...

Τρίτη, Μαΐου 03, 2011


Γεννημένος στο Νέο Φάληρο, στις 29 Μαΐου του 1927, ο Θανάσης Βέγγος ήταν το μοναχοπαίδι της οικογένειάς του. Η μητέρα του Ευδοκία και ο πατέρας του Βασίλης, αντιμετώπισαν σημαντικά οικονομικά προβλήματα εξαιτίας του ότι ο δεύτερος ήταν μέλος της αντίστασης, γεγονός που μετά τον πόλεμο οδήγησε στην απόλυσή του από την Δημόσια Εταιρεία Ηλεκτρισμού στην οποία και ήταν υπάλληλος. Ο μικρός τότε Θανάσης, αναγκάστηκε να βγει στο μεροκάματο, κάνοντας μικροθελήματα στους γείτονές του αλλά και ότι άλλο μπορούσε.
Η εξορία του στη Μακρόνησο που διέρκησε από το 1948 έως το 1950, υπήρξε καθοριστική για την απόφασή του να σχοληθεί με την ηθοποιεία αφού, κατά την παραμονή του εκεί γνωρίστηκε με τον επίσης εξόριστο σκηνοθέτη, Νίκο Κούνδουρο, με τον οποίο συνεργάστηκε το 1954 στην ταινία "Μαγική Πόλις". Μέχρι το 1960, όπου και πρωταγωνίστησε για πρώτη φορά, συμμετείχε σε πολλές ταινίες, ως ηθοποιός αλλά και ως τεχνικό, που έγραψαν ιστορία στον ελληνικό κινηματογράφο ανάμεσα στις οποίες "Ο δράκος", "Διακοπές στην Αίγινα", "Μανταλένα", "Συννεφιασμένη Κυριακή", "Ο Ηλίας του 16ου" και "Ποτέ την Κυριακή".
Λίγο καιρό πριν την συνεργασία του με τον Νίκο Σταυρίδη στην ταινία "Οι δοσατζήδες" αποκτά την άδεια ασκήσεως επαγγέλματος ηθοποιού χωρίς ωστόσο να έχει φοιτήσει σε κάποια σχολή θεάτρου αλλά, ως εξαιρετικό ταλέντο με εξετάσεις σε ειδική επιτροπή. Το ίδιο διάστημα συμμετέχει και στην πρώτη του θεατρική παράσταση, την επιθεώρηση "Ομόνοια Πλατς Πλουτς", στο πλευρό του Νίκου Ρίζου και του Γιάννη Γκιωνάκη.
Μέσα στα επόμενα χρόνια, συνεργάζεται κατ' εξοχήν με τον σκηνοθέτη Πάνο Γλυκοφρύδη, υιοθετώντας τον αεικίνητο χαρακτήρα χάρη στον οποίο αγαπήθηκε και καθιερώθηκε στην συνείδηση του κόσμου.
Το 1964 ιδρύει την δική του εταιρεία παραγωγής με την επωνυμία, "ΘΒ - Ταινίες Γέλιου" και από την επόμενη χρονιά μέχρι το 1969 συνεργάζεται με τον Πάνο Γλυκοφρύδη και τον Ερρίκο Θαλασσινό, ακολουθώντας συνολικά εφτά φορές τα μονοπάτια της σκηνοθεσίας και γυρίζοντας μια σειρά σουρεαλιστικών κωμωδιών που έμελλε να χαρακτηριστούν από τις καλύτερες τις καριέρας του ανάμεσα στις οποίες οι "Φανερός Πράκτωρ 000", "Τρελός, παλαβός και Βέγγος " και "Ποιος Θανάσης;".
Στην συνέχεια θα συνεργαστεί με τον σκηνοθέτη Ντίνο Κατσουρίδη, φτάνοντας στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης του 1971, όπου με την ταινία "Τι Έκανες Στον Πόλεμο Θανάση;" αποσπά βραβεία τόσο από τους κριτικούς όσο και από το κοινό. Το 1983 έρχεται η ώρα που για κάποια χρόνια αποσύρεται από τον κινηματογράφο.
Στη διάρκεια της δεκαετίας του '80 συμμετέχει σε έξι βιντεοκασσέτες αλλά και στην τηλεοπτική σειρά "Βεγγαλικά" η οποία όμως δεν κατάφερε να προβληθεί στην τηλεόραση πριν από το 1988. Το 1990 κάνει ξανά τηλεόραση, αυτή η φορά για λογαριασμό του ΑΝΤ1 και την τηλεοπτική σειρά "Αστυνόμος Θανάσης Παπαθανάσης".
Επιστρέφει στον κινηματογράφο το 1991 για τα μάτια του Παντελή Βούλγαρη και της ταινίας του "Ήσυχες Μέρες Του Αυγούστου". Μάλιστα για την ερμηνεία του αυτή τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο β' Αντρικής Ερμηνείας ενώ την ίδια χρονιά το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης τον τίμησε για το συνολικό του έργο.
Στην τηλεόραση επανήλθε το 2002 στην τηλεοπτική σειρά του MEGA "Περί Ανέμων Και Υδάτων" και ακολούθησαν άλλες τρεις εμφανίσεις του σε σειρές της ΝΕΤ, της ΕΤ1 αλλά και του ΑΝΤ1 ενώ παράλληλα εμφανίστηκε πολλάκις στην Επίδαυρο και στην ταινία "Ψυχή Βαθιά"  αλλά και στην ταινία "Το Πέταγμα Του Κύκνου" που έμελλε να είναι και η τελευταία του κινηματογραφική εμφάνιση.
Τον Οκτώβριο του 2008 ο Δήμος Πειραιά μετονομάζει, ύστερα από απόφαση του Δ.Σ., την πλατεία Ευαγγελισμού στο Νέο Φάληρο, σε πλατεία Θανάση Βέγγου ενώ την ίδια χρονιά, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κ. Κάρολος Παπούλιας τον τιμά χρίζοντας τον Ταξιάρχη του Τάγματος του Φοίνικα.
Έπειτα από χρόνια προβλήματα υγείας, ο αγαπημένος ηθοποιός άφησε την τελευταία του πνοή σήμερα, 03 Μαϊου 2011, Παγκόσμια Ημέρα Γέλιου, και ώρα 07.10π.μ. στο νοσοκομείο Ερυθρός Σταυρός όπου και νοσηλευόταν το τελευταίο διάστημα. Η κηδεία του θα πραγματοποιηθεί αύριο, δημοσία δαπάνη, στο Νεκροταφείο Αγ. Μαρίνας Θησείου όπου φίλοι, συνεργάτες και απλός κόσμος που τον λάτρεψε, θα του αποθέσουν τον ύστατο χαιρετισμό.
Καλό ταξίδι Θανάση...

Posted on Τρίτη, Μαΐου 03, 2011 by Γιώτα Παπαδημακοπούλου

11 comments

Κυριακή, Μαΐου 01, 2011

Συνοπτικη περίληψη του βιβλίου:
ΕΙΜΑΙ ΕΝΑ ΤΕΡΑΣ. Ένα τέρας. Ούτε λύκος ούτε αρκούδα, ούτε γορίλας ούτε σκύλος αλλά ένα απαίσιο τέρας που στέκεται όρθιο στα πόδια του – ένα τριχωτό τέρας με κοφτερά δόντια και νύχια. Νομίζετε ότι σας λέω παραμύθια; Καθόλου.
Ζω στη Νέα Υόρκη. Σήμερα. Δεν είμαι άρρωστος ούτε παραμορφωμένος. Και θα μείνω για πάντα έτσι, κατεστραμμένος, εκτός κι αν καταφέρω να σπάσω τα μάγια. Αν καταφέρω να βρω μια κοπέλα που θα με αγαπήσει πραγματικά. Ναι, τα μάγια που μου έκανε η μάγισσα στην τάξη των αγγλικών.
Γιατί με μεταμόρφωσε σε τέρας που κρύβεται τη μέρα και κυκλοφορεί στους δρόμους τη νύχτα; Θα σας πω. Θα σας μιλήσω για τον Κάιλ, τον τύπο που όλοι θα ήθελαν να είναι, το αγόρι με τα λεφτά, την τέλεια εμφάνιση και την τέλεια ζωή. Και μετά, θα σας πω πως ο Κάιλ κατάντησε… τέρας.

Προσωπική άποψη:
Πιστεύω πως όλοι μας γνωρίζουμε το παραμύθι με την Πεντάμορφη και το Τέρας. Θα μπορούσαμε να πούμε πως αποτελεί έναν θρύλο καθώς, η ιστορία του ξεκινάει πολύ παλιά, από την αρχαία Ελλάδα, περνώντας από γενιά σε γενιά, από χώρα σε χώρα. Φυσικά, όπως είναι αναμενόμενο σε τέτοιες περιπτώσεις, ανάλογα με τον τόπο αφήγησης της ιστορίας, μπορεί κανείς ν' ακούσει πολλές παραλλαγές της, όπου ο καθένας έχει δώσει την δικιά του πινελιά έμπνευσης, τονίζοντας παράλληλα τα σημεία που εκείνος θεωρεί πιο σημαντικά, δίνοντάς του εξέχουσα σημασία στην εξέλιξη της ιστορίας, της οποίας η αφετηρία και το τέλος είναι πάντα ίδια. Από αυτές τις διάφορες παραλλαγές του κλασσικού πλέον παραμυθιού εμπνεύστηκε και η συγγραφέας Alex Flinn, δημιουργώντας την δικιά της, σύγχρονη εκδοχή, δανειζόμενη όσα στοιχεία ήταν απαραίτητα και αξιοποιώντας συναισθηματικά και καλλιτεχνικά, όσα πίστεψε ότι είχαν αδικηθεί.

Βρισκόμαστε στην σημερινή εποχή όπου ο πρίγκιπας του παραμυθιού δεν είναι ένας σκληρόκαρδος πρίγκιπας αλλά, ένα ελιτίστικο αλαζονικό πλουσιόπαιδο της Νέας Υόρκης το οποίο διανύει την εφηβεία του. Γαλουχημένος από τον αδιάφορο πατέρα του, ο Κάιλ περιφρονεί κάθε τι άσχημο και κατώτερου επιπέδου από εκείνον, μην διστάζοντας να πληγώσει αλλά και να εκθέσει ανθρώπους, συμπεριφορές και αισθήματα. Η εξωτερική του εμφάνιση είναι αψεγάδιαστη, η φήμη του ζηλευτή και τα χρήματα άφθονα. Θα μπορούσε να είναι το ιδανικό αγόρι όμως, η καρδιά του είναι τόσο μαύρη και σκληρή που δεν του επιτρέπει να δει πέρα από εκεί που φτάνει το ανθρώπινο βλέμμα, κρίνοντας τους ανθρώπους από την εμφάνιση και την δύναμη της τσέπης του, πιστεύοντας ότι είναι ο κυρίαρχος όλων και ότι δεν υπάρχει τίποτα που να μην μπορεί να αποκτήσει. Στα μάτια του, κανένας δεν είναι καλύτερος από εκείνος, γεγονός που του επιτρέπει να χλευάζει και να ποδοπατάει οτιδήποτε θεωρεί ασήμαντο.

Φυσικά όλα αυτά ισχύουν μέχρι την στιγμή εκείνη που στο δρόμο του συναντά μια μάγισσα, η οποία και του αποκαλύπτει την πραγματική της φύση με τον πιο σκληρό τρόπο. Από ένα αγόρι απαράμιλλης ομορφιάς, τον μεταμορφώνει σε ένα Τέρας που μοιάζει να έχει ξεπηδήσει από τους χειρότερους εφιάλτες των παραμυθιών της παιδικής ηλικίας κάθε ανθρώπου. Μοναδικός τρόπος να ελευθερωθεί από την κατάρα αυτή, είναι να βρει την αληθινή αγάπη, να βρει το πρόσωπο εκείνο που θα τον αγαπήσει πέρα από την φρικτή του εικόνα, γι' αυτό που πραγματικά είναι και το ίδιο πρέπει να νιώσει και 'κεινος ώστε με ένα και μόνο φιλί να λυτρωθεί. Όπως είναι λογικό, αυτό φαντάζει απίθανο για τον ίδιο και έπειτα από μια σειρά απέλπιδων προσπαθειών να αλλάξει τη μοίρα του, παραδίδεται σε αυτήν, εγκαταλειμμένος ακόμα και από τον ίδιο του τον πατέρα που δεν αντέχει τη νέα του εμφάνιση η οποία εκτός των άλλων, θέτει σε κίνδυνο τη ζωή και την καριέρα του σε έναν κόσμο που μόνο η ομορφιά έχει σημασία.

Ο Κάιλ μεταφέρεται σε μια καλά φυλασσόμενη κατοικία στην οποία ζει μαζί με τον τυφλό του δάσκαλο Γουίλ και την υπηρέτριά του. Πιστεύοντας ότι τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει την υπάρχουσα κατάσταση, ο Κάιλ αποφασίζει να αλλάξει το όνομά του σε Άντριαν και να ζήσει με το βάρος της νέας του εμφάνισης, χαμένος ανάμεσα στα βιβλία και στη μελέτη αλλά και σε μια νέα αγάπη για τα τριαντάφυλλα. Οι μέρες περνάνε και όλες μοιάζουν ίδιες, μοιρασμένες ανάμεσα στην βιβλιοθήκη και το θερμοκήπιό του, τα μοναδικά του καταφύγια. Μαζί με τις συνήθειές του όμως, αρχίζει να αλλάζει και η συμπεριφορά του. Δεν είναι πια ο Κάιλ αλλά ο Άντριαν και εκτός από το όνομά του, αρχίζει να αλλάζει και ο ψυχισμός του. Αναλογίζεται τις πράξεις που σημάδεψαν το παρελθόν του και συνειδητοποιεί σταδιακά πόσο λάθος άποψη είχε για την ζωή και τους ανθρώπους. Αντιλαμβάνεται ότι η ομορφιά των πραγμάτων δεν βρίσκεται σε αυτό που δείχνουν αλλά σε αυτό που συμβολίζουν και των ανθρώπων, όχι στην εμφάνισή τους αλλά σε αυτά που έχουν θαμμένα στην ψυχή τους.

Και εκεί που πιστεύει ότι τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει, στη ζωή του μπαίνει η Λίντα, ένα κορίτσι που εξωτερικά μπορεί να μην έχει τίποτα ξεχωριστό και όμως μέσα της κρύβει ένα μεγαλείο ψυχής. Ανταλλάσοντάς την για την ελευθερία του πατέρα της, αποκτά μια συντροφιά η οποία, ξεπερνώντας το αρχικό της μίσος για εκείνον, τον πλησιάζει, ξυπνώντας του αισθήματα που ούτε καν ήξερα ότι υπήρχαν, βγάζοντάς τον από τα σκοτάδια του. Η ελπίδα ξαναγεννιέται και εκείνος, μέρα με τη μέρα, την ερωτεύεται όλο και πιο πολύ. Στιγμή τη στιγμή οι δύο νέοι έρχονται όλο και πιο κοντά κάνοντάς τον να πιστέψει ξανά, κάνοντάς τον να δει φως εκεί που μέχρι πρότινος υπήρχε μόνο σκοτάδι. Το μίσος γίνεται οίκτος, ο οίκτος φιλιά και αυτό με την σειρά του συναισθήματα αδιευκρίνιστα από τη μεριά της Λίντα, συναισθήματα που προσπαθεί να ανακαλύψει, όχι μόνο για να λυτρωθεί από την κατάρα του αλλά, γιατί έχει αλλάξει, γιατί έχει ανάγκη να αγαπήσει και να αγαπηθεί στον ίδιο βαθμό.

Και ποια θα ήταν άραγε μεγαλύτερη απόδειξη αγάπης από το να χαρίσει κανείς στον άλλον την ελευθερία του; Μια ελευθερία που μπορεί να στερούσε κάθε ελπίδα αφού μπορεί να μην γύριζε ποτέ πίσω; Όμως ο Άντριαν το κάνει και περιμένει, μέχρι που ο χρόνος κυλάει σα νερό, οι μέρες φεύγουν και εκείνος χάνεται ξανά στα σκοτάδια της μοναξιάς και της απελπισίας του. Τα παραμύθια όμως δεν μπορούν να έχουν άσχημο τέλος, έτσι δεν είναι; Θα ήταν άδικο για τον πρωταγωνιστή που μέσα σε δύο χρόνια βασανίστηκε και άλλαξε όσο άλλοι δεν θα μπορούσαν μέσα σε μια ολόκληρη ζωή. Η αγάπη του για την Λίντα είναι αληθινή, πηγαία, ικανή να τον σπρώξει στην μεγαλύτερη τρέλα για να την προστατέψει και τελικά να κερδίσει το μεγαλύτερο αγαθό απ' όλα. Όχι την επιστροφή στην αρχική του κατάσταση αλλά, στην ανταπόδοση της αγάπης αυτής που δεν γνωρίζει φραγμούς και σύνορα.

Θεωρητικά, η ιστορία της Flinn δεν έχει να μας προσφέρει τίποτα καινούργιο, τίποτα που να μην γνωρίζουμε. Και όμως, η απλή και ρευστή γραφή της, η ευαισθησία και τα αληθινά συναισθήματα αγάπης που εξωτερικεύει μέσα από την αφήγησή της, μας οδηγούν στο να ταυτιστούμε, να πονέσουμε, να κατανοήσουμε και τελικά, να καταλάβουμε τους ήρωες και να ελπίζουμε ότι θα λάβουν αυτό που τελικά τους αξίζει. Ότι στον κόσμο υπάρχει κάτι πιο σημαντικό από την ομορφιά, ότι η αγάπη έχει την δύναμη να κάνει τα αδύνατα δυνατά, ότι αν ο άνθρωπος έχει θέληση μπορεί να παλέψει και τελικά, να αλλάξει αυτό για το οποίο μεγάλωσε να είναι. Η Flinn δίνει μαθήματα ζωής και ανθρωπιάς, μέσα από τα δικά της μάτια βλέπουμε τον ορισμό της εκτίμησης όσων μας δίνονται και όσων αισθανόμαστε. Μιλάει για τιμωρία, μιλάει όμως και για συγχώρεση. Μιλάει για μίσος και αλαζονεία, αλλά μιλάει παράλληλα για κατανόηση και αγάπη. Άλλωστε, ο καθένας από 'μας κρύβει μέσα του ένα Τέρας και έναν Πρίγκιπα και τελικά, στο χέρι μας είναι να επιλέξουμε ποιος από τους δύο θέλουμε να είμαστε.
Βαθμολογία 9/10

Ταυτότητα βιβλίου:
Συγγραφέας: Alex Flinn
Μεταφραστής: Μπουλούκου Κασσιανή
Εκδόσεις: Ψυχογιός
Κατηγορία: Ξένη Λογοτεχνία
Έτος Έκδοσης: 2011
Αρ. σελίδων: 336
ISBN: 978-960-453-864-5

Posted on Κυριακή, Μαΐου 01, 2011 by Γιώτα Παπαδημακοπούλου

8 comments