"Εκείνος που άκουγε τις επιθυμίες των άλλων" του Γιάννη Φιλιππίδη

Την εποχή των αθώων σκέψεων και των ανοιχτών παραθύρων, γεννιούνται με διαφορά δεκατεσσάρων ημερών, μέσα στον ίδιο Απρίλη, δύο φωτεινά πλάσματα, σε αντικρινά σπίτια παλιών φιλενάδων. Ο δρόμος που χωρίζει τα σπίτια τους είναι κι ο ίδιος που θα τους ενώσει για πάντα. Αρχές της δεκαετίας του ’70, και τα παιδιά θα συνδεθούν μ’ έναν πρωτόφαντο κι οριστικό τρόπο. Οριστικό;
Ο μικρός Γαβριήλ γεννιέται μ’ ένα παράξενο χάρισμα: ν’ ακούει τις επιθυμίες, τις ευχές, τις προσευχές και τις λαχτάρες όσων τον πλησίαζαν, χωρίς να το επιδιώκει ο ίδιος. Θα μπορέσει ένα άγουρο παιδί να τιθασεύσει προς όφελος του καλού ένα τέτοιο ψυχικό του πλεονέκτημα ή θα χαθεί στα δαιδαλώδη μονοπάτια της πονηρής ανθρώπινης φύσης;
Μαζί θα νιώσουν τα κορμιά τους να μεγαλώνουν, τις σκέψεις τους να γίνονται πιο ώριμες, πιο ενήλικες. Θα διδαχτούν εύκολα τον τρόπο να λειτουργούν συντροφικά, να εκφράζουν με τις πράξεις τους τη θέρμη τού ενός για τον άλλον στις καρδιές τους.
Η Αγγελική δεν γνωρίζει για το χάρισμα από επιλογή τού αγοριού. Κι έπειτα, μια τέτοια δύναμη θα σταθεί άξια να βοηθήσει όταν οι δύο παντοτινά ερωτευμένοι άνθρωποι βρεθούν με τις ζωές τους να κρέμονται από μία μόνο κλωστή;

"Το κύμα και η θάλασσα δεν χώρισαν ποτέ" της Σοφίας Παπαηλιάδου

Αν ήμασταν σχήμα, θα ήμασταν κύκλος. Χωρίς γωνίες, μόνο καμπύλες. Η αρχή να ενώνεται με το τέλος και να δημιουργεί το πάντα. Με ένα μικρό πείραγμα να γινόμαστε από το μηδέν το άπειρο. Από το τίποτα τα πάντα.
Αν ήμασταν χρώμα, θα ήμασταν κόκκινο. Κόκκινο της φωτιάς όταν το πάθος μας θυμώνει και χάνουμε τον έλεγχο. Κόκκινο του δειλινού όταν χανόμαστε ο ένας μέσα στον έρωτα του άλλου. Κόκκινο του κρασιού όταν γαληνεύουμε και ωριμάζουμε μέσα στους εαυτούς μας τους ίδιους.
Αν ήμασταν μυρωδιά, θα ήμασταν της βροχής. Ναι, μην παραξενεύεσαι. Έχει μυρωδιά η βροχή. Κάθε σταγόνα της παίρνει τη μυρωδιά σου. Κάθε σταγόνα της με λούζει μ’ εσένα.
Αν ήμασταν τραγούδι, θα ήμασταν εκείνο που δεν γράφτηκε ακόμα. Θα ήμασταν εκείνο το τραγούδι που δεν θελήσαμε ποτέ να μοιραστούμε. Εκείνο που θα έγραφες για εμάς.Αν ήμασταν γεύση, θα ήμασταν σανγκρία με τεκίλα. Αταίριαστοι, διαφορετικοί κι όμως τόσο ίδιοι. Γλυκό με πικρό που γίνονται ένα.
Αν ήμασταν ήχος, θα ήμασταν η θάλασσα που σκάει στα βράχια. Εσύ θάλασσα, εγώ αέρας. Κι όταν ενωνόμαστε, κάνουμε το πιο δυνατό κύμα. Κύμα κι οι δυο και σκάμε πάνω στα βράχια. Κύμα κι οι δυο και κανένας βράχος δεν μας σταμάτησε. Γιατί το κύμα και η θάλασσα δεν χώρισαν ποτέ