"Ιστορία μιας μοιχείας" του Edoardo Albinati

Τι µας ελκύει σ’ έναν άνθρωπο που µόλις γνωρίσαµε;
Γιατί αυτό που ήδη έχουµε δε µας είναι αρκετό;
Τι συµβαίνει σ’ έναν έρωτα που µένει κρυµµένος στη σκιά;
Κάποιες ιστορίες χρειάζονται χρόνια για να τελειώσουν, άλλες φλέγονται σε µια σύντοµη χρονική τροχιά και σ’ έναν χώρο που όσο πιο περιορισµένος είναι, τόσο περισσότερη ένταση τους προσθέτει.
Εξαπατώντας τους συντρόφους τους, ενδεχοµένως και τον εαυτό τους, οι δύο πρωταγωνιστές της "Ιστορίας µιας μοιχείας" ξεκλέβουν ένα Σαββατοκύριακο για να ζήσουν το πάθος που γεννήθηκε πρόσφατα. Στο τέλος του καλοκαιριού, ένα ιπτάµενο δελφίνι θα τους οδηγήσει σ’ ένα νησί, όπου ο χρόνος έχει σταµατήσει κι ο τόπος είναι σαν να περιµένει τους δύο εραστές για να ζωντανέψει.
Την ιστορία του Έρρι και της Κλεµεντίνα, που έχουν δραπετεύσει από τα πάντα και συνάµα βρίσκονται αιχµάλωτοι στο νησί, ο Αλµπινάτι την αφηγείται ελλειπτικά, σαν στιγµιότυπα, φωτογραφίες τραβηγµένες σε σκόρπιες στιγµές της περιπέτειάς τους, που µπορούµε να τις κοιτάξουµε κρυφά. Μια ιστορία αισθησιακή, απλή, ειπωµένη µε ωµή ειλικρίνεια, παρότι χτίζεται πάνω σε ψέµατα. Οι ακριβείς και συγκινητικές σελίδες της απευθύνονται σε όλους µας.
"Δυο άνθρωποι µένουν ξένοι ο ένας για τον άλλον ενώ κάνουν έρωτα. Ο έρωτας ως οικειότητα ακούγεται σαν παρανόηση. Με το άγγιγµα, την ερωτική πράξη, το µοίρασµα του αέρα στο φιλί, οι εραστές µετρούν την έκταση της απόστασης που τους χωρίζει, την αντίσταση των σωµάτων στην ένωση, το αδύνατο του να γίνουν ένα, όπως επιτάσσουν οι ποιητές. Στην πραγµατικότητα, αντιµάχονται ο ένας τον άλλο, σαν εχθροί ή σαν φίλοι, δεν έχει διαφορά... Κι ύστερα σηκώνονται από το κρεβάτι, από τα καθίσµατα του αυτοκινήτου και χωρίζονται, το ίδιο διαφορετικοί µε πριν, αν όχι περισσότερο. Θα τα λέµε όλα, έτσι δεν είναι; Θα το θυµάσαι;"
Ε. Α.

"Ο άλλος μέσα του" του Sam Shepard

Η αγωνιώδης και υπαινικτική αφήγηση του Σαµ Σέπαρντ ξεκινά µ’ έναν άνδρα στο σπίτι του, το χάραµα, ο οποίος περιστοιχισµένος από λεύκες και τα µακρινά ουρλιαχτά των κογιότ διαπλέει ήρεµα την απόσταση µεταξύ παρόντος και παρελθόντος. Σταδιακά, οι µνήµες τον κυριεύουν όλο και πιο πολύ: νοερά βλέπει τον εαυτό του σε τροχόσπιτο κινηµατογραφικού συνεργείου, το νεανικό του πρόσωπο τον κοιτάζει από έναν καθρέφτη πλαισιωµένο µε φωτάκια. Στα όνειρα και στα οράµατά του βλέπει τον νεκρό πατέρα του, βλέπει τη χαµένη Αµερική της παιδικής του ηλικίας και, πιο εµµονικά, τη νεαρή ερωµένη του πατέρα του, µε την οποία τα έµπλεξε και ο ίδιος, πυροδοτώντας έτσι µια τραγωδία που τον ακολουθεί ακόµα...
Το θεατρικό τέµπο, η ποιητική γλώσσα και το τραχύ χιούµορ αναµειγνύονται σ’ αυτόν τον συναρπαστικό στοχασµό πάνω στη φύση της εµπειρίας, έναν στοχασµό θριαµβικό και συγχρόνως αλλόκοτα ονειρικό, σπαραχτικό και αξέχαστο.
"Θρησκείες και πολιτική στη νεωτερικότητα" - επιμέλεια: Θ. Λίποβατς, Δεμερτζής Νίκος καθηγητής πολιτικής κοινωνιολογίας, Γεωργιάδου Βασιλική

Για εκατομμύρια ανθρώπους, η θρησκεία είναι ένα αντίδοτο στην αγωνία που προκαλούν η ανέχεια, ο πόλεμος, ο κατακερματισμός των κοινωνικών σχέσεων και η επιτάχυνση της καθημερινότητας που επιφέρει η εξέλιξη της τεχνολογίας. Η στροφή στο Θεό και η υιοθέτηση μορφών θρησκευτικής έκφρασης είναι μεν απόρροια της έλλειψης νοήματος και των ανασφαλειών που γεννά η κοινωνία της διακινδύνευσης, πλην όμως συντελείται σ' ένα κοινωνικό περιβάλλον που δεν επιτρέπει την επικράτηση ενός μόνο θρησκευτικού προτύπου. Το μονοπώλιο της μίας και μοναδικής θρησκείας μέσα σε μια επικράτεια διαδέχεται πλέον ο θρησκευτικός πλουραλισμός. Κατά συνέπεια η ελπίδα, η μέριμνα και η αγάπη δεν εμπίπτουν αποκλειστικά στη δικαιοδοσία της θρησκείας (και της εκκλησίας), αλλά μπορούν να βιωθούν χωρίς αναφορά στο Θεό. Χωρίς σωτηριολογικές αυταπάτες, τα υπαρξιακά ερωτήματα μπορούν να αντιμετωπισθούν και με μιαν άθρησκη θρησκευτικότητα, όπως και με μια θρησκευτικότητα χωρίς θεό ή ακόμη και χωρίς εκκλησία. Αυτό προϋποθέτει την άσκηση των σύγχρονων ατόμων στη δρώσα εμπιστοσύνη απέναντι στον άλλο, στο πλαίσιο μιας ανοικτής κοινωνίας πολιτών.

"Ο Χόρχε Λούις Μπόρχες και η αγωνία της μετάφρασης" του Αχιλλέα Κυριακίδη

"Κανένα πρόβληµα δεν είναι τόσο σύµφυτο µε τα γράµµατα και το ταπεινό τους µυστήριο όσο αυτό το οποίο θέτει µια µετάφραση" έχει γράψει ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες, και ο συγγραφέας, δοκιµιογράφος και µεταφραστής του Αχιλλέας Κυριακίδης, µε αφορµή το γεµάτο ειρωνικές νάρκες έργο του µεγάλου Αργεντινού, ιχνηλατεί τις ωδίνες του µεταφραστή. Πότε µια µετάφραση είναι πιστή; Τι σηµαίνει µετάφραση του πνεύµατος ή του γράµµατος; Είναι όλα τα κείµενα µεταφράσιµα και µεταφραστέα; Σε ποια γραµµατεία ανήκουν τα µεταφρασµένα έργα; Ανταποδίδοντας την τιµή του Ιονίου Πανεπιστηµίου να τον αναγορεύσει επίτιµο διδάκτορα, ο Κυριακίδης στην ευχαριστήρια αντιφώνησή του µιλά, παίζων άµα και σπουδάζων, για το αίνιγµα της οικειοποίησης µιας άλλης γλώσσας και τις προσωπικές αγωνίες του µεταφραστή.
"Η γραφομηχανούλα. Nietzsche ex Machina" των Siegfried Kracauer & Friedrich Wilhelm Nietzsche

Στη "Γραφομηχανούλα" του Ζίγκφριντ Κρακάουερ (1889-1966) ο αφηγητής ερωτεύεται τη γραφομηχανή του. Η παράδοξη σχέση τους διανύει όλα τα στάδια μιας τυπικής ερωτικής συνύπαρξης: μια τυχαία συνάντηση, ενθουσιασμός και ερωτική μανία, απομάγευση και χωρισμός. Ό,τι περιγράφει ο Κρακάουερ προσομοιάζει με την εμπειρία του Φρίντριχ Νίτσε γύρω στα 1882, όταν, έχοντας χάσει την όρασή του, έγινε για λίγο ενθουσιώδης κάτοχος μιας από τις πρώτες γραφομηχανές. Σε αυτήν "χτύπησε" ποιήματα και επιστολές, όπου φανερώνεται πότε πότε ο ψυχικός εκτροχιασμός, όπως και στο αφήγημα του Κρακάουερ. Ο Νίτσε υπήρξε ο πρώτος στοχαστής που επισήμανε τη γοητεία μιας ενδεχόμενης ώσμωσης διανοητή και μέσου. Οι συμπτώσεις ανάμεσα στα δύο κείμενα είναι τέτοιες, ώστε συνιστάται η παράλληλη ανάγνωσή τους εν είδει λογοτεχνικού παιχνιδιού.
Για μεγάλο διάστημα δεν τολμούσα να χρησιμοποιήσω τη μηχανή. Τέλεια καθώς ήταν, μου φαινόταν πλάσμα ανώτερο, που θα ήταν ανεπίτρεπτο να υποστεί την παραμικρή ζημιά από τυχόν κακομεταχείριση. Αμήχανος, μονάχα χάιδευα -τότε, στην αρχή της σχέσης μας- τα δροσερά της μέλη. Το απαλό άγγιγμα αρκούσε για να με κάνει ευτυχισμένο. Άλλοτε άφηνα τον κύλινδρο να περιστρέφεται και πείραζα τα καρούλια με τις μελανοταινίες κρατώντας ολίγη αντίσταση με τα δάχτυλα. Όποτε αμελούσαν οι επισκέπτες μου να εκφράζουν τον θαυμασμό τους για τη μηχανούλα, τους μισούσα.
Ζίγκφριντ Κρακάουερ, "Η γραφομηχανούλα"