"Τσουγκρούτ κι άλλα δύο λαϊκά παραμύθια για παιδιά που θέλουν να μεγαλώσουν" της Λίλης Λαμπρέλλη

Τρία πανέμορφα λαϊκά παραμύθια - τα αγαπημένα της εγγονής μου. Η Κατιτή, ψηλή ως πέντε μήλα το ένα πάνω στ’ άλλο, κι όμως ατρόμητη μπροστά στο θεόρατο Λιοντάρι, ο Λαγός, άτολμος και ντροπαλός απέναντι στη ζαβολιάρα Αλεπού, κι ο Τσουγκρούτ, ο ποντικός που έπεσε στη χύτρα με το καυτό κουρκούτι, μας κάνουν ν’ αναρωτιόμαστε:
Μήπως η γενναιότητα δεν έχει να κάνει με το μέγεθος ή τη δύναμή μας; Μήπως και τα καψίματα της ζωής μπορούν να μας μεγαλώνουν;
Για μικρά παιδιά και όσους δεν έχουν ξεμαγευτεί από τη φασαρία του κόσμου.
Τρία λαϊκά παραμύθια για παιδιά που θέλουν να μεγαλώσουν – δηλαδή για όλα τα παιδιά. Τα δυο πρώτα έρχονται από την Αφρική. Το τρίτο και καλύτερο, από την Ελλάδα. Το πρώτο είναι η ιστορία ενός ατρόμητου κοριτσιού που καταφέρνει να σώσει ένα ολόκληρο χωριό από τα δόντια του λιονταριού. Για γενναιότητα μιλάει το παραμύθι, όμως υπάρχει κι ένα κρυμμένο μήνυμα για τα μικρά παιδιά που δεν ξέρουν να διαβάζουν αλλά λαχταράνε ν’ ακούνε παραμύθια. Άραγε ποιο;
Το δεύτερο είναι η ιστορία ενός λαγού που προσπαθεί να πάρει πίσω τη φωλιά του από μια πεισματάρα, αρπακτική και ανάγωγη αλεπού. Ζητάει βοήθεια από τα πιο δυνατά ζώα του δάσους. Ποιο να είναι εκείνο που θα μπορέσει να τον βοηθήσει και με ποιον τρόπο;
Το τρίτο είναι ένα κλιμακωτό παραμύθι πολύ γνωστό σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Η παραλλαγή αυτή βασίζεται σε μια καταγραφή από τους Ρομά της Αττικής που οφείλει η συγγραφέας στην αφηγήτρια και φίλη, Αγνή Στρουμπούλη. Για το τέλος της ιστορίας ακολούθησε την πεπατημένη στις περισσότερες καταγραφές – πάντα με λόγια δικά της, σαν όλους τους παραμυθάδες.

"Τα πέντε αδέρφια" του Γιάννη Σερβετά

Ο «κοντός» κατηγορεί τον «ψηλό», που όλο τον πειράζει και τον κοιτάει αφ’ υψηλού, ο «χοντρός» βρίσκει τον μπελά του όταν παίρνει το μέρος του στη διαμάχη, στην οποία σιγοντάρουν και οι άλλοι δύο.
Η μάνα δεν ξέρει τι να κάνει. Παιδιά είναι αυτά ή βάσανο; Άραγε θα καταφέρει να μονοιάσει τα πέντε αδέρφια ή στο τέλος θα τους δείχνουν όλοι µε το δάχτυλο;

"Ο άνθρωπος φωτιά" του Κωνσταντίνου Πατσαρού

Εκεί κοντά ήταν η πιο ηλικιωμένη ελιά από όλες, το μεγαλύτερο δέντρο του κτήματος, γύρω στα τριακόσια χρόνια ζωής, περήφανη γιαγιά, δέσποζε για να μας καλωσορίζει κάθε φορά που ερχόμασταν στο νησί, αλλά και να μας αποχαιρετάει όταν με βαριά καρδιά αναχωρούσαμε.
Εκείνο το βράδυ έπρεπε να χωθώ στα πίσω καθίσματα, να κουκουλωθώ με το πανί και να φύγω όσο γίνεται μακρύτερα. Δεν ήθελα να με δει που την παρατούσα έτσι στην πιο δύσκολη στιγμή της. Τόσες οικογένειες τη φρόντισαν όλα αυτά τα χρόνια, της έδωσαν νερό να ξεδιψάσει, έζησαν μαζί της, και εμείς, όταν τα βρήκαμε σκούρα, μαζέψαμε τα μπογαλάκια μας σε δευτερόλεπτα και την παρατήσαμε να σιγοκαίγεται, να γίνεται κάρβουνο. Δεν άντεξα όμως...
Η πυρκαγιά άλλαξε τα πάντα στο νησί, το καλοκαίρι απέκτησε διαφορετικό χρώμα. Οι υποσχέσεις που δόθηκαν από τον προηγούμενο Αύγουστο κάηκαν μαζί με τις πρώτες ελιές, θάφτηκαν στη στάχτη.
Τρεις φίλοι ξετυλίγουν το μυστήριο της φωτιάς και συγκρούονται με το παρελθόν. Ακολουθούν τα ίχνη του ανθρώπου φωτιά, ανακαλύπτουν κρυμμένα μυστικά, αναζητούν την αλήθεια.

"Περιπέτειες στο μουσείο της Ακρόπολης" της Σοφίας Ζαραμπούκα

Ποιος είπε ότι στο μουσείο δε συμβαίνει τίποτα, γιατί έχουν τον νου τους οι φύλακες και όλα τα ελέγχουν, μέχρι να έρθει η ώρα που κλείνουνε; Χτυπάει το κουδούνι, φεύγει ο τελευταίος επισκέπτης, σβήνουν τα φώτα και κλειδώνουνε· πάλι δεν ξέρουμε τι γίνεται όλη νύχτα με τα εκθέματα, αν ζωντανεύουν τα αγάλματα και κάνουν καμιά βόλτα να ξεμουδιάσουν.
Εδώ όμως συμβαίνουν πράγματα περίεργα μέρα μεσημέρι, κάτω από τη μύτη τους, και δεν παίρνει κανείς χαμπάρι, γιατί όλοι είναι σαν μαγεμένοι, ξεμυαλισμένοι, από την ομορφιά που είναι μαζεμένη μέσα στο μουσείο.