Συνοπτική περίληψη του έργου:
Ο Llewellyn ένας τριαντάρης τυχοδιώκτης βρίσκεται ανάμεσα στα απομεινάρια μιας συναλλαγής ναρκωτικών που κάπου στράβωσε. Μεταξύ πτωμάτων, ναρκωτικών και όπλων βρίσκει μια βαλίτσα με 2,3 εκατομμύρια δολάρια.
Αποφασίζει να την πάρει κι από εκείνη τη στιγμή και μετά αποκτά το ρόλο του θηράματος σε μια ξέφρενη καταδίωξη από επαγγελματίες δολοφόνους.
Ο Bell, ο σερίφης της κομητείας του προσπαθεί να τον βρει και να τον προστατέψει, στο κατόπι του όμως βρίσκεται ο Chigurh που δεν έχει σκοπό να τον αφήσει να διαφύγει με τα χρήματα και πολύ περισσότερο, να διαφύγει ζωντανός.
Προσωπική άποψη:
Οι αδερφοί Coen έπειτα από τις δύο μεγαλύτερες κινηματογραφικές αποτυχίες τις καριέρας τους, τα “Intolerable Cruelty” και “The Ladykillers” ολοκλήρωσαν ένα όνειρο ζωής. Γι’ αυτούς το να πάρει σάρκα και οστά το “Νο Country For Old Men” είχε γίνει σκοπός, ένα όραμα που τώρα ολοκληρώθηκε. Όταν όμως έχεις να κάνεις με μια ταινία η οποία βασίζεται σ’ ένα μυθιστόρημα αναπόφευκτα υπάρχει σύγκριση την οποία πρέπει και να δεχτείς. Κι όταν μιλάμε για τους αδερφούς Coen πρέπει να ξέρεις τι πας να δεις γιατί το σινεμά που κάνουν δεν είναι εύπεπτο και σε καμία περίπτωση δεν είναι για όλα τα γούστα.
Ξεκινάμε με πλάνο από νεκρή φύση. Τα πάντα μοιάζουν να κείτονται και σχεδόν μπορείς να νιώσεις το ψυχρό αεράκι της αμερικανικής ερήμου. Το παρελθόν φαντάζει μακρινό κι οι ήρωες μιας άλλης εποχής φαντάσματα. Το παρόν απαισιόδοξο και σκοτεινό και το μέλλον δυσοίωνο. Όσοι υποψιάζονταν πως θα δουν ένα κλασσικό γουέστερν απλά έπεσαν θύμα πλάνης. Όσοι περίμεναν ότι θα δουν μια αιματοβαμμένη περιπέτεια ήταν καλά πληροφορημένοι και ταυτόχρονα κερδισμένοι απ’ αυτό που τελικά εισέπραξαν. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Έχοντας διαβάσει το βιβλίο, αυτό που είδα στο πανί σεναριακά δεν με κάλυψε. Το βιβλίο δεν είναι τεράστιο. Θεωρώ ότι 270 σελίδες μπορούν εύκολα να μεταφερθούν στη μεγάλη οθόνη χωρίς ιδιαίτερες παραλείψεις. Εδώ όμως τα πράγματα δεν πήγαν και τόσο καλά. Η ουσία του έργου δεν είναι το ανθρωποκυνηγητό αλλά η φύση των ανθρώπων που εμπλέκονται σ’ αυτό. Ουσιώδεις διάλογοι παραλείφθηκαν κι άλλοι αποδυναμώθηκαν. Υπάρχει ένα παρελθόν που βασανίζει τον Bell κι αποτελεί σημαντικό παράγοντα αφού εξηγεί την παρουσία και την προσωπικότητά του, στο οποίο δεν γίνεται καμία σαφής αναφορά. Σημαντικές και δυναμικές σκηνές δράσης περιορίστηκαν αλλοιώνοντας έτσι τόσο την πραγματική τους έκταση όσο και το χρόνο εξέλιξής τους. Αν και δίωρη η ταινία λόγω του γρήγορου ρυθμού εξέλιξης δεν κούραζε οπότε πιστεύω πως θα μπορούσε να τραβήξει λίγο ακόμα.
Και πάμε στους περίφημους κι αδικημένους από την Ακαδημία εδώ και χρόνια αδερφούς Coen. Πράγματι η σκηνοθεσία τους είναι μοναδική. Σφιχτή, με ιδιαίτερη ευελιξία στις σκηνές δράσης, κρατώντας το ρυθμό σταθερό, ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα που προκαλεί αγωνία και σκηνές βίας που ενώ θα μπορούσαν να σοκάρουν με την ωμότητά τους συγκλονίζουν θετικά και καθηλώνουν. Κι εκεί είναι όλη η μαγκιά τους. Ταυτόχρονα χρησιμοποιούν σκληρά ερημικά τοπία, φτηνά μοτέλ κι ερειπωμένους δρόμους, όλα αυτά δηλαδή που μπορούν να συνθέσουν την παρακμιακή εικόνα της σύγχρονης Αμερικής, μένοντας πιστοί σ’ αυτό που ήθελε να περάσει κι ο ίδιος ο συγγραφέας. Βέβαια μετά από καιρό επανέρχονται στο γνώριμο γι’ αυτούς στυλ, σ’ αυτό που τους κάνει να νιώθουν άνετα κι αυτό φαίνεται.
Και περνάμε στους χαρακτήρες. Αυτός που ξεχωρίζει και με διαφορά από τους υπόλοιπους είναι ο Javier Bardem στο ρόλο του Chigurh. Μπορεί εμφανισιακά να μην είναι αυτό που είχα πλάσει στο μυαλό μου κατά την ανάγνωση του βιβλίου, η ερμηνεία του ωστόσο είναι πραγματικά συγκλονιστική και δικαίως διεκδικεί μια θέση στο πάνθεων των κακών του σύγχρονου κινηματογράφου. Ερμηνεύει ολοκληρωτικά τον χαρακτήρα ενός ανθρώπου όπου πέραν από έναν προσωπικό ηθικό κώδικα και μια διεστραμμένη τάση προς την αφαίρεση της ανθρώπινης ζωής χωρίς κάποιον ιδιαίτερο λόγο, δεν έχει τίποτα μέσα του. Το βλέμμα του είναι κενό και τα χαρακτηριστικά του προσώπου του μοιάζουν μ’ έναν ανεξερεύνητο χάρτη. Ένας αξιόλογος ηθοποιός που υποδύθηκε έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα γεμάτο ειρωνική διάθεση και δόσεις μαύρου χιούμορ και δίκαια κέρδισε το Oscar β’ αντρικού ρόλου.
Ο Tommy Lee Jones απ’ την άλλη σ’ έναν εσωστρεφή και στοχαστικό ρόλο που ναι μεν του ταίριαζε (και παρουσιαστικά) αλλά δεν αξιοποιήθηκε έτσι όπως έπρεπε. Αυτός είναι ο αφηγητής, αυτός είναι ο παρατηρητής των πάντων κι αυτός είναι που εκ κατακλείδι θέλει να μας οδηγήσει στο γενικό συμπέρασμα.
Έχουμε όμως και τον Josh Brolin στο ρόλο του τυχοδιώκτη Llewellyn που μοιάζει λες και ξεπήδησε πραγματικά μέσα απ’ τις σελίδες του βιβλίου. Μπορεί και σ’ αυτόν να μην δόθηκε ο απαραίτητος χρόνος ώστε να μας δείξει τις πλήρης διαθέσεις του χαρακτήρα του, σ’ αυτό όμως που τον κάλεσαν να κάνει αντεπεξήλθε παραπάνω από λειτουργικά.
Η ιστορία αναπτύσσεται τη δεκαετία του ’80. Η επιλογή αυτή του χρόνου δεν είναι καθόλου τυχαία. Είναι η εποχή όπου τα πάντα γύρω μας και πολύ περισσότερο στην Αμερική άρχισαν ν’ αλλάζουν. Είναι το κομβικό σημείο όπου μπορούσε να γίνει το πάντρεμα των τριών διαστάσεων του χρόνου. Παρά την έντονη δράση δεν υπάρχει η στιγμή της κορύφωσης και η κάθαρση που θα περίμενε ο μέσος θεατής δεν έρχεται ποτέ. Προσωπικά το τελευταίο δεν με ενόχλησε γιατί καλώς ή κακώς τα πάντα στη ζωή δεν είναι ρόδινα. Το τελικό συμπέρασμα είναι το ίδιο σκοτεινό κι απαισιόδοξο όπως και η ιστορία απ’ την ώρα που ξεκινάει. Καλλιτεχνικά η ταινία είναι σχεδόν εξαιρετική, αποσπώντας εξαιρετικές ερμηνείες, χάνει όμως στο θέμα της πιστότητας καθώς περνάει κάποια μηνύματα αλλά σε όχι στο βαθμό που θα μπορούσε. Η ιστορία θέλει ν’ αναπτύξει τις έννοιες της τιμής, της δικαιοσύνης και των ηθικών αξιών σ’ έναν κόσμο που καταρρέει. Γινόταν και καλύτερα!
Βαθμολογία 8/10
Ταυτότητα ταινίας:
Ελλ. τίτλος: Καμιά Πατρίδα Για Τους Μελλοθάνατους
Είδος: Περιπέτεια
Σκηνοθέτες: Joel & Ethan Coen
Πρωταγωνιστές: Javier Bardem, Tommy Lee Jones, Josh Brolin, Woody Harrelson, Kelly Mcdonald
Παραγωγή: 2007
Διάρκεια: 122’
Επίσημο site:
http://video.movies.go.com/nocountryforoldmen/



Ο Llewellyn ένας τριαντάρης τυχοδιώκτης βρίσκεται ανάμεσα στα απομεινάρια μιας συναλλαγής ναρκωτικών που κάπου στράβωσε. Μεταξύ πτωμάτων, ναρκωτικών και όπλων βρίσκει μια βαλίτσα με 2,3 εκατομμύρια δολάρια.
Αποφασίζει να την πάρει κι από εκείνη τη στιγμή και μετά αποκτά το ρόλο του θηράματος σε μια ξέφρενη καταδίωξη από επαγγελματίες δολοφόνους.
Ο Bell, ο σερίφης της κομητείας του προσπαθεί να τον βρει και να τον προστατέψει, στο κατόπι του όμως βρίσκεται ο Chigurh που δεν έχει σκοπό να τον αφήσει να διαφύγει με τα χρήματα και πολύ περισσότερο, να διαφύγει ζωντανός.
Προσωπική άποψη:
Οι αδερφοί Coen έπειτα από τις δύο μεγαλύτερες κινηματογραφικές αποτυχίες τις καριέρας τους, τα “Intolerable Cruelty” και “The Ladykillers” ολοκλήρωσαν ένα όνειρο ζωής. Γι’ αυτούς το να πάρει σάρκα και οστά το “Νο Country For Old Men” είχε γίνει σκοπός, ένα όραμα που τώρα ολοκληρώθηκε. Όταν όμως έχεις να κάνεις με μια ταινία η οποία βασίζεται σ’ ένα μυθιστόρημα αναπόφευκτα υπάρχει σύγκριση την οποία πρέπει και να δεχτείς. Κι όταν μιλάμε για τους αδερφούς Coen πρέπει να ξέρεις τι πας να δεις γιατί το σινεμά που κάνουν δεν είναι εύπεπτο και σε καμία περίπτωση δεν είναι για όλα τα γούστα.
Ξεκινάμε με πλάνο από νεκρή φύση. Τα πάντα μοιάζουν να κείτονται και σχεδόν μπορείς να νιώσεις το ψυχρό αεράκι της αμερικανικής ερήμου. Το παρελθόν φαντάζει μακρινό κι οι ήρωες μιας άλλης εποχής φαντάσματα. Το παρόν απαισιόδοξο και σκοτεινό και το μέλλον δυσοίωνο. Όσοι υποψιάζονταν πως θα δουν ένα κλασσικό γουέστερν απλά έπεσαν θύμα πλάνης. Όσοι περίμεναν ότι θα δουν μια αιματοβαμμένη περιπέτεια ήταν καλά πληροφορημένοι και ταυτόχρονα κερδισμένοι απ’ αυτό που τελικά εισέπραξαν. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Έχοντας διαβάσει το βιβλίο, αυτό που είδα στο πανί σεναριακά δεν με κάλυψε. Το βιβλίο δεν είναι τεράστιο. Θεωρώ ότι 270 σελίδες μπορούν εύκολα να μεταφερθούν στη μεγάλη οθόνη χωρίς ιδιαίτερες παραλείψεις. Εδώ όμως τα πράγματα δεν πήγαν και τόσο καλά. Η ουσία του έργου δεν είναι το ανθρωποκυνηγητό αλλά η φύση των ανθρώπων που εμπλέκονται σ’ αυτό. Ουσιώδεις διάλογοι παραλείφθηκαν κι άλλοι αποδυναμώθηκαν. Υπάρχει ένα παρελθόν που βασανίζει τον Bell κι αποτελεί σημαντικό παράγοντα αφού εξηγεί την παρουσία και την προσωπικότητά του, στο οποίο δεν γίνεται καμία σαφής αναφορά. Σημαντικές και δυναμικές σκηνές δράσης περιορίστηκαν αλλοιώνοντας έτσι τόσο την πραγματική τους έκταση όσο και το χρόνο εξέλιξής τους. Αν και δίωρη η ταινία λόγω του γρήγορου ρυθμού εξέλιξης δεν κούραζε οπότε πιστεύω πως θα μπορούσε να τραβήξει λίγο ακόμα.
Και πάμε στους περίφημους κι αδικημένους από την Ακαδημία εδώ και χρόνια αδερφούς Coen. Πράγματι η σκηνοθεσία τους είναι μοναδική. Σφιχτή, με ιδιαίτερη ευελιξία στις σκηνές δράσης, κρατώντας το ρυθμό σταθερό, ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα που προκαλεί αγωνία και σκηνές βίας που ενώ θα μπορούσαν να σοκάρουν με την ωμότητά τους συγκλονίζουν θετικά και καθηλώνουν. Κι εκεί είναι όλη η μαγκιά τους. Ταυτόχρονα χρησιμοποιούν σκληρά ερημικά τοπία, φτηνά μοτέλ κι ερειπωμένους δρόμους, όλα αυτά δηλαδή που μπορούν να συνθέσουν την παρακμιακή εικόνα της σύγχρονης Αμερικής, μένοντας πιστοί σ’ αυτό που ήθελε να περάσει κι ο ίδιος ο συγγραφέας. Βέβαια μετά από καιρό επανέρχονται στο γνώριμο γι’ αυτούς στυλ, σ’ αυτό που τους κάνει να νιώθουν άνετα κι αυτό φαίνεται.
Και περνάμε στους χαρακτήρες. Αυτός που ξεχωρίζει και με διαφορά από τους υπόλοιπους είναι ο Javier Bardem στο ρόλο του Chigurh. Μπορεί εμφανισιακά να μην είναι αυτό που είχα πλάσει στο μυαλό μου κατά την ανάγνωση του βιβλίου, η ερμηνεία του ωστόσο είναι πραγματικά συγκλονιστική και δικαίως διεκδικεί μια θέση στο πάνθεων των κακών του σύγχρονου κινηματογράφου. Ερμηνεύει ολοκληρωτικά τον χαρακτήρα ενός ανθρώπου όπου πέραν από έναν προσωπικό ηθικό κώδικα και μια διεστραμμένη τάση προς την αφαίρεση της ανθρώπινης ζωής χωρίς κάποιον ιδιαίτερο λόγο, δεν έχει τίποτα μέσα του. Το βλέμμα του είναι κενό και τα χαρακτηριστικά του προσώπου του μοιάζουν μ’ έναν ανεξερεύνητο χάρτη. Ένας αξιόλογος ηθοποιός που υποδύθηκε έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα γεμάτο ειρωνική διάθεση και δόσεις μαύρου χιούμορ και δίκαια κέρδισε το Oscar β’ αντρικού ρόλου.
Ο Tommy Lee Jones απ’ την άλλη σ’ έναν εσωστρεφή και στοχαστικό ρόλο που ναι μεν του ταίριαζε (και παρουσιαστικά) αλλά δεν αξιοποιήθηκε έτσι όπως έπρεπε. Αυτός είναι ο αφηγητής, αυτός είναι ο παρατηρητής των πάντων κι αυτός είναι που εκ κατακλείδι θέλει να μας οδηγήσει στο γενικό συμπέρασμα.
Έχουμε όμως και τον Josh Brolin στο ρόλο του τυχοδιώκτη Llewellyn που μοιάζει λες και ξεπήδησε πραγματικά μέσα απ’ τις σελίδες του βιβλίου. Μπορεί και σ’ αυτόν να μην δόθηκε ο απαραίτητος χρόνος ώστε να μας δείξει τις πλήρης διαθέσεις του χαρακτήρα του, σ’ αυτό όμως που τον κάλεσαν να κάνει αντεπεξήλθε παραπάνω από λειτουργικά.
Η ιστορία αναπτύσσεται τη δεκαετία του ’80. Η επιλογή αυτή του χρόνου δεν είναι καθόλου τυχαία. Είναι η εποχή όπου τα πάντα γύρω μας και πολύ περισσότερο στην Αμερική άρχισαν ν’ αλλάζουν. Είναι το κομβικό σημείο όπου μπορούσε να γίνει το πάντρεμα των τριών διαστάσεων του χρόνου. Παρά την έντονη δράση δεν υπάρχει η στιγμή της κορύφωσης και η κάθαρση που θα περίμενε ο μέσος θεατής δεν έρχεται ποτέ. Προσωπικά το τελευταίο δεν με ενόχλησε γιατί καλώς ή κακώς τα πάντα στη ζωή δεν είναι ρόδινα. Το τελικό συμπέρασμα είναι το ίδιο σκοτεινό κι απαισιόδοξο όπως και η ιστορία απ’ την ώρα που ξεκινάει. Καλλιτεχνικά η ταινία είναι σχεδόν εξαιρετική, αποσπώντας εξαιρετικές ερμηνείες, χάνει όμως στο θέμα της πιστότητας καθώς περνάει κάποια μηνύματα αλλά σε όχι στο βαθμό που θα μπορούσε. Η ιστορία θέλει ν’ αναπτύξει τις έννοιες της τιμής, της δικαιοσύνης και των ηθικών αξιών σ’ έναν κόσμο που καταρρέει. Γινόταν και καλύτερα!
Βαθμολογία 8/10
Ταυτότητα ταινίας:
Ελλ. τίτλος: Καμιά Πατρίδα Για Τους Μελλοθάνατους
Είδος: Περιπέτεια
Σκηνοθέτες: Joel & Ethan Coen
Πρωταγωνιστές: Javier Bardem, Tommy Lee Jones, Josh Brolin, Woody Harrelson, Kelly Mcdonald
Παραγωγή: 2007
Διάρκεια: 122’
Επίσημο site:
http://video.movies.go.com/nocountryforoldmen/








Καλημέρα Γιώτα μου! Μόλις διάβασα το πολύ καλογραμμένο κειμενό σου. Όμως έχω κάποιες ενστάσεις. Κατ' αρχάς δεν συμφωνώ με το αναπόφευκτο της σύγκρισης ενός βιβλίου με μια ταινία.
ΑπάντησηΔιαγραφήΘεωρώ τα δύο είδη εντελώς αυτάρκη και αυτόνομα και στην τελική εντελώς διαφορετικά. Νομίζω πως είναι αποπλανητικό να συγκρίνουμε αυτά τα δύο σε οποιαδήποτε περίπτωση. Δεν είναι τυχαίο που ο Syd Field έλεγε "πως το χειρότερο που μπορείς να κάνεις σε μια λογοτεχνική διασκεύη είναι να μείνεις πιστός στο βιβλίο".
Ενώ επίσης διαφψνώ και με την τελευταία σου παράγραφο και την φύση των νοημάτων. Νομίζω πως το cinema των Coen βρίσκεται σε εντελώς αφαιρετικό επίπεδο πράγμα που το κάνει ανοιχτό σε διαφόρων μορφών ερμηνείες. Νομίζω πως εξαρχής δεν είναι σκοπός να προβληματίσουν με σχηματισμένα προβλήματα, αλλά να θέσουν τον θεατή σε μια άλλη πιο γοητευτική διαδικασία ερμηνείας-αναγνώρισης και ξεψαχνίσματος της ταινίας! ΚΑλή βδομάδα να έχουμε Γιώτα μου, καλή συνέχεια σου εύχομαι και στο cine.gr!
@ Kioy μου καλημέρα και καλή βδομάδα!
ΑπάντησηΔιαγραφήΠιστεύω πως όταν κάνεις μια ταινία που βασίζεται σ' ένα μυθιστόρημα, οφείλεις να σέβεσαι περισσότερο το αρχικό υλικό.
Μπορεί ως βιβλίο να μην είναι αριστούργημα, ειδικά όμως από τη μέση και μετά παρουσιάζει τόσες πολυπλοκότητες, εμβαθύνει τόσο πολύ στους ήρωες που γοητεύει.
Έχοντας διαβάσει πλέον το βιβλίο κι έχοντας σχηματίσει μια συγκεκριμένη εντύπωση πάνω στο θέμα, όσο κι αν το σινεμά των Coen είναι αφαιρετικό κι όσο κι αν καλλιτεχνικά το αποτέλεσμα είναι άρτιο, δεν με κάλυψε όσο εγώ θα ήθελα. Αν δεν το είχα διαβάσει, πολλά είναι αυτά που μπορεί να μην καταλάβαινα (και πίστεψέ με, είναι πολλά αυτά που δεν αναφέρονται στην ταινία και θα ήθελες να ήξερες για τους ήρωες). ;)
Σ' ευχαριστώ πολύ, να 'σαι καλά και τα ξαναλέμε σύντομα!
Συμφωνώ απόλυτα ότι τα “Intolerable Cruelty” και “The Ladykillers” είναι οι μεγαλύτερες κινηματογραφικές αποτυχίες της καριέρας τους και αυτός νομίζω είναι ένας έξτρα λόγος που το No Country άρεσε τόσο, τουλάχιστον στους περισσότερο πιστούς οπαδούς των αδερφών.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣχετικά με το βιβλίο η αλήθεια νομίζω είναι κάπου στη μέση. Οκ να σεβαστείς το υλικό, αλλά η ταινία είναι αυτόνομη. Στην τελική η ταινία δεν απευθύνεται μόνο σε όσους έχουν διαβάσει το βιβλίο. Μάλλον το αντίθετο. Το συντριπτικά μεγάλο ποσοστό που την παρακολούθησε δεν έχει ιδέα ότι υπάρχει και βιβλίο. Όταν έχεις αγαπήσει ένα βιβλίο, θες η ταινία να είναι πιστή, όταν αγνοείς την υπαρξή του δεν σε ενδιαφέρει και πολύ. Παρόλα αυτά δεν αμφιβάλω καθόλου ότι έχεις δίκιο σε αυτά που λες (για τους χαρακτήρες κτλ) κάνοντας τη σύγκριση των 2
@ Zamuc μιλώντας ειδικά για ένα βιβλίο που είναι μέτριο, δεν περιμένω τρελά πράγματα. Αισθητικά η ταινία ήταν ακριβώς αυτό που φανταζόμουν, είχε έναν "κακό" πρωταγωνιστή καλύτερο απ'ότι περίμενα. Συμφωνώ σ' αυτό που λες. Αν το έχεις διαβάσει θέλεις το κάτι παραπάνωμ, αν όχι δεν σε νοιάζει. Επίσης μπορεί να έχεις δει την ταινία και σου άρεσε και μετά το διάβασες. Εκεί τα πράγματα είναι οκ. Αν όμως τα είχες κάνει με την αντίθετη σειρά μπορεί να είχες εντελώς διαφορετική άποψη. Αν ποτέ τύχει να το διαβάσεις (καλά, μην σκιστείς κι όλας-γενικά είναι μέτριο) αν κάτι είναι απίστευτα καλό είναι οι χαρακτήρες. Όμως υποκινούνται και το τονίζω, ειδικά ο Bell, από πράγματα για τα οποία η ταινία ούτε καν μας υποψιάζει κι έχουν ουσιαστικό και πραγματευτικό ενδιαφέρον. :)
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ κινηματογράφος είναι διαφορετικό μέσο αφήγησης από το μυθιστόρημα, έχει άλλους κανόνες, έχει άλλες τεχνικές, έχει άλλες απαιτήσεις. Έχει άλλο κοινό. Ο κινηματογράφος είναι άλλη τέχνη, διαφορετική από το μυθιστόρημα. Μπορεί κάποιες φορές να εφάπτονται, αλλά ποτέ, είναι φύση αδύνατο, να ταυτιστούν.
ΑπάντησηΔιαγραφήΞεκινώ με αυτή την αυτονόητη επισήμανση, για να σου δείξω πού είναι το λάθος στο σκεπτικό σου.
Ναι, το κείμενό σου είναι καλογραμμένο.
Ναι, οι ενστάσεις που έχεις βάλει σε σχέση με την δουλειά των Κοέν είναι ίσως δικαιολογημένες.
Όμως: χάνεις το δίκιο σου όταν συγκρίνεις το βιβλίο με την ταινία. Όταν φτιάχνεις έναν ιδιότυπο αγώνα, όπου νικητής βγαίνει το βιβλίο. Εξάλλου, εσύ η ίδια, τουλάχιστον από όσα διαφαίνονται από το γραπτό σου, το μόνο που ζητάς από τους Κοέν και την ταινία τους είναι να εικονογραφήσουν τον μυθιστόρημα. Όχι να φτιάξουν ένα καινούργιο έργο τέχνης με υπόθεση παρόμοια με εκείνη του βιβλίου.
Που για μένα είναι το ζητουμενο.
Για μένα, όπως έχω ήδη γράψει, η ταινία είναι ένα μικρό αριστούργημα. Είναι ένα δείγμα του αμερικάνικου σινεμά που αγαπώ: Το σινεμά του Χιούστον, του Φορντ, του Ιστγουντ, του Κόπολα. Αργό, αλλά όχι άρρυθμο, με χρόνο που πυκνώνει και αραιώνει δημιουργώντας μια ένταση που ώρες-ώρες γίνεται σχεδόν μεταφυσική.
Αυτά ετσι στα πρόχειρα. Θέλω να δω και το άλλο, το "θα χυθεί αίμα".
@ Φώτη καλησπέρα!
ΑπάντησηΔιαγραφήΆντε πάλι ν' απολογούμαι... :p
Λοιπόν...
1. Ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια.
2. Οι Coen ναι είναι καλοί. Και η ταινία είναι καλή. Όταν όμως παίρνουν σαν βάση ένα βιβλίο που το βασικό της στοιχείο δεν είναι η ιστορία, αλλά οι χαρακτήρες, το παρελθόν και τα κίνητρά τους, θεωρλω ότι πρέπει και σκηνοθετικά να το χειριστείς διαφορετικά. Ωραίο το κυνηγητό, αλλά βγαίνοντας από την αίθουσα σου μένει μόνο αυτό. Αποδυναμώθηκαν τόσο πολύπλοκοι χαρακτήρες κι αυτό με ενόχλησε. Το ζητούμενο δεν ήταν η δράση κι η αγωνία, ή τουλάχιστον, δεν ήταν μόνο αυτό.
3. Φυσικά στη σύγκριση μεταξύ βιβλίου και ταινίας το βιβλίο βγαίνει 99% κερδισμένο. Όπως διαπίστωσες όμως η ταινία έχει μεγαλύτερη βαθμολογία παρά που διαφωνώ στο πως χειρίστηκαν οι Coen το πρωτότυπο υλικό. Το βιβλίο είναι σενάριο από μόνο του. Δεν δικαιολογείται τέτοιο πετσόκομα.
4. Δεν ζητάω εικονογράφηση, αλλά ακόμα κι αν ζήταγα σ' αυτό τον τομέα τα πήγαμε καλά. Ζητάω να εμβαθύνω στους χαρακτήρες αφού εκεί είναι το ζητούμενο.
5. Θα μου πεις... "πας σινεμά για να προβληματιστείς;"! Ναι, ειδικά αν η θεματολογία είναι σύγχρονη και με αφορά έστω κι εν μέρη, ναι, γιατί όχι! Δεν αρκεί να περνάς καλά. Χρειάζεται και να το φιλοσοφείς!
-Τώρα όσο για το άλλο, πρέπει να περιμένω να βγει dvd αφού σινεμά το έχασα.
Παρακάλαγα, αλλά κανένας δεν μου έκατσε να πάμε. :(
Και όμως οι χαρακτήρες είναι και ολοκληρωμένοι και έχουν βάθος. Αν δεν αναφέρεται το παρελθόν τους, μην το θεωρείς κακό. Καλλίτερα. Η πολυλογία είναι άχρηστη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠαράδειγμα: Ο M. Mann έγραψε γύρισε δυο φορές την ίδια ουσιαστικά ταινία, το HEAT με ΝτεΝίρο και Πατσίνο και το COLLATERAL με Τ. Κρουζ. Στην πρώτη δεν ξέρουμε τίποτα για το παρελθόν του εγκληματία, του ΝτεΝίρο. Στην δεύτερη ο Κρουζ μας τα πρήζει με την πολυλογία του για τα παιδικά του χρόνια και το παρελθόν του. Η πρώτη, η σιωπηλή, είναι σαφώς ανώτερη. Και γιατί οι χαρακτήρες δεν προσπαθούν να αποκτήσουν βάθος με αναφορές στο παρελθόν, αλλά γιατί ΕΧΟΥΝ βάθος.
Δεν μου έλεγες να πάμε μαζί;
@ Φώτη, π.χ. ο Βell! Μοιάζει σαν παρατηρητής ενώ η παρουσία του έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία.
ΑπάντησηΔιαγραφήΝαι, επικεντρώνονται οι Coen στους ήρωες, κάνουν κοντινά, αλλά αρκεί αυτό; Εμένα όχι!
Δεν είναι το παρελθόν που με κάνει να κολλάω, άλλωστε μόνο ο Bell έχει μεγάλο και σημαντικό, όσο ο χαρακτήρας από τη στιγμή που μπλέκουν στην ιστορία και μετά.
Ο Lwellyn π.χ. έχει συνάντηση με κάποιο πρόσωπο, που αν και μοιάζει δεν είναι καθόλου ασήμαντο κι οδηγεί στο τελευταίο μακελείο. Σε κάνει όμως να τον δεις αλλιώς. Τέτοιες σκηνές δεν κόβονται! Αυτό εννοώ! Είναι ζωτικές!
(πάντως πολλά ήταν τα oscar - μόνο τα 2 θα έδινα).
- Δεν το ήξερα... Επειδή τώρα τελευταία μου το παίζουν πολύ δύσκολοι, αν ξανακάτσεις τέτοια φάση θα σου πω! Μακάρι να είχαμε πάει παρέα!
Ουφ, δεν πρόκειται ποτέ να συμφωνήσουμε. Γιατί εσύ ήθελες να δεις το βιβλίο και όλα τα μετράς με βάση αυτό, ενώ εγώ είδα μια εξαιρετική ταινία. Και, ας πούμε, δεν μου φάνηκε να λείπει καμιά σκηνή -πόσο μάλλον σημαντικη σκηνή. Ούτε μου φαίνεται φοβερό, αν στο βιβλίο οι χαρακτήρες είναι διαφορετικοί από ότι στην ταινία.
ΑπάντησηΔιαγραφήΔεν ξέρω τι όσκαρ θα του έδινες και δεν θυμάμαι για να είμαι ειλικρινής τι όσκαρ πήγε. Αυτό που θυμάμαι είναι ότι προκειται για εξαιρετικό φιλμ.
@ Φώτη καλημέρα! :)
ΑπάντησηΔιαγραφήΔεν θα βγάλουμε άκρη! :D
Χα, χα, χα!!!
Αν το μέτραγα 100% βάση του βιβλίου θα του είχα βάλει κάτω από 8/10 (που έβαλα τελικά). Η βαθμολογία μπήκε βάσει αυτού που είδα, όχι βάσει σύγκρισης με το βιβλίο, αλλιώς μπορεί να έβαζα πιο κάτω.
Απλά απ' τη στιγμή που το έχω διαβάσει το να μπω σε μια διαδικασία διαφοροποίησης των σημείων είναι κάπως φυσιολογικά πιστεύω (καλά... λένε ότι είμαι και λίγο τρελή χα,χα)!
Όσο για τα Oscar πήρε καλύτερη σκηνοθεσία και β΄ αντρικό όπου μάλλον κι εγώ θα τα έδινα, διασκευασμένου σεναρίου και καλύτερη ταινία (καλά το τελευταίο ούτε με σφαίρες δεν το έδινα).
ΠΡΙΝ ΛΙΓΕΣ ΜΕΡΕΣ ΑΝΑΚΑΛΥΨΑ ΤΟ SITE ΣΟΥ..ΜΠΡΑΒΟ!ΠΟΛΥ ΩΡΑΙΟ!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΕΠΕΤΡΕΨΕ ΜΟΥ ΟΜΩΣ ΝΑ ΔΙΑΦΩΝΗΣΩ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ΤΑΙΝΙΑ!
ΝΑ ΣΟΥ ΠΩ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ,ΔΕΝ ΕΙΧΑ ΙΔΕΑ ΟΤΙ ΥΠΗΡΧΕ ΚΑΙ ΒΙΒΛΙΟ.
Η ΤΑΙΝΙΑ ΕΙΛΙΚΡΙΝΑ ΜΕ ΑΠΟΓΟΗΤΕΥΣΕ.ΕΧΩ ΔΕΙ ΑΡΚΕΤΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ ΤΩΝ ΑΔΕΡΦΩΝ ΚΟΕΝ ΚΑΙ Ο ΜΠΑΡΔΕΜ ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΥ ΤΑΛΑΝΤΟΥΧΟΣ ΗΘΟΠΟΙΟΣ.
ΔΕΝ ΞΕΡΩ ΤΙ ΠΗΓΕ ΣΤΡΑΒΑ..
ΚΑΙ ΜΟΥ ΕΚΑΝΕ ΦΟΒΕΡΗ ΕΝΤΥΠΩΣΗ ΠΟΥ ΚΕΡΔΙΣΕ ΤΑ ΠΙΟ ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ ΟΣΚΑΡ..ΠΟΥ ΜΕΤΡΙΑ ΓΙΑ ΜΕΝΑ...
@ Σ' ευχαριστώ πολύ! Αν θες γράφε και ένα όνομα, να ξέρουμε πως να σε λέμε! ;)
ΑπάντησηΔιαγραφήΠροσωπικά δεν τρελαίνομαι για τους Coen και πριν από αυτή την ταινία ότι είχα δει δικό τους ήταν μέτριο ή και χάλια.
Μπορεί η ταινία να είναι αυτό που λέμε 'βαριά' ωστόσο, δεν μπορώ να μην αναγνωρίσω ότι είναι ένα καλογυρισμένο έργο.
ΓΕΙΑ ΣΟΥ,ΛΟΙΠΟΝ,ΚΑΙ ΠΑΛΙ!!
ΑπάντησηΔιαγραφή@ Γεια σου Στέλλα! :)
ΑπάντησηΔιαγραφή