλη, δημιούργησε ένα ατμοσφαιρικό φιλμ τρόμου, σεβόμενος τον γνήσιο βαμπιρικό μύθο, τοποθετώντας τον και προσαρμόζοντάς τον στα αμερικάνικα δρώμενα. Χρησιμοποιώντας ψυχρά χρώματα και χαμηλούς φωτισμούς, σε ελάχιστα σημεία διαφοροποιεί το έργο του από εκείνο του Tomas Alfredson, τόσο όσο χρειάζεται για να απευθυνθεί και να μιλήσει κατευθείαν στις καρδιές εκείνων που στο άκουσμα και μόνο του ευρωπαϊκού σινεμά γυρίζουν τα έντερά τους. Δεν θα εξετάσω το αν η αποστροφή αυτή είναι δικαιολογημένη ή όχι, το σίγουρο όμως είναι ότι το σύγχρονο marketing απαιτεί ορισμένες θυσίες, οι οποίες δεν είναι απαραίτητα κακές, αν γίνονται με ορισμένα μέτρα και σταθμά.

Αν κάποιος μου ζητούσε να εντοπίσω τη βασική διαφορά ανάμεσα στα δύο έργα, τότε δε θα δυσκολευόμουν καθόλου να του απαντήσω. Νομίζω ότι για κάθε θεατή που έχει παρακολουθήσει και τις δύο ταινίες, η απάντηση φανερώνεται σχεδόν αμέσως μπροστά στα μάτια του. Το μεν σουηδικό είναι συνολικά πιο ατμοσφαιρικό, το δε αμερικάνικο πιο συναισθηματικό. Τι εννοώ με αυτό; Οι Σουηδοί, εκμεταλλευόμενοι την ψυχρότητα του κλίματός τους, έχουν επενδύσει περισσότερο στην ατμόσφαιρα και προκύπτει από το γενικότερο σύνολο της παρουσίασης των στοιχείων και της δράσης που εξελίσσονται. Φυσικά και μέσα από το δικό τους έργο αντιλαμβανόμαστε ότι ανάμεσα στα δύο παιδιά υπάρχει μια ιδιαίτερη σχέση, με τον ορισμό της αληθινής και ανιδιοτελής αγάπης να την χαρακτηρίζει ωστόσο, οι Αμερικάνοι την αποδίδουν στο κινηματογραφικό πανί με περισσότερη τρυφερότητα, πράγμα που σου προκαλεί μια αυθόρμητη συγκίνηση.

Μέσα από την αφήγηση της ιστορίας αυτής, παρακολουθούμε δύο απόκληρους να πλησιάζουν όλο και περισσότερο ο ένας τον άλλο, να ταυτίζονται και τελικά, να συνδέονται με συναισθήματα που είναι πιο δυνατά από τον οίκτο και τη λύπηση. Συναισθήματα όπως η κατανόηση, η αγάπη και η τρυφερότητα, με την τελευταία να μπορεί να εκδηλωθεί ακόμα και με παράδοξους τρόπους, όπως είναι η βιαιότητα απέναντι σε κάποια άλλα πρόσωπα, προκειμένου να προφυλάξεις ή να διαφυλάξεις αυτόν που αγαπάς. Το να θες να προστατέψεις μπορεί να σε κάνει εκδικητικό και παράτολμο, όμως αυτό το μικρό αίσθημα ικανοποίησης που λαμβάνεις εκείνη την ώρα, είναι και το μεγαλείο της διαφορετικότητας που βρίσκει συμπαραστάτες και συμμάχους. Βέβαια η δύναμη και η αθανασία, έχουν το κόστος τους και ο καθένας που συμμετέχει στο παιχνίδι αυτό, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, πρέπει να γνωρίζει τι είναι διατεθειμένος να ρισκάρει.

Οι δύο νεαροί πρωταγωνιστές υποστηρίζουν με αξιοπρέπεια το έργο τους. Η νεαρή Chloe Moretz και ο πιτσιρικάς Kodi Smit-McPhee, δένουν ικανοποιητικά μεταξύ τους και μοιράζονται με έναν ιδιαίτερο τρόπο συναισθήματα και σκέψεις που αποδίδονται ως εικόνα με ένα υπνωτικό και ηρεμιστικό τρόπο, ο οποίος οδηγείται σε ορισμένα, μετρημένα και καλοζυγισμένα ξεσπάσματα, των οποίων ο σκοπός δεν είναι μόνο να μας ταράξουν αλλά, να μας κάνουν να κατανοήσουμε ότι η φύση μας υπερισχύει όλων των άλλων και σαφέστατα δε μπορεί να διατηρείται πάντα υπό έλεγχο. Άλλωστε και οι δυο τους, έχουν για την ηλικία τους μια αρκετά καλή προϋπηρεσία στο χώρο, πράγμα που τους επιτρέπει να διαχειρίζονται τα πράγματα σωστά.

Συνολικά η ταινία, βρίσκεται ακριβώς στα ίδια επίπεδα με το πρωτότυπο σουηδικό έργο. Οι απειροελάχιστες διαφορές τους στα μικρά σημεία, ισορροπούν τα όποια θετικά ή αρνητικά στοιχεία χαρακτηρίζουν το ένα ή το άλλο. Φυσικά η συγκεκριμένη, ως αμερικάνικη παραγωγή, προσδιορίζει τον τρόμο με τον δικό της τρόπο, πράγμα που οδηγεί στη χρήση ορισμένων ψηφιακών εφέ τα οποία, αν δεν καταφέρνουν απαραίτητα να τρομάξουν τον θεατή, δεν τον ενοχλούν καθώς δεν χαλάνε την κεντρική ιδέα, ούτε προσπαθούν να τον αποπροσανατολίσουν. Παράξενα τρυφερό, αλλόκοτα στοργικό, το "Let Me In" είναι ένα βαμπιρικό ρομάντζο τρόμου ανάμεσα σε απόκληρα δωδεκάχρονα, που ο καθένας ψάχνει στον δικό του κόσμο έναν ώμο να στηριχτεί και κάποιον να νιώσει και μοιραστεί όσα διατίθεται να προσφέρει, ζητώντας μονάχα λίγη κατανόηση.
Βαθμολογία 7,5/10

Ταυτότητα ταινίας:
Ελλ. τίτλος: Άσε Το Κακό Να Μπει
Είδος: Τρόμου
Σκηνοθέτης: Matt Reeves
Πρωταγωνιστές: Chloe Moretz, Kodi Smit-McPhee, Richard Jenkins, Elias Koteas, Sasha Barrese, Chris Browning, Cara Buono, Seth Adkins, Jimmy `Jax` Pinchak, Dylan Kenin, Ritchie Coster, Dylan Minnette
Παραγωγή: 2010
Διάρκεια: 116'

Επίσημο site:
http://www.letmein-movie.com/