...

Κυριακή, Αυγούστου 07, 2011

Συνοπτική περίληψη του βιβλίου:
Σε αυτήν τη συναρπαστική συλλογή από υπερφυσικές ιστορίες, οι συγγραφείς μπεστ-σέλερ Stephenie Meyer (Λυκόφως), Kim Harrison (Once Dead, Twice Shy), Meg Cabot (How To Become Popular), Lauren Myracle (TTYL) και Michele Jaffe (Bad Kitty) ανάγουν τις ατυχίες που μπορεί να συμβούν σε ένα χορό αποφοίτησης σε ένα εντελώς νέο επίπεδο –ένα πραγματικά σατανικό επίπεδο.
Γιατί οι δικοί τους ήρωες έχουν περισσότερους λόγους να ανησυχούν για τη βραδιά χορού, από τα ενδυματολογικά προβλήματα και την έλλειψη χορευτικού ταλέντου. Έχουν να αντιμετωπίσουν δαίμονες, βρικόλακες και ζωντανούς νεκρούς.
Η Μαίρη και ο Άνταμ προσπαθούν να σώσουν τη φίλη τους από τον Σεμπάστιαν, ένα γοητευτικό νεαρό που τυχαίνει να είναι ο γιος του Δράκουλα.
Το μαγικό κορσάζ της Φράνκι πραγματοποιεί ευχές. Όταν η τραγωδία χτυπάει, η ευχή της, που γίνεται σε κατάσταση βιαστικής απόγνωσης, αποδεικνύει πως πρέπει κανείς να προσέχει πολύ τι εύχεται.
Ένας μαύρος Θεριστής σκοτώνει τη Μάντισον Έιβερι, αλλά της δίνεται ένας ακόμη χρόνος με τους ζωντανούς.
Η Μιράντα, ένα κορίτσι με υπερδυνάμεις πρέπει να συνεργαστεί με έναν προφήτη για να ανατρέψει μια σειρά εγκλημάτων.
Τέλος η Σίμπα, που είναι δαίμονας, κάνει ό,τι μπορεί για να διασφαλίσει ότι όλοι θα περάσουν φρικτά στο χορό.

Προσωπική άποψη:
Υπάρχουν ορισμένα βιβλία τα οποία από τον τίτλο τους και μόνο, πόσο μάλλον διαβάζοντας την περίληψή τους, θα έπρεπε να αποφεύγονται από άτομα που έχουν προ πολλού περάσει την ηλικία των 16 χρόνων. Ίσως κάποιοι να αναρωτηθείτε, "τα βιβλία που κατά καιρούς διαβάζεις, δεν απευθύνονται σε εφηβικό κοινό;". Η απάντηση είναι και ναι και όχι. Η ένδειξη που έχουν από τους εκδοτικούς μπορεί να τα εντάσσει στην κατηγορία βιβλίων για εφήβους ωστόσο, δεν απευθύνονται αποκλειστικά σε αυτούς καθώς, τόσο το περιεχόμενο όσο και η γραφή τους, είναι πιο ώριμη και συγκροτημένη, ικανή να διατηρήσει το ενδιαφέρον ακόμα και του πιο απαιτητικού αναγνώστη. Καλώς ή κακώς λοιπόν, και λαμβάνοντας πάντα υπ' όψιν τα παραπάνω, το "Βραδιές Χορού Στην Κόλαση" είναι ένα αμιγώς εφηβικό βιβλίο γι' αυτό και οι ενήλικες, θα πρέπει να είναι συνειδητοποιημένου πριν το αγοράσουν ώστε να μην κλαίνε τα λεφτά που έδωσαν.

Σε αυτό το σημείο οφείλω να ξεκαθαρίσω πως το βιβλίο, για το κοινό στο οποίο απευθύνεται, δεν είναι κακό. Πρόκειται για πέντε διαφορετικές ιστορίες, γραμμένες από πέντε διαφορετικές συγγραφείς, οι οποίες ένωσαν τις δυνάμεις τους προκειμένου να δημιουργήσουν ένα γρήγορο, εύπεπτο και διασκεδαστικό, μεταφυσικό μυθιστόρημα, όπου κάθε λογής σκοτεινό πλάσμα της άλλης διάστασης έχει θέση στην δικιά μας. Και οι πέντε αυτές ιστορίες διαδραματίζονται την βραδιά του σχολικού χορού, γεγονός ιδιαίτερα σημαντικό στα αμερικάνικα σχολεία, όπου ο κάθε έφηβος περιμένει με ανυπομονησία καθώς σηματοδοτεί την μετάβαση σε μια νέα εποχή αλλά και την πιθανότητα να κατακτήσει αιώνια το ταίρι που επιθυμεί. Ως προς τα παραπάνω, το αποτέλεσμα είναι το επιθυμητό και το στοίχημα μάλλον κερδίζεται.

Πάμε τώρα στους αναγνώστες της δικιάς μου κατηγορίας οι οποίοι μάλλον θα βρουν το συγκεκριμένο βιβλίο αφελές και άνευ ουσίας. Δεν φταίει μόνο το γεγονός ότι δεν είμαστε πια έφηβοι ή ότι ο σχολικός χορός δεν ταιριάζει σε τίποτα με την δικιά μας κουλτούρα αλλά, στο ότι οι πέντε αυτές ιστορίες δεν έχουν να μας πουν τίποτα σε σχέση με άλλες, ολοκληρωμένες του είδους που κατά καιρούς διαβάζουμε. Πρώτα απ' όλα, οι πέντε αυτές ιστορίες είναι εντελώς άνισες μεταξύ τους. Τι εννοώ με αυτό; Ότι υπάρχουν εκείνες που καταφέρνουν να κεντρίσουν κάπως παραπάνω το ενδιαφέρον μας, και αυτές είναι οι μεγαλύτερες σε έκταση, και εκείνες που μας κάνουν να πλήττουμε. Όταν μάλιστα οι χειρότερες είναι εκείνες της έναρξης και του τέλους του βιβλίου, τα πράγματα αρχίζουν να δυσκολεύουν.

Οι ιστορίες αυτές καθέ αυτές δεν θα ήταν άσχημες αν αναπτύσσονταν σε μια άλλη, διαφορετική βάση. Δεν έχουν τον χρόνο που χρειάζονται για να εξελιχθούν, πόσο μάλλον για να μας κρατήσουν σε εγρήγορση και να μας δημιουργήσουν το όποιο συναίσθημα αγωνίας. Με ελάχιστες εξαιρέσεις, δεν κατανοούμε τους χαρακτήρες και τα κίνητρά τους, ούτε προσπαθούμε να μπούμε στη θέση τους, κάτι που φαντάζει μάλλον άδικος κόπος. Λίγο-πολύ, έχουμε ξαναδεί παρόμοιους χαρακτήρες σε δράση, οι οποίοι στα πλαίσια μιας ολοκληρωμένης περιπέτειας, κερδίζουν έναντι ενός αφελούς διηγήματος που στερείται ποιότητας και ουσίας. Όχι, φανταστική λογοτεχνία δεν συνάδει κάτι το εύπεπτο και ανούσιο και θα έπρεπε οι ίδιοι οι συγγραφείς που έχουν προσφέρει πολύ καλύτερα έργα, να προσέχουν τι επιλογές κάνουν γιατί το κοινό τους μπορεί να πάψει να τους λαμβάνει σοβαρά υπ' όψιν του.

Γενικότερα δίνεται μια αίσθημα προχειρότητας στον αναγνώστη, την οποία στην Ελλάδα χαρακτηρίζουμε ως 'αρπαχτή', η οποία προφανώς έχει και σκοπό να παραπλανήσει τους φίλους της φανταστικής λογοτεχνίας που με περισσή ευκολία θα παρασυρθούν ώστε να αγοράσουν ένα βιβλίο ανάλογης θεματολογίας. Αν είσαστε μέχρι 16 ετών, πιθανότατα να σας αρέσει καθώς, μέσα στην όλη του προχειρότητα, είναι ευκολοδιάβαστο, με μόλις μερικές ώρες να χρειάζονται για να το τελειώσεις. Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ένα ευχάριστο διάλειμμα ή ως μια διασκεδαστική εμπειρία η οποία όμως είναι ξεκάθαρο ότι δεν έχει να προσφέρει κάτι περισσότερο, πόσο μάλλον κάτι το καινούργιο στο είδος αυτό της λογοτεχνίας. Το ενήλικο κοινό, έχει σίγουρα πολύ καλύτερες επιλογές να κάνει.
Βαθμολογία 5/10

Ταυτότητα βιβλίου:
Συγγραφείς: Stephenie Meyer, Kim Harrison, Meg Cabot, Lauren Myracle & Michele Jaffe
Μεταφραστής: Αναστασοπούλου Καλλιόπη
Εκδόσεις: Πλατύπους
Κατηγορία: Ξένη Λογοτεχνία
Έτος Έκδοσης: 2011
Αρ. σελίδων: 288
ISBN: 978-960-6665-67-7

Posted on Κυριακή, Αυγούστου 07, 2011 by Γιώτα Παπαδημακοπούλου

15 comments

Σάββατο, Αυγούστου 06, 2011

Τετάρτη στο κέντρο της Αθήνας! Ο τόπος έβραζε κι εγώ αναρωτιόμουν τι δουλειά είχα εκεί αντί αν είμαι σπίτι μου, ξαπλωμένη στο κρεβάτι μου με το a/c στο τέρμα. Οι υποχρεώσεις όμως είναι υποχρεώσεις κι έπρεπε να συναντήσω τον Δημήτρη Θεοδόση. Λόγω του αντικειμένου μου δεν ήξερα τι ακριβώς να τον ρωτήσω, αισθανόμουν σαν χαμένη. Τελικά συναντηθήκαμε στο πολύ καλαίσθητο “Bacaro”, έναν χώρο που δεν ήξερα και πολύ χάρηκα που έμαθα. Ταίριαζε ακριβώς στην αισθητική ενός φωτογράφου. Αποχρώσεις του μαύρου, κόκκινου και χρυσού, blues και jazz ν`ακούγονται απ` τα μεγάφωνα και ιδιαίτερα καλαίσθητοι πίνακες μοντέρνας τέχνης στους τοίχους. Μια gallery στο βάθος της αυλής ολοκλήρωνε αυτή την όμορφη εικόνα και ο Δημήτρης αποδείχτηκε πολύ πιο ενδιαφέρον και προσιτός απ` όσο θα μπορούσα να προσδοκώ. Γεννημένος στο Πειραιά και όντας φωτογράφος πάνω από μια 25ετία, τα τελευταία χρόνια έχει επικεντρωθεί σε θέματα που αφορούν την κουλτούρα του δρόμου. Μετά το πρώτο του λεύκωμα με τίτλο “Τοιχοδρομίες”, επανέρχεται και με τον εκδοτικό οίκο “Οξύ” και τη συμβολή του Παυσανία Καραθανάση εκδίδουν τη συνέχεια του για την οποία και μας μίλησε.

Στο βιβλίο ασχολήθηκες κατεξοχήν με τη φωτογραφία ή και με τη συγκέντρωση πληροφοριών;

Ασχολήθηκα αποκλειστικά με τη φωτογραφία. Ό,τι πληροφορίες είχα και τις συζήτησα με τον Παυσανία ήταν βοηθητικές γιατί και οι δύο έχουμε κοινούς φίλους. Και ο Παυσανίας ασχολείται με την κουλτούρα του δρόμου από δικιά του μεριά ως κοινωνιολόγος όπως εγώ απ` τη δικιά μου ως φωτογράφος.

Πώς προέκυψε η συνεργασία με τον Παυσανία Καραθανάση;

Από τον δρόμο! Δεν γνωριζόμασταν! Γνωριστήκαμε μέσω κοινών φίλων μας καλλιτεχνών του δρόμου. Ο ένας έφερε σ` επαφή τον άλλον και καταλάβαμε ότι έχουμε κοινή αισθητική όσον αφορά το δρόμο, κοινές ανάγκες, κοινούς χώρους συνάντησης, οπότε προέκυψε αβίαστα και η συνεργασία.

Είσαι δηλαδή ανοιχτός στο να γνωρίζεις νέους ανθρώπους...

Ναι, βέβαια και να έχουν ενδιαφέρον! Πολλούς γνωρίζουμε αλλά πολλοί είναι και αυτοί που δεν μου λένε πολλά πράγματα πια. Και στη νεολαία... Δεν είμαι απ` αυτούς που λένε «α, η γενιά μου», αυτό είναι μεγάλη κουταμάρα. Υπάρχουν μεγάλα κομμάτια νεολαίας που έχουν τρομερό ενδιαφέρον. Και αυτή είναι η μαγκιά! Στο σύγχρονο αστικό τοπίο και στην πολυπλοκότητα της σύγχρονης εποχής να μπορέσεις να συνειδητοποιήσεις τι συμβαίνει και ν` αντιδράσεις. Σ`αυτά τα κομμάτια νεολαίας βρίσκομαι δίπλα και τα βοηθάω. Και ως φωτογράφος και ως πολίτης, είτε έχουν να κάνουν με το street art, είτε με το stencil.

Το Vol. 2 είναι μικρότερο σε σχέση με το Vol. 1. Το υλικό που χρησιμοποιήθηκε στην πρώτη έκδοση ήταν πληρέστερο σε σχέση με τη δεύτερη;

Η έκδοση ήταν πιο εντυπωσιακή, το υλικό ήταν ίδιο, δεν υπάρχει διαφορά. Όταν μπήκα στο “Οξύ” αποφασίσαμε με τον κύριο Χατζόπουλο να κάνουμε αυτή τη σειρά με τον τίτλο “Τοιχοδρομίες” και το πρώτο μέρος είχε να κάνει αποκλειστικά με το street art. Το δεύτερο είχε να κάνει με το stencil και το τρίτο βλέπουμε.

Δηλαδή θα υπάρξει και συνέχεια...

Ναι, θα υπάρξει και Vol. 3! Αποφασίσαμε να κάνουμε μικρά κι ευέλικτα βιβλία παρά ένα μεγάλο που θα τα είχε όλα συγκεντρωμένα και κατά συνέπεια θα ήταν πιο συμπυκνωμένο και κουραστικό. Τώρα είμαστε πιο αυτόνομοι στα θέματά μας. Υπήρχε λοιπόν το υλικό, τα βάλαμε κάτω, κάναμε έναν προγραμματισμό και αποφασίσαμε τώρα να βγάλουμε το Vol.2 και να κάνουμε το stencil.

Ουσιαστικά το stencil χρησιμοποιεί τη μέθοδο της ξεπατικοτούρας. Τόσο η θεματολογία, όσο και η δημιουργικότητα του καλλιτέχνη περιορίζονται μ`αυτό τον τρόπο;

Όχι, σημασία έχει η μήτρα, από εκεί αναπαράγονται όλα όσον αφορά το stencil. Το stencil έτσι κι αλλιώς είναι κάτι που επαναλαμβάνεται και αυτή είναι τόσο η λογική, όσο και η δύναμή του. Η δύναμη της επανάληψης! Είναι ένα μήνυμα είτε εικαστικό, είτε κοινωνικό, είτε πολιτικό το οποίο μπορεί να μπει σε πάρα πολλά σημεία της πόλης. Όποιος ασχολείται με το street art θα κάνει ένα κομμάτι, δε μπορεί να το επαναλάβει, ενώ αυτό πάει παντού. Όρεξη να έχει ο καλλιτέχνης να το πλασάρει. Ουσιαστικά ως κομμάτι και ως ιδέα, έχει σημασία τι θέλει να πει το αρχικό, από ‘κει και μετά απλώς επαναλαμβάνεται.

Υπάρχει δηλαδή πληθώρα stencil ή απλώς υπάρχουν 10 σχέδια που αναπαράγονται στους τοίχους της πόλης;

Υπάρχει πληθώρα τόσο μηνυμάτων όσο και τρόπων που αυτά εκφράζονται. Το stencil δεν είναι όπως ήταν πριν πέντε χρόνια. Με τα computers ειδικά έχει γίνει πολύπλοκο! Έχει τριχρωμίες, τετραχρωμίες, frontpage, βάθος. Είναι δύσκολο πια για έναν καλλιτέχνη! Υπάρχουν δημιουργίες που πιάνουν μεγάλη επιφάνεια τον τοίχο, οπότε μ`αυτή την έννοια έχει μεγάλο ενδιαφέρον.

Οπότε θα έχουμε εξελίξεις όσον αφορά το stencil graffiti...

Σε βεβαιώνω, γιατί βλέπω που πάει το πράγμα, το παρακολουθώ, στο μέλλον μας περιμένουν πολλές ευχάριστες εκπλήξεις όσον αφορά το street graffiti, ως προς το μέγεθος, ως προς τους όγκους που θα πιάνει στο αστικό τοπίο. Αυτό έρχεται σιγά-σιγά και στην Αθήνα και ίσως στο μέλλον τα συγκεντρώσουμε κι αυτά για μια νέα έκδοση. Στο μέλλον ο κόσμος θ` ασχολείται περισσότερο με το stencil παρά με το graffiti ή το street art που είναι κάτι ξεπερασμένο πια, ή προς το ανακάτεμα των τεχνικών αυτών. Στο Σάο Πάολο ή στο Λος Άντζελες ήδη μπορείς να δεις καλλιτέχνες που το κάνουν αυτό. Ακόμα και το Λονδίνο κυρίως το stencil γνωρίζουνε!

Τα σημεία όπου τελικά θα μπει ένα stencil είναι τυχαία ή επιλεγμένα έτσι ώστε να εξυπηρετήσουν κάποιο σκοπό;

Τίποτα δεν είναι τυχαίο! Όλα είναι επιλεγμένα! Περάσματα κόσμου που εμπνέουν τον καλλιτέχνη. Δύσκολα να δεις stencil στην Εκάλη, δεν ξέρω καν αν υπάρχει. Αντιθέτως στα Εξάρχεια θα δεις πάρα πολλά, σε σημεία μαζικών περασμάτων, σε κρυφά σημεία. Είναι και καλλιτέχνες που θέλουν να έχουν τη δική τους γωνιά, δεν θέλουν να φαίνονται. Θέλουν να τ`ανακαλύψουν μόνο οι μυημένοι.

Δηλαδή όπου μετακινείται ο κόσμος μετακινούνται και τα stencil;

Εκεί που μετακινείται η νεολαία, εκεί συνήθως πάνε και οι καλλιτέχνες γι`αυτό και θα δεις πάρα πολλά stencil στην Ερμού, στο Μοναστηράκι, στου Ψειρή και τώρα τελευταία στον Κεραμικό.

Ένα μάτι πρέπει να είναι έμπειρο για να μπορέσει να εντοπίσει τα stencil στους τοίχους και να τα χαρακτηρίσει;

Αυτός είναι ο ρόλος μας! Ο ρόλος του φωτογράφου και του τύπου! Να βοηθήσουν το κοινό να παρατηρεί την πόλη. Ο μέσος Αθηναίος, μιας και μιλάμε για την πόλη μας, δεν παρατηρεί. Τρέχουν όλα γύρω μας τόσο γρήγορα, είναι τέτοιος ο τρόπος ζωής μας και το ‘χω παρατηρήσει σε κόσμο που συζητάω. Όσο επιφανειακά ζούνε, τόσο επιφανειακά κοιτάνε και γύρω τους, χάνοντας έτσι την πραγματική ουσία των πραγμάτων. Εμείς από την άλλη μεριά, θέλουμε να βάλουμε τον κόσμο σ`αυτή τη λογική, να μπορεί να παρατηρεί ακόμα και λεπτομέρειες που για μας είναι σημαντικές.

Κάποια stencil είναι καθαρά εικαστικά, δεν μεταφέρουν κάποιο μήνυμα με λέξεις αλλά με εικόνα. Είναι το ίδιο εύκολο να εντοπιστούν εν συγκρίσει με αυτά που συνοδεύονται από κάποια λεζάντα;

Είναι πιο εύκολο! Η σύγχρονη αντίληψη της κοινωνίας μας είναι η εικόνα. Εικόνα μετράει κυρίως, άρα ταstencil με εικόνες είναι πιο εύκολο να τα δει κανείς και να του κάνουν εντύπωση. Από την άλλη όμως υπάρχει κόσμος που παρατηρεί κι άλλα πράγματα. Έχει να κάνει με την εκπαίδευση! Είναι δύσκολο στην αρχή, αν όμως βοηθήσει το βιβλίο και οι παρουσιάσεις του θ` αλλάξει η νοοτροπία γύρω απ` αυτό. Ήδη έχει αρχίσει ν` αλλάζει! Πριν 2 χρόνια κανείς δεν ήξερε τι είναι το stencil. Τώρα πια έχει γίνει παγκόσμιο φαινόμενο, έχουν αρχίσει να κατανοούν τον όρο και να παρατηρούνε.

Αυτό το φαινόμενο είναι πιο έντονο στο εξωτερικό όμως απ` ότι στην Ελλάδα...

Στο εξωτερικό είναι πιο έντονο γιατί εκεί οι άνθρωποι δεν είναι τόσο εγωκεντρικοί όσο εδώ. Έχουν ανάγκη να βγουν στον δρόμο! Στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια έχουμε αρχίσει να δεχόμαστε τους καλλιτέχνες του δρόμου. Συμβαίνουν πολλά πράγματα στο δρόμο που είτε δεν τα ξέραμε, είτε δεν τα παρατηρούσαμε πριν κάποια χρόνια.

Η τεχνική του stencil graffiti συναντάται κατεξοχήν σε μεγάλες αστικές πόλεις. Γιατί πιστεύεις ότι δεν συμβαίνει, τουλάχιστον σε τόσο μεγάλη έκταση, και σε μικρότερες πόλεις;

Συμβαίνει! Στα Χανιά που ήμουν τελευταία για μια έκθεση είδα εξαιρετικής ποιότητας stencil. Στο Βόλο, στη Ζάκυνθο απ` όπου κατάγομαι, απλώς είναι πιο μεμονωμένα περιστατικά. Εδώ στη Αθήνα συμβαίνουν όλα!

Δηλαδή έχει αρχίσει να επεκτείνεται...

Ναι, οι αποστάσεις των μητροπόλεων και των πόλεων είναι πια τόσο μικρές, δεν είναι όπως παλιά. Η τεχνολογία, το internet, ο τρόπος ζωής βοηθάει τα πάντα να πάνε κοντά πιο γρήγορα.

Τα New York style graffiti συνήθως συνοδεύονται από τη μυστική υπογραφή του καλλιτέχνη, γνωστή μόνο σ` όσους είναι μυημένοι. Στο stencil αυτό απουσιάζει. Μήπως μ`αυτό τον τρόπο χάνεται στον κύκλο τους η ταυτότητα του δημιουργού;

Ελάχιστοι καλλιτέχνες του stencil στην Ελλάδα υπογράφουνε. Κανά-δυο τυχαίνει να είναι και φίλοι μου. Αυτού που κάνουν κυρίως stencil δεν τους ενδιαφέρει αυτό, δεν τους ενδιαφέρει να μπει μια υπογραφή. Τουλάχιστον τους πιο συνειδητοποιημένους τους ενδιαφέρει να πάει παντού το μήνυμά τους.

Οι νέοι που ασχολούνται με το graffiti, σε όλες του τις εκτάσεις, το κάνουν από άποψη, για να υπερασπίσουν τα ιδανικά τους ή απλά για να ενοχλήσουν;

Δε μπορώ να μιλήσω για όλους, θα ήταν κι άδικο! Δεν υπάρχει μια ενιαία φιλοσοφία. Το κοινό τους στοιχείο είναι η ανάγκη τους να βγουν στο δρόμο. Υπάρχουν διαφορές! Άλλοι δρουν εικαστικά, άλλοι εγωιστικά, άλλοι ανταγωνιστικά θέλοντας να προβάλουν το εγώ τους. Είναι πολλοί οι λόγοι που ένας νέος θα βγει για να δημιουργήσει στο δρόμο. Όπως και στη μουσική! Είναι θέμα ανάδειξης, κοινωνικής υπέροχής στο χώρο σου. Η νεολαία είναι παντού η ίδια και όλες οι τάσεις είναι μέσα. Η κάθε ομάδα ανήκει και σε άλλο χώρο.

Σε ρωτάω γιατί ο περισσότερος κόσμος τους θεωρεί αναρχικά στοιχεία που το μόνο που κάνουν είναι να καταστρέφουν περιουσίες στο όνομα της τέχνης που πρεσβεύουν.

Δεν εξωραΐζω όλες τις καταστάσεις. Ομάδες νεολαίας που θέλουν να προβάλλουν το εγώ τους μέσα από τον δρόμο και τον τοίχο συνήθως είναι ασυνείδητοι, δεν έχουν κριτήριο για το τι κάνουν και που. Τα άτομα που είναι πιο συνειδητά κι έχουν πονέσει για τον δρόμο ξέρουν τι και που θα το κάνουν. Έχουν αισθητικό κριτήριο! Έτσι κι αλλιώς πάντα και παντού υπάρχει στη νεολαία η διάθεση του βανδαλισμού και της αυτοκαταστροφής και ειδικά στις κεντρικέ μητροπόλεις. Αυτό δεν μπορείς να το παραβλέψεις, εμένα όμως με ενδιαφέρει το δημιουργικό κομμάτι. Οι καλλιτέχνες που θέλουν να εκφραστούν μέσω των τοίχων και της πόλης.

Ο περισσότερος κόσμος ό,τι δει γραμμένο σ` έναν τοίχο το θεωρεί graffiti. Συνθήματα πάντως είδους μπορούν να μπουν σ` αυτή την κατηγορία;

Όχι, δε συμβαίνει κάτι τέτοιο! Το σύνθημα υπάρχει ως λέξη από παλιά. Οι τοίχοι ήταν πάντα αντικείμενα μηνυμάτων. Το graffiti έχει κατοχυρωθεί ως ορολογία και σιγά-σιγά ο κόσμος θα μπορεί να τα ξεχωρίσει.

Αυτή τη στιγμή ετοιμάζεις κάποια καινούργια δουλειά;

Αυτή τη στιγμή μ` ενδιαφέρει η προώθηση του βιβλίου κάνοντας παράλληλα σχέδια για το Volume 3. Οργανώνω για το φθινόπωρο κανά-δυο εκθέσεις φωτογραφίας σχετικές με το street art, με πιο πλούσιο υλικό απ` ότι στο βιβλίο. Υπάρχουν ιδέες συνέχεια!

Σ`όλη την διάρκεια της καριέρας σου η ταξιδιωτική φωτογραφία είχε εξέχουσα θέση. Εκεί βρίσκεται η αδυναμία σου ως φωτογράφος;

Παλιά ναι! Κοίτα... δεν θεωρώ τον εαυτό μου τουρίστα όπου πάω αλλά ταξιδευτή, οπότε όταν ταξιδεύεις κάπου κι έχεις μάθει στην ψυχολογία του δρόμου ψάχνεις και γι`άλλα πράγματα. Συνήθως μπλέκομαι με τον κόσμο όπου πάω και αυτό φαίνεται και στην φωτογραφία μου.

Δηλαδή είναι ένα είδος που έχεις αφήσει πίσω;

Όχι, δεν αφήνω κανένα είδος πίσω, απλώς έχει γίνει δευτερεύον. Από το 2002 κυρίως και μετά και ενόψει των Ολυμπιακών αγώνων άρχισε κυρίως να με απασχολεί το αστικό τοπίο της Αθήνας και μέσα από αυτό άρχισα να παρατηρώ πάλι πιο έντονα την πόλη που την είχα εγκαταλείψει.

Υπάρχει κάποια δουλειά που έχεις κάνει σήμερα και να ξεχωρίζεις;

Αυτή η δουλειά που ουσιαστικά ήταν το αποκορύφωμα της ενασχόλησής μου με το δρόμο ήταν η έκθεση “Όλα είναι δρόμος” που ήταν φωτογραφία μαζί με κολάζ και ήταν κάτι που έκανε εντύπωση κι άρεσε πολύ στον κόσμο.

Παρακολουθείς κινηματογράφο;

Οπωσδήποτε παρακολουθώ κινηματογράφο. Είναι η πιο κοντινή τέχνη προς την φωτογραφία εξάλλου.

Έχεις προτίμηση σε κάποιο συγκεκριμένο είδος ταινιών;

Δεν υπάρχει ένα συγκεκριμένο είδος ταινιών που προτιμώ. Το θέμα και οι συντελεστές της ταινίας είναι τα βασικά μου κριτήρια.

Υπάρχουν καλλιτέχνες που να επηρέασαν τη δουλειά σου ως φωτογράφο και για πιο λόγο;

Χαρακτηριστικοί καλλιτέχνες που με επηρέασαν είναι ο Αϊζενστάιν, ο Μπάστερ Κίτον, ο Βισκόντι, ο Γούντι Άλεν, ο Αλμοδοβάρ και ο Τζάρμους. Ο βασικός λόγος είναι ότι ήταν πιο μπροστά από την εποχή τους και άνοιγαν νέους δρόμους.

Τα τελευταία χρόνια βγαίνουν μεγάλες ντοκιμενταρίστικες παραγωγές στις κινηματογραφικές αίθουσες. Πιστεύεις πως θα μπορούσε να υπάρξει μια παρόμοια παραγωγή σχετικά με το Graffiti;

Έχω δει street artists να καταγράφουν την εξέλιξη της δουλειάς τους με camera προσθέτοντας και στοιχεία από το αστικό τοπίο. Τα θεωρώ μικρά ντοκιμαντέρ.

Αν μπορούσες, ποια θα ήταν η χώρα εκείνη που θα επέλεγες ως σκηνικό για μια παραγωγή σαν αυτή;

Η Αθήνα νομίζω ότι στην εποχή μας προσφέρεται σαν σκηνικό για μια ταινία που αφορά το street art. Πάντως αν ήταν στο χέρι μου θα επέλεγα για τον σκοπό αυτό το Σάο Πάολο της Βραζιλίας, άτυπη πρωτεύουσα του street art εδώ και μερικά χρόνια.

(Η συνέντευξη έγινε από 'μένα για λογαριασμό του cine.gr και πρωτοδημοσιεύτηκε στο site στις 22/07/2008. Ανασχεδιάζοντας το blog μου διαπίστωσα ότι δεν την είχα μοιραστεί μαζί σας όμως, κάλλιο αργά παρά ποτέ)

Posted on Σάββατο, Αυγούστου 06, 2011 by Γιώτα Παπαδημακοπούλου

2 comments

Παρασκευή, Αυγούστου 05, 2011

Ήταν ένα ζεστό Δευτεριάτικο απόγευμα και στο δρόμο σκεφτόμουν τι τύπος να είναι ο Αχιλλέας. Η απορία μου λύθηκε με το που άνοιξε την πόρτα και πολύ περισσότερο μετά την κουβέντα μας. Ο ίδιος νέος, γοητευτικός, πνευματώδης και πολλά υποσχόμενος. Τον ίδιο αέρα αποπνέει και το σπίτι του, κάπου στο κέντρο της Αθήνας. Ζεστό, με ιδιαίτερα ελκυστική αισθητική όπου το βλέμμα σου δε μπορεί να ξεφύγει από τις αφίσες ταινιών στους τοίχους κι απ’ τα πολλά βιβλία και βιντεοκασέτες στη βιβλιοθήκη. Σπούδασε Οικονομικά και Πολιτικές Επιστήμες αλλά τελικά η συγγραφή ήταν αυτό που τον κέρδισε. Ευτυχώς για ‘μας τους αναγνώστες. Αυτός ο πολλά υποσχόμενος νέος λοιπόν, που σε λίγο κλείνει την τρίτη δεκαετία της ζωής του, δέχτηκε και μίλησε στο cine.gr, τόσο για το νέο του βιβλίο, “Ο Θησαυρός” που κυκλοφορεί απ’ τις εκδόσεις “Οξύ”, όσο και για τον ίδιο.

Αχιλλέα, αυτό που μου έκανε εντύπωση διαβάζοντας το βιογραφικό σου, είναι ότι ακολούθησες έναν κλάδο σπουδών που δεν έχει καμία σχέση με τη λογοτεχνία. Είχες από μικρός του μικρόβιο της συγγραφής ή σου προέκυψε στην πορεία;

Όχι, δεν το είχα από μικρός. Δεν θυμάμαι να έγραφα ποτέ πέραν αυτών που έπρεπε για το σχολείο. Ξεκίνησα να γράφω όταν άρχισα τις σπουδές, σαν χόμπι στην αρχή. Δεν το είχα σκεφτεί τότε επαγγελματικά, αλλά όπως λένε, “τρώγοντας έρχεται η όρεξη” και χωρίς να το καταλάβω οι σπουδές άρχισαν να υποσκελίζονται. Το πρώτο πτυχίο, αυτό των Οικονομικών, δεν με ενδιέφερε πολύ. Μετά, όταν ξεκίνησα Πολιτικές Επιστήμες που ήταν και πιο θεωρητικό, η συγγραφή συμπληρωνόταν. Άνοιγε περισσότερο το μυαλό, από κάποια βιβλία, κάποιες ιδέες και θεωρίες κι έτσι λειτούργησαν σαν συγκοινωνούντα δοχεία. Κατά συνέπεια, οι συγκεκριμένες σπουδές, άρχισαν να βοηθάνε πολύ την εξέλιξή μου ως συγγραφέα.

Δηλαδή αν μπορούσες να γυρίσεις το χρόνο πίσω θα είχες προσανατολιστεί απευθείας στη θεωρητική κατεύθυνση κι αν ναι, με τι θα ήθελες ν’ ασχοληθείς;

Ναι, δεν θα είχα ασχοληθεί καθόλου με τα Οικονομικά. Και πάλι θα με ενδιέφεραν οι Πολιτικές Επιστήμες, Ιστορία και ίσως Φιλοσοφία, αν κι από κάποιο σημείο και μετά είναι πάρα πολύ περίπλοκη και δεν ξέρω αν θα το άντεχα.

“Ο Θησαυρός” είναι το πρώτο σου βιβλίο. Πώς γεννήθηκε η ιδέα;

Η ιδέα γεννήθηκε από μια συνιστώσα ιδεών, όσον αφορά την πλοκή πρώτα απ’ όλα. Είχα κάποιες ιδέες, σαν στιγμιότυπα, που απλά τις σκεφτόμουν πριν αρχίσω να το γράφω και πάλι όσον αφορά την πλοκή και τη δραματουργία. Όλα αυτά τα συναρμολόγησα, έτσι ώστε να υπάρχει μια εξέλιξη και να είναι αυτή η απάτη που περιγράφεται όσο το δυνατόν πιο άρτια και καλοστημένη. Όσον αφορά την κεντρική ιδέα, νομίζω πως ήταν κάτι που με απασχολούσε ενστικτωδώς, χωρίς να είναι συγκεκριμένη μέσα μου. Ο καταναλωτισμός, η απόσυρση κατά μία έννοια έπειτα από κάποια ηλικία απ’ τις φιλοδοξίες, τα όνειρα, απ’ την αθωότητα που είχαμε πιο μικροί. Όλα αυτά βέβαια, ήταν μέσα μου, περισσότερο άναρθρα, δεν είχαν συγκεκριμενοποιηθεί και μέσα απ΄ την πλοκή άρχισαν ν’ αναπτύσσονται και να πηγαίνουν παράλληλα. Υπήρχε δηλαδή η πλοκή η οποία προχωρούσε το βιβλίο, του έδινε κάποιο ενδιαφέρον που κράταγε εμένα ως συγγραφέα κι αργότερα τον αναγνώστη και μετά υπήρξαν οι άξονες και η θεωρητική ιδέα που άρχισαν να συγκεκριμενοποιούνται μέσα απ’ την πλοκή.

Υπήρξε κάποιος που σε “έσπρωξε” να εκδόσεις το βιβλίο ή το αποφάσισες αυθαίρετα;

Όχι, την πήρα αυθαίρετα και μπορώ να σου πω πως οι αρχικές απόπειρες ήταν πολύ αποκαρδιωτικές. Στην Ελλάδα υπάρχει ένας αρκετά κλειστός κύκλος, όσον αφορά τις εκδόσεις. Ένα καθεστώς, αν μπορούσα να το χαρακτηρίσω, πελατειακό, συντεχνιακό. Αυτό δεν ισχύει μόνο για μένα, αλλά για τον οποιονδήποτε θέλει να περάσει από το στάδιο του χόμπι και κάποιων προσωπικών εξομολογήσεων στην έκθεση προς το κοινό και τη δημοσίευση. Πρέπει να υπερβεί όλα αυτά τα εμπόδια, να παλέψει και να το δει ως μέρος του παιχνιδιού.

Δεν σε πήρε όμως από κάτω...

Το καλό ήταν αυτό. Όσο πιο αποκαρδιωτικές ήταν οι προσπάθειες, τόσο περισσότερο πείσμωνα, οπότε στο τέλος είπα ότι δεν υπάρχει περίπτωση να μην τα καταφέρω.

Τα ονόματα και οι προσωπικότητες των πρωταγωνιστών, είναι επηρεασμένα από οικεία προς εσένα πρόσωπα ή τυχαία;

Θα έλεγα ότι μάλλον είναι τυχαία, πέραν του πρωταγωνιστή, που ως έναν βαθμό κι όχι ως προς την ολότητα, υπάρχουν κάποια αυτοβιογραφικά στοιχεία. Κυρίως αυτό μ’ ενδιέφερε, μια ψυχανάλυση του πρωταγωνιστή. Από ‘κει και πέρα μπαίνουν οι υπόλοιποι ήρωες που τον βοηθάνε στο να κάνει αυτή την ψυχανάλυση.

Οπότε απαντάς και σ’ αυτό που ήθελα να σε ρωτήσω στη συνέχεια. Η ιστορία έχει έναν ιδιαίτερα ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα. Μια ανάλυση της κάθε προσωπικότητας και γιατί οδηγήθηκε εκεί που οδηγήθηκε. Απ’ αυτά που μου είπες μέχρι στιγμής να φανταστώ ότι ο ήρωας με τον οποίο είσαι πιο δεμένος είναι ο Χάρης.

Ναι, έτσι όπως το ξανασκέφτομαι αυτή τη στιγμή δε θα μπορούσα να φανταστώ κάποιον άλλο. Πολλές φορές μάλιστα, έβαζα και τον εαυτό μου μέσα στην ιστορία. Προσπαθούσα, αυτός ο φανταστικός ήρωας, όταν θ’ αποκτούσε σάρκα και οστά, να τον φαντάζομαι σαν τον εαυτό μου.

Η Ράνια αποτελεί εκείνο τον τύπο γυναίκας που θα μπορούσε να σε προσελκύσει;

Ναι, η Ράνια αποτελεί εκείνο τον τύπο της γυναίκας που θα μπορούσε να με προσελκύσει.

Έχει υπάρξει στη ζωή σου εκείνη η γυναίκα, που όχι απαραίτητα να σε οδήγησε σε ανάλογες ακρότητες, αλλά να σε προσέγγισε μ’ έναν τρόπο ιδιαίτερο, έτσι ώστε να νιώθεις υποχείριό της;

Όχι, απ’ αυτή την άποψη όχι. Μ’ έναν άλλο ιδιαίτερο τρόπο έχει υπάρξει, αλλά με τον τρόπο που περιγράφεται η Ράνια και ο χαρακτήρας της, όχι ακόμα. Περιμένω... Ελπίζω να επιβεβαιωθεί και το βιβλίο ν’ αποδειχτεί προφητικό.

Σου αρέσουν δηλαδή οι ακρότητες...

Ναι, μου αρέσουν! Οι ακρότητες... Μ’ αρέσει να δοκιμάζουμε τα όριά μας, όποια κι αν είναι αυτά.

Οι ήρωές σου οδηγούνται στα άκρα. Πιστεύεις ότι τα άκρα μπορούν να οριοθετηθούν κι αν ναι τα δικά σου μέχρι που φτάνουν;

Είναι δύσκολο να τα οριοθετήσουμε. Το ταβάνι ουσιαστικά το βάζουμε εμείς και τα δικά μου άκρα φτάνουν μέχρι εκεί που φτάνει το ταβάνι μου. Ίσως από άμυνα, ίσως από όφελος, ίσως από βόλεμα, ο καθένας βάζει το δικό του κι αυτό είναι επιλογή του.

Ο Χάρης ξεκινάει την αφήγησή του ισχυριζόμενος ότι ο άνθρωπος δε μπορεί να επηρεάσει το πεπρωμένο του, πως όλα στη ζωή είναι μια σειρά συμπτώσεων. Εσύ, ως Αχιλλέας, τι πιστεύεις;

Ότι η πραγματικότητα βρίσκεται κάπου ενδιάμεσα. Βρίσκεται ανάμεσα στο πεπρωμένο, που σίγουρα υπάρχει, κάποια πράγματα δε μπορούμε να τ’ αποφύγουμε κι απ’ την άλλη βρίσκεται η προσωπική επιλογή. Ναι, ίσως κάποια πράγματα να μη μπορούμε να τ’ αλλάξουμε, πρέπει να τα υποστούμε. Από ‘κει και πέρα, έχουμε τη δυνατότητα να κάνουμε κάποια πράγματα και να επηρεάσουμε τις καταστάσεις υπέρ μας. Δεν είναι όλα προδιαγεγραμμένα κι αυτό είναι το στοίχημα που βάζει η Ράνια στον Χάρη.

Στο βιβλίο σου περιγράφεις 2 κόσμους. Αυτών που βρίσκονται στο ρετιρέ και θέλουν να πηδήξουν κι αυτών που βρίσκονται στο ισόγειο κι απεγνωσμένα προσπαθούν ν’ ανέβουν για να βρουν την ευτυχία, με ότι συνεπάγεται αυτό. Δεν πιστεύεις πως υπάρχει και μια μεσαία τάξη; 

Όχι, πιστεύω πως υπάρχει μεσαία τάξη, απλώς υπάρχει ένα στερεότυπο για το πως πρέπει να είναι το ρετιρέ. Οι περισσότεροι προσπαθούν ν’ ανέβουν, ίσως από αυτοσκοπό, ίσως γιατί θέλουν να προσεγγίσουν αυτό το στερεότυπο, το οποίο τελικά δεν ανταποκρίνεται σ’ αυτό που πραγματικά θέλουν. Το κάνουν περισσότερο από κοινωνική υποχρέωση. Η μεσαία τάξη πιέζεται πολύ να πετύχει, έστω κι αν ρεαλιστικά δεν υπάρχουν οι προοπτικές. Πάντα υπάρχει αυτή η φαντασίωση κι αυτός ο φθόνος αν θες προς αυτούς που βρίσκονται ψηλότερα κι αυτό το μίσος προς αυτούς που βρίσκονται χαμηλότερα. Η μεσαία τάξη αντιμετωπίζεται από το ρετιρέ όπως και το ισόγειο.

Αν επέλεγες, σε ποια τάξη θα ήθελες ν’ ανήκεις;

Δε μπορώ να πω. Σίγουρα δεν έζησα ποτέ στο ισόγειο. Ούτε στο ρετιρέ νομίζω ότι βρέθηκα ποτέ. Για να μπορείς να κρίνεις κάτι πρέπει να το έχεις βιώσει. Νομίζω ότι το ρετιρέ προκαλεί ίλιγγο γιατί δεν υπάρχουν στόχοι, δεν υπάρχουν άλλα σκαλιά ν’ ανέβεις. Αν δεν συμβιβαστείς μ’ αυτό από ‘κει και μετά υπάρχει μόνο η κάθοδος.

Η κινητήρια δύναμη του Χάρη σ’ αυτή την ιστορία είναι η αγάπη, έτσι τουλάχιστον όπως την βλέπει εκείνος. Τι σημαίνει αγάπη για ‘σένα;

Δεν ξέρω τι είναι η αγάπη. Δε μπορώ να την ορίσω, ούτε να την αρθρώσω. Προσωπικά προτιμώ να με ρωτήσεις για την αγάπη με την έννοια του ενθουσιασμού. Αγαπάω τον ενθουσιασμό που μπορεί να σου προκαλέσει οτιδήποτε.

Ο ενθουσιασμός όμως μπορεί να σε οδηγήσει στην αυτοκαταστροφή...

Το προτιμώ! Προτιμώ να έχεις γνωρίσει κάτι και να το έχεις ολοκληρώσει έστω κι αν πρέπει να πληρώσεις ένα τίμημα, παρά να ορίζεις και να βιώνεις την αγάπη με τον τρόπο αυτό που σου εμπνέει νωθρά συναισθήματα. Αυτό βέβαια είναι επιλογή του καθενός.

Πιστεύεις τελικά ότι ο καθένας παίρνει στο τέλος αυτό που του αξίζει;

Αυτό είναι δύσκολο να το απαντήσω. Θα έπρεπε να είναι έτσι. Πιστεύω ότι πάρα πολλοί άνθρωποι δεν έχουν πάρει αυτό που τους αξίζει. Πρέπει όμως να πιστεύεις σε κάτι. Αν το θες πολύ οι πιθανότητες να το πάρεις είναι μεγαλύτερες.

Οι ήρωές σου στο τέλος οδηγούνται στο τέλος ο καθένας σε κάποια συγκεκριμένη κατάσταση. Ήταν αυτό που τους άξιζε;

Νομίζω ναι! Μέσα απ΄ το βιβλίο αυτό θέλω να δείξω, ότι ο καθένας παίρνει αυτό που του αξίζει. Ότι στο τέλος υπάρχει μια δικαιοσύνη προς όλους, με την έννοια ότι πήραν αυτό για το οποίο παζάρεψαν. Ακόμα κι ο ήρωας θα ήταν αδικία να πάρει κάτι περισσότερο και κάνοντας στο τέλος την αυτοκριτική του το παραδέχεται κι ο ίδιος. Πολλές φορές είναι καλή η ήττα. Αν δεν προσπαθούμε αρκετά για κάτι ή αν δεν πιστεύουμε αρκετά σ’ αυτό και στο τέλος το χάσουμε είναι καλό.

Ακόμα και η Ράνια παίρνει ότι της αξίζει;

Για ‘μένα η Ράνια έχει πάρει πάρα πολλά. Πέραν των υλικών έχει καταφέρει να βάλει τον καθένα στη θέση του. Αυτή είναι που ρυθμίζει την ιστορία και κερδίζει αυτό ακριβώς για το οποίο παζάρεψε. Την ικανοποίηση!

Τώρα που πλέον το βιβλίο σου έχει δημοσιευτεί, υπήρχε κάτι που θα άλλαζες;

Δε μπορώ να στο απαντήσω τώρα γιατί έχω χάσει την επαφή με το συγκεκριμένο βιβλίο εδώ και περίπου ένα χρόνο που ολοκληρώθηκε. Από τότε δεν τ ξαναδιάβασα. Σίγουρα υπήρχαν περιθώρια βελτίωσης, γιατί δεν έχουν εξαντληθεί, αν το δούλευα ή το σκεφτόμουνα περισσότερο. Από ΄κει και πέρα πρέπει να βάζουμε χρονοδιαγράμματα. Ένα βιβλίο πρέπει να γράφετε όσο ακόμα η ιδέα είναι ζεστή. Αν το τραβήξεις για μεγαλύτερο διάστημα απ’ όσο πρέπει, χάνεις τον ενθουσιασμό και το νόημά του. Θα ήταν εκτός πνεύματος αν το συνέχιζα περισσότερο. Νομίζω ότι το σταμάτησα όταν έπρεπε, με τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματά του. Η ιδέα είχε εξαντληθεί για αν την ξεχειλώσω. Είναι μεγάλη και η πνευματική εξάντληση.

Την Κυριακή 18/05/2008 είχες την πρώτη σου επαφή με τους αναγνώστες στην Έκθεση Βιβλίου της Διονυσίου Αρεοπαγίτου. Πώς σου φάνηκε σαν εμπειρία;

Δεν ξέρω πως να την περιγράψω. Κατά κάποιον τρόπο ήμουν αρκετά αποστασιοποιημένος. Είναι κάτι που φαντάζομαι θα το συνηθίσω. Δε μπορώ να πω ότι μου άρεσε ή δε μου άρεσε. Η ουσιαστική επαφή με τον αναγνώστη γίνεται με το διάβασμα.

Υπάρχουν κάποιοι συγγραφείς που θα ήθελες να συναντήσεις από κοντά;

Υπάρχουν κάποιοι που μου κέντρισαν το ενδιαφέρον, απ’ τους οποίους επηρεάστηκα και ταυτίστηκα. Κάποιον ξένο δε θα μπορούσα να σου πω καθώς θεωρώ ότι το να δεις κάποιον Έλληνα είναι πιο ρεαλιστικό. Απ’ αυτούς που δεν έχω γνωρίσει και θα ήθελα είναι ο Τατσόπουλος του οποίου έχω ξεχωρίσει το “Παυσίπονο” κι ο Χωμενίδης.

Αυτή την περίοδο ετοιμάζεις κάτι καινούργιο;

Όταν βάζεις κάποιο στόχο και τον πραγματοποιείς, μετά κάπως εφησυχάζεις, ενώ μπορείς να το εκμεταλλευτείς προς όφελός σου. Αυτή τη στιγμή πάντως βρίσκομαι σε περίοδο ανάπαυλας.

(Η συνέντευξη έγινε από 'μένα για λογαριασμό του cine.gr και πρωτοδημοσιεύτηκε στο site στις 31/05/2008. Ανασχεδιάζοντας το blog μου διαπίστωσα ότι δεν την είχα μοιραστεί μαζί σας όμως, κάλλιο αργά παρά ποτέ)

Posted on Παρασκευή, Αυγούστου 05, 2011 by Γιώτα Παπαδημακοπούλου

1 comment

Πέμπτη, Αυγούστου 04, 2011

Συνοπτική περίληψη του βιβλίου:
Ο Θανάσιμος Πόλεμος έχει τελειώσει, και η Κλέρι Φρέι έχει επιστρέψει στο σπίτι της στη Νέα Υόρκη, ενθουσιασμένη με όλες τις δυνατότητες που ανοίγονται μπροστά της.
Εκπαιδεύεται για να γίνει Κυνηγός των Σκιών και να χρησιμοποιεί τη μοναδική της δύναμη. Η μητέρα της παντρεύεται τον έρωτα της ζωής της. Τα Πλάσματα του Σκότους και οι Κυνηγοί των Σκιών ζουν επιτέλους ειρηνικά. Και -το πιο σημαντικό απ' όλα- η Κλέρι μπορεί επιτέλους να αποκαλεί τον Τζέις αγόρι της.
Όμως όλα έχουν ένα τίμημα.
Κάποιος δολοφονεί τους Κυνηγούς που ανήκαν στον Κύκλο του Βάλενταϊν, προκαλώντας εντάσεις μεταξύ των Πλασμάτων του Σκότους και των Κυνηγών των Σκιών που μπορεί να οδηγήσουν σε ένα δεύτερο αιματηρό πόλεμο.
Ο καλύτερος φίλος της Κλέρι, ο Σάιμον, δεν μπορεί να τη βοηθήσει. Η μητέρα του μόλις ανακάλυψε πως είναι βρικόλακας και τώρα είναι άστεγος. Όπου κι αν στραφεί, κάποιος τον θέλει με το δικό του μέρος -μαζί με τη δύναμη της κατάρας που καταστρέφει τη ζωή του. Και είναι όλοι πρόθυμοι να κάνουν οτιδήποτε για να αποκτήσουν αυτό που θέλουν. Την ίδια στιγμή, βγαίνει με δύο πανέμορφες, επικίνδυνες κοπέλες -καμία από τις οποίες δεν γνωρίζει για την άλλη.
Όταν ο Τζέις αρχίζει να απομακρύνεται από την Κλέρι χωρίς να της δώσει εξηγήσεις, η Κλέρι υποχρεώνεται να ανασκαλέψει την καρδιά ενός μυστηρίου, η διαλεύκανση του οποίου θα αποκαλύψει το χειρότερό της εφιάλτη.
Η ίδια έχει θέσει σε λειτουργία μια τρομερή αλυσίδα γεγονότων που μπορεί να την οδηγήσει στο να χάσει όλα όσα αγαπάει. Συμπεριλαμβανομένου και του Τζέις.

Προσωπική άποψη:
Η αλήθεια είναι πως όταν έμαθα ότι η τριλογία της Cassandra Clare δεν θα τελείωνε εκεί, όπως ήταν το αρχικό πλάνο, αλλά, ότι θα συνεχιζόταν με μια ακόμα τριλογία, κάπου μέσα μου γεννήθηκε μια παράξενη ανησυχία. Αναρωτιόμουνα πως θα μπορούσε η συγγραφέας να συνεχίσει με αληθοφάνεια μια ιστορία στην οποία η ίδια είχε δώσει τέλος με το τρίτο της κατά σειρά βιβλίο. Ξεκινώντας λοιπόν να διαβάζω την "Πόλη Των Έκπτωτων Αγγέλων", η ανησυχία αυτή διαλύθηκε, από τις πρώτες κι όλας σελίδες αφού έγινε ξεκάθαρο πως πρόθεσή της δεν ήταν να ξεχειλώσει την ιστορία με την οποία μας συστήθηκε αλλά, να κρατήσει τα στοιχεία της εκείνα που ήταν απαραίτητα έτσι ώστε να οδηγήσει τους πρωταγωνιστές της σε μια νέα σειρά περιπετειών οι οποίες δεν θα αποτελούσαν συνέχεια των προηγούμενων αλλά, μια βάση πάνω στην οποία θα μπορούσε να χτιστεί μια καινούργια.

Έχουν περάσει μόλις έξι εβδομάδες από τα γεγονότα του προηγούμενου βιβλίου, με το σημαντικότερο όλων, τον θάνατο του Βάλενταϊν, ο οποίος και οδήγησε σε μια νέα εποχή συμμαχίας και ενότητας ανάμεσα στους Κυνηγούς και τα Πλάσματα του Σκότους. Είναι ξεκάθαρο όμως πως κάποιος δεν είναι καθόλου ευχαριστημένος από την υπάρχουσα κατάσταση και μέσω μιας σειράς δολοφονιών αλλά και της δημιουργίας ανθρώπινων μωρών με δαιμονικά χαρακτηριστικά, προσπαθεί να προκαλέσει ρήξη ανάμεσα στα διαφορετικά αυτά στρατόπεδα επιδιώκοντας την διάσπασή τους και γιατί όχι, την αρχή ενός νέου κύκλου αίματος και χάους. Η δύναμη της εξουσίας είναι κάτι που δύσκολα μπορεί να αντισταθεί κάποιος, πόσο μάλλον όταν το δαιμονικό στοιχείο, σε όποια του μορφή, κατοικεί μέσα τους και όταν μιλάμε για έναν κόσμο μεταφυσικού, πολλοί μπορούν να είναι εκείνοι που θα την διεκδικήσουν.

Φυσικά, μέσα σε όλον αυτό τον χαμό υπάρχει η Κλέρι, η οποία και έχει ξεκινήσει την κυνηγετική της εκπαίδευση αλλά και ο Τζέις. Τώρα που είναι πλέον γνωστό και αποδεδειγμένο ότι δεν συνδέονται με δεσμό αίματος, θα περίμενε κανείς τα πράγματα στην προσωπική τους σχέση να κυλάνε ομαλά. Όμως η πραγματικότητα είναι πολλή διαφορετική. Η Κλέρι είναι κυριευμένη από την ανασφάλεια, αίσθημα που πηγάζει από την συμπεριφορά του Τζέις απέναντί της. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι την αγαπάει ωστόσο, ο θάνατος του Βάλενταϊν δεν αποδείχτηκε αρκετός για να διώξει μακριά τους προσωπικούς δαίμονες, οι οποίοι μοιάζουν να επιστρέφουν και να χτυπάνε πιο δυνατά από κάθε άλλη φορά. Αποτρόπαια όνειρα ταράσσουν τον ύπνο και την ψυχή του ενώ βαθιά μέσα του ελοχεύει ο φόβος πως, όποιο αίμα και αν κυλάει στις φλέβες του, εκείνος θα είναι πάντα ο γιος του σατανικού εκείνου και άρρωστου ανθρώπου που τον δίδαξε και τον γαλούχησε με την ιδέα πως ότι αγαπάμε πρέπει και να το καταστρέφουμε. Προσπαθώντας να ανακαλύψει ποιος πραγματικά είναι, αλλά και να προστατέψει την Κλέρι, απομακρύνεται από κοντά της για ακόμα μια φορά.

Το πιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό αυτή τη φορά όσον αφορά την ιστορία είναι το γεγονός ότι η Clare δεν στέκεται κατά κύριο λόγο στο ερωτικό και προσωπικό δράμα των δύο νέων αλλά, στο δράμα που ζει ο κάθε ήρωας της ιστορίας της. Με αυτό τον τρόπο, τους αφήνει περισσότερο χώρο να δράσουν και να ξετυλίξουν την προσωπικότητά τους ενώ παράλληλα, η ιστορία αποκτά πολύπλευρες διαστάσεις μέσω των οποίων η όλη δράση γίνεται ακόμα πιο συναρπαστική. Ο Σάιμον βρίσκεται στο επίκεντρο, με μια σειρά πλασμάτων να τον θέλουν σύμμαχο στο πλευρό τους εξαιτίας της νέας του, καταραμένης φύσης, ο Άλεκ και ο Μάγκνους προσπαθούν να ισορροπήσουν την σχέση τους, η μητέρα της Κλέρι μαζί με τον Λουκ προσπαθούν να χτίσουν ένα νέο κοινό μέλλον, η Ίζαμπελ προσπαθεί να απελευθερώσει τον εαυτό της από τον φόβο των σχέσεων και της προδοσίας. Παράλληλα, νέοι, συναρπαστικοί χαρακτήρες κάνουν την εμφάνισή τους, δίνοντας άλλη διάσταση σε όσα μέχρι τώρα γνωρίζαμε, με ορισμένους από αυτούς να είναι έτοιμοι να διαταράξουν κάθε ισορροπία που μπορεί να υπάρχει.

Η αφήγηση της Clare είναι ζωντανή, γρήγορη, γεμάτη δράση και εναλλαγές συναισθημάτων και σκέψεων. Ο καλύτερος ορισμός να χαρακτηρίσουμε την διάθεσή της είναι απρόβλεπτη καθώς, αυτό που μας περιμένει καθώς γυρίζουμε κάθε σελίδα, δεν συγκρίνεται σε τίποτα με αυτό που φανταζόμαστε. Η ποπ-φάνκι διάθεσή της δεν απουσιάζει, και ενώ οι σκηνές μάχης μπορεί να μην είναι τόσο έντονες ή ποικίλες όσο στα προηγούμενα βιβλία της σειράς, η ένταση δεν αποδυναμώνεται στο ελάχιστο. Αντίθετα, με ένα μαγικό τρόπο, μας ταξιδεύει στη νέα αυτή πτυχή της ιστορίας της, προκαλώντας μας να εμβαθύνουμε κάπου παραπέρα. Βασίζεται πολύ στους πολύπλευρους χαρακτήρες της, στις σκέψεις, τις αδυναμίες και τις πράξεις τους και αυτό λειτουργεί ως καταπέλτης που μας εκπλήσσει και μας συναρπάζει, κρατώντας μας σε μια συνεχή εγρήγορση και επαγρύπνηση, για το άγριο μέλλον που πρόκειται σύντομα να ακολουθήσει. Η ιστορίας της είναι πλέον περισσότερο από ποτέ μια ιστορία εξουσίας και δύναμης, ένας αγώνας όπου πρέπει ο καθένας από τους εμπλεκόμενους να έχει το σθένος και τη δύναμη να υπερασπιστεί την ψυχή του προκειμένου να μην την χάσει.

Γρήγορο, ευέλικτο, συναρπαστικό, καθηλωτικό, ικανό να σου κόψει την ανάσα, το τέταρτο βιβλίο της Clare αποδεικνύει ότι έχει μια εξαιρετική ικανότητα να καθοδηγεί την ιστορία και τους πρωταγωνιστές της, σε όσο σκοτεινά μονοπάτια η ίδια επιθυμεί. Η γοτθική ατμόσφαιρα είναι πιο έντονη από κάθε άλλη φορά και με έναν γοητευτικό τρόπο διαπιστώνουμε ότι υπάρχουν ακόμα πιο τρομακτικά πράγματα από το να χάσουν οι αγαπημένοι μας ήρωες την ζωή τους. Το να χάσεις την ψυχή σου καθώς και την ελεύθερη βούληση των πράξεών σου, είναι κάτι περισσότερο από ανησυχητικό, τρομακτικό... είναι σκληρό, βάναυσο και επώδυνο και ο αγώνας για την σωτηρία σου είναι σαφέστατα πολύ πιο δύσκολος. Είναι όμως μια μάχη που αξίζει τον κόπο, ειδικά όταν έχει να κάνει με την σωτηρία όχι μόνο του δικού σου εαυτού και συνείδησης αλλά, και όλων εκείνων που αγαπάς και απελπισμένα θες να προστατέψεις.
Βαθμολογία 10/10

Ταυτότητα βιβλίου:
Συγγραφέας: Cassadra Clare
Μεταφραστής: Μοσχή Φωτεινή
Εκδόσεις: Πλατύπους
Κατηγορία: Ξένη Λογοτεχνία
Έτος Έκδοσης: 2011
Αρ. σελίδων: 528
ISBN: 978-960-6665-73-8

Posted on Πέμπτη, Αυγούστου 04, 2011 by Γιώτα Παπαδημακοπούλου

33 comments

Τρίτη, Αυγούστου 02, 2011

Συνοπτική περίληψη του βιβλίου:
Η νεαρή Ρεβέκκα, κόρη ιερέα, αντιμετωπίζεται με καχυποψία και φόβο από τους κατοίκους του μικρού χωριού της όχι μόνο γιατί έχει γεννηθεί με ένα σημάδι στο πρόσωπο, αλλά και γιατί διαθέτει ικανότητες που ξεπερνούν τα ανθρώπινα επίπεδα.
Κάποιοι τη θεωρούν απλώς παράξενη, αλλά άλλοι τη θεωρούν καταραμένη, γιατί μπορεί να διαισθάνεται τα μελλούμενα και να προλέγει τη μοίρα των ανθρώπων όταν τους κοιτάζει στο πρόσωπο. Το κορίτσι ζει απομονωμένο, ήσυχα, χωρίς να ενοχλεί κανέναν, ως τη στιγμή που έρχεται στο χωριό ο νέος καθολικός ιερέας.
Η Ρεβέκκα θα τον ταυτίσει με τον Αρχάγγελο Μιχαήλ, στον οποίο προσεύχεται συχνά κι εκείνος θα τη δει με συμπάθεια.

Προσωπική άποψη:
Έχει περάσει σχεδόν ένας χρόνος από τότε που βρέθηκα τελευταία φορά στο "Παζάρι Του Βιβλίου" που κάθε χρόνο λαμβάνει χώρα στην πλατεία Κλαυθμώνος, στην Αθήνα. Πάντα βρίσκω ενδιαφέροντα και αξιόλογα βιβλία ανάμεσα σε εκείνα του σωρού όμως μπορώ να πω με βεβαιότητα, ότι η τελευταία μου επίσκεψη, ήταν και η πιο δύσκολη. Κανένας τίτλος δεν κατάφερε να προσελκύσει το ενδιαφέρον μου, μέχρι που πριν φύγω απογοητευμένη, με την άκρη του ματιού μου εντόπισα το ιστορικό, όπως αυτοχαρακτηρίζεται, μυθιστόρημα του Βρετανού καθηγητή Πανεπιστημίου, Paul Doherty. Δεν τον είχα ακουστά ωστόσο, η ειδίκευσή του και οι σπουδές του πάνω στην ιστορία με προέτρεψαν στο να δώσω τελικά μια ευκαιρία στο βιβλίο του αυτό, κάτι που μετά την ανάγνωσή του, δεν μετάνιωσα καθόλου.

Βρισκόμαστε στην Αγγλία του 1564 και ξεκινάμε ένα ταξίδι στην εποχή εκείνη, από τις επαρχίες της Μεγάλης Νήσου, μέχρι την Τουρκία και τη Ρωσία. Ουσιαστικά ξεκινάμε ένα κυνήγι, εκείνο που θα μας οδηγήσει στον δολοφόνο των ψυχών, έναν άνθρωπο που πούλησε, όχι και τόσο φτηνά, την δικιά του ψυχή στον Δαίμονα, προκειμένου να αποκτήσει ανυπέρβλητη δύναμη αλλά και διάρκεια ζωής. Με το πέρασμα των αιώνων, η ανάγκη του για εξουσία αυξάνεται και μαζί με αυτήν, αυξάνεται και το χρέος του απέναντι στις σατανικές δυνάμεις στις οποίες και ορκίστηκε υποταγή. Κυκλοφορεί στη γη σκοτώνοντας ανθρώπους, αποσπώντας με βίαιο τρόπο την καρδιά από το σώμα τους και θυσιάζοντάς την στις σκοτεινές δυνάμεις που διψάνε για αίμα, έτσι ώστε να γίνει ακόμα πιο ισχυρός, έτσι ώστε να έρθει η μέρα που κανείς και τίποτα να μην μπορεί να του αντισταθεί.

Τίποτα όμως δεν είναι για πάντα. Έτσι τουλάχιστον μας μάθανε από τότε που ήμασταν παιδιά ακόμα και γι' αυτό, ο φόβος του τέλους κυριεύει τον δολοφόνο. Μια νεαρή παρθένα, η Ρεβέκκα, μια λαγώχειλη, σημάδι που οδήγησε στο να την κατακρίνουν, ακόμα και να την φοβούνται, μια ζωή οι συγχωριανοί της, είναι το κλειδί για το τέλος του δολοφόνου. Είναι εκείνη που έχει στα χέρια της μια άγνωστη σε εκείνη δύναμη, είτε να τον αφήσει να ζει και να δρα ανεξέλεγκτος μέσα στο άπειρο του χρόνου, είτε να τον οδηγήσει στον οριστικό του θάνατο, συναντώντας την τραγικότητα την οποία επέλεξε. Στο δρόμο της θα βρεθεί ένας νεαρός Ιησουίτης ιερέας, ο Μιχαήλ Σεν Κλερ και εκείνη, από λατρεία απέναντι στον άγιο του οποίου το όνομα φέρει, δεν διστάζει να τον βοηθήσει και τελικά, να τον ακολουθήσει σε ένα ταξίδι που ίσως να μην έχει γυρισμό.

Ο Doherty συνθέτει ένα μυθιστόρημα που παντρεύει με μαεστρία και εξαιρετική δεξιοτεχνία τα ιστορικά στοιχεία μιας γοητευτικής αλλά και αμφίβολης, σκοτεινής εποχής, με το  μεταφυσικό το οποίο όμως βασίζεται σε θρησκευτικές και βαθύτερες ανθρώπινες πεποιθήσεις και λατρείες. Είναι ένα χρονοδιάγραμμα γύρω από την ιστορία και τη θρησκεία του τόπου του, τις ιστορικές αλήθειες που εμπλέκονται σε ένα γαϊτανάκι ψευδαισθήσεων, μύθων αλλά και μιας συγκαλυμμένης πραγματικότητας που μπορεί να φοβίζει τους περισσότερους από εμάς. Ο τρόπος που χρησιμοποιεί την πένα του είναι γλαφυρός, συνθέτει με αληθοφάνεια όλα εκείνα που θα μπορούσαμε να δούμε με τα ίδια μας τα μάτια αν ήμασταν μάρτυρες της ιστορίας και που όμως, καταφέρνουμε να τα δούμε με τα μάτια της ψυχής και της φαντασίας μας. Ζωντανεύει την Αγγλία του 15ου αιώνα και μαζί με αυτή, ζωντανεύει και ο φόβος και οι ανησυχίες των ανθρώπων εκείνων που έζησαν σε μια ταραγμένη εποχή.

Ξεκινώντας από την επαρχία της Αγγλίας, μας ταξιδεύει στο Λονδίνο και από εκεί, μας περνάει από απέραντες θάλασσες και ακτές για να μας οδηγήσει τελικά στην `αλλά και την Ρωσία, δύο χώρες επίσης αμφίβολες, δύο χώρες που την εποχή εκείνη προκαλούσαν τον φόβο και τον τρόμο, όχι μόνο λόγω της ανελέητης φύσης των αρχών του τόπου τους αλλά, και εξαιτίας της απανθρωπιάς και του εγωισμού, της δίψας για αίμα που χαρακτήριζε τους άρχοντές τους. Και εμείς βρισκόμαστε εκεί, αγωνιούμε και τρέχουμε μαζί με τους πρωταγωνιστές της ιστορίας να ξεφύγουμε από τα δίχτυα της δολοπλοκίας και της δίψας για εξουσία. Μπλέκουμε σε μια σειρά ξέφρενων καταστάσεων που μας κόβουν την ανάσα και που αποδεικνύουν ότι τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται και πως δεν μπορείς να έχεις εμπιστοσύνη σε κανέναν αφού, ο καθένας που προσφέρεται να σε βοηθήσει μπορεί να είναι εχθρός σου και εκείνος που νομίζεις ότι σε καταδιώκει, να είναι ο μυστικός βοηθός και λυτρωτής σου.

Το μυθιστόρημα του Doherty, είναι ένα υπέροχο, γοητευτικό, σκοτεινό και αιματοβαμμένο παραμύθι που ζωντανεύει την ιστορία, την θρησκεία και που ταράζει όλους εκείνους που αγαπάνε τον θεό αλλά και εκείνους που αγαπάνε να τον μισούν. Είναι μια ιστορία για την μαγεία, την ανεξέλεγκτη ροή της δίψας για εξουσία και την αιώνια ζωή αλλά μέσα της ζει ένα βαθύτερο μήνυμα, εκείνο της ελπίδας και της αγάπης. Γιατί η ανολοκλήρωτη αγάπη μπορεί να είναι πιο δυνατή, μπορεί να είναι εκείνη που θα καθοδηγήσει τις πράξεις μας και μέσα από την απώλεια και τον πόνο, να μας οδηγήσει στην σωτηρία και την λύτρωση. Αν θέλετε να ταξιδέψετε σε έναν κόσμο που έχει όλα τα παραπάνω, τότε "Ο Δολοφόνος Των Ψυχών" σας προσκαλεί να τον κυνηγήσετε και να αναρωτηθείτε τι είναι αυτό που αξίζει τελικά περισσότερο στη ζωή και ποια μπορεί να είναι πιο ισχυρή δύναμη από την πίστη σε έναν σκοπό κι ένα όραμα.
Βαθμολογία 10/10

Ταυτότητα βιβλίου:
Συγγραφέας: Paul Doherty
Μεταφραστής: Δαρβίρη Θεοδώρα
Εκδόσεις: Ενάλιος
Κατηγορία: Ξένη Λογοτεχνία
Έτος Έκδοσης: 2005
Αρ. σελίδων: 445
ISBN: 960-536-207-4

Posted on Τρίτη, Αυγούστου 02, 2011 by Γιώτα Παπαδημακοπούλου

6 comments