Συνοπτική περίληψη του βιβλίου:
Σε κάποια άλλη ζωή μπορεί να ήμασταν φίλες.
Μα βρισκόμασταν στο Μπέρτσγουντ...
Μου άρεσε να ράβω όμορφα μεταξωτά φορέματα με δαντέλες. Όταν η γιαγιά μου άνοιγε το καπάκι της ραπτομηχανής και έβλεπα στη σειρά τα μασούρια με τις πράσινες, κίτρινες, κόκκινες, γκρίζες, λευκές και ροζ κλωστές ονειρευόμουν πως μεγαλώνοντας θα είχα το δικό μου εργαστήριο. Τότε πιστεύαμε πως ο πόλεμος ήταν κάτι που συνέβαινε κάπου αλλού· ήρθε όμως στην πόλη μας και μας άρπαξε.
Στοίβαξε χιλιάδες ανθρώπους σε τούτο το μέρος και, μαζί με μένα, τη Ρόουζ, τη Μάρτα και την Κάρλα.
Πάνω από τους φράχτες με το αγκαθωτό συρματόπλεγμα, ο ήλιος δεν ξεχώριζε στο γκρίζο. Στοιχιζόμασταν σε σειρές των πέντε, όλες με ριγέ στολή, και μετά τρέχαμε στο ατελιέ ραπτικής του στρατοπέδου. Εκεί, ανάμεσα στα πανάκριβα υφάσματα και στις απαιτητικές κυρίες των αξιωματικών, μέρα με τη μέρα ψαλιδίζονταν οι ελπίδες μας.
Εκείνο το πρωινό είχα δέσει κρυφά την κόκκινη μεταξωτή κορδέλα γύρω από τον λαιμό μου. Και για πρώτη φορά από τότε που βρέθηκα στο Μπέρτσγουντ ένιωσα πραγματικός άνθρωπος.
Έλλα, 1944 

Προσωπική άποψη:
Το "Κόκκινη μεταξωτή κορδέλα" είναι ένα βιβλίο που με το που το παίρνεις στα χέρια σου νιώθεις ένα μαγικό συναίσθημα να σε κατακλύζει. Από τις πιο όμορφες εκδόσεις που έχω δει ποτέ, με το βιβλίο να θυμίζει ένα κουτί ραπτικής, βαμμένο στα χρώματα των στολών των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Ριγέ, λερωμένο και σκονισμένο σε ορισμένα σημεία, με την κορδέλα του τίτλου αγκιστρωμένη πάνω σε ένα συρματόπλεγμα, όπως αγκιστρωμένες προσπαθούν να κρατηθούν στην καρδιά στην ψυχή των κρατουμένων οι ελπίδες και τα όνειρά τους. Και κάθε κεφάλαιο έχει για τίτλο του ένα χρώμα. Χρώματα από εκείνα που θα βρεις στα ανάμεσα στα μασούρια μιας μοδίστρας, όμορφα τοποθετημένα και φυλαγμένα. Κλωστές που είναι έτοιμες να κεντήσουν, να ράψουν, ν' αφήσουν τα σημάδια τους με κάθε βελονιά τους. 

Για πολλοστή φορά, τον τελευταίο χρόνο, βρέθηκα στα στρατόπεδα συγκέντρωσης του Άουσβιτς. Εκεί γνώρισα, ανάμεσα σε δεκάδες άλλους κρατούμενους, δύο νέα κορίτσια που ξεχώριζαν, την Έλλα και τη Ρόουζ. Τόσο διαφορετικές μεταξύ τους, που δεν θα μπορούσα να φανταστώ τη μία να ζει χωρίς την άλλη. Και πράγματι, απ' τη στιγμή που θα γνωριστούνε μέσα σ' αυτή την Κόλαση, οι μοίρες τους θα δεθούν άρρηκτα και η μία θα συμπληρώνει την άλλη, ακόμα και τις στιγμές εκείνες που μοιάζουν να τους χωρίζουν χιλιόμετρα ολόκληρα. Γιατί, όταν καλείσαι να "ζήσεις" μέσα σε έναν ζωντανό τάφο, όταν δεν έχεις πια ζωή όσο κι αν παλεύεις να την κρατήσεις, όταν από κάπου πρέπει να πιαστείς αλλά δεν ξέρεις ποιον να εμπιστευτείς και μέχρι που μπορείς να το κάνεις, το να κρατιέσαι απ' ό,τι σε κάνει να αισθάνεσαι ανθρώπινος είναι ίσως η μοναδική σου επιλογή.

Η Έλλα, έχοντας μεγαλώσει μαζί με τη γιαγιά της και την αγάπη αυτής για το ράψιμο, τις κλωστές, τα υφάσματα, οτιδήποτε σχετίζεται με τη ραπτική, μια αγάπη που πέρασε στην ίδια σαν κληρονομιά, είναι αφοσιωμένη στο να εργάζεται σκληρά, παραδομένη στη μοίρα της κι αφοσιωμένη στο μοναδικό πράγμα που αγαπά και της έχει απομείνει. Δεν έχει σε κάτι να ελπίζει, δεν πιστεύει σε παραμύθια, έχει μόνο την τέχνη της. Αλλά αυτό αλλάζει όταν γνωρίζει τη Ρόουζ, που δεν είναι ρεαλίστρια όπως εκείνη. Η Ρόουζ, επηρεασμένη από την πρώην αριστοκρατική καταγωγή της, από τον τρόπο με τον οποίο μεγάλωσε και από τα δεκάδες βιβλία που έχει διαβάσει, είναι περισσότερο ονειροπόλα, μα και ιδεαλίστρια συνάμα. Πιστεύει στα όνειρα, μα την ίδια στιγμή πιστεύει και στις αξίες που δεν πρέπει κανείς να προδίδει, ειδικά όταν γνωρίζει πως είναι καταδικασμένος ό,τι και να κάνει, αρκεί να βρεθεί στον δρόμο του εκείνος που θα θελήσει να του χαρίσει την χαριστική βολή.

Η αφήγηση γίνεται με τη φωνή της Έλλα, και μέσα από τα δικά της μάτια βλέπουμε να ζωντανεύει μπροστά μας κάθε γωνιά του στρατοπέδου του Άουσβιτς -με πιο ανατριχιαστική όλων, την αποθήκη φύλαξης υφασμάτων και άλλων υλικών, τα οποία κατάσχονταν από τους φυλακισμένος και μαζεύονταν εκεί προς πάσα μελλοντική χρήση. Κάθε περιγραφή της Έλλα είναι άκρως παραστατική και ζωντανή, αλλά λίγο πολύ η φρίκη του στρατοπέδου έχει αποδοθεί πολλάκις. Η κτηνωδία, όμως, που κρύβεται ανάμεσα σε αυτή την αποθήκη γεμάτη χρωματιστά υφάσματα, είναι σοκαριστικά τραγική, συναίσθημα που μεγαλώνει ακόμα περισσότερο όσο πιο πολύ το σκέφτεσαι. Γιατί δεν μιλάμε απλά για στοιβαγμένα ρούχα, αλλά για ματωμένα όνειρα, για νεκρές ζωές, για απώλειες και πληγές που δεν μπορούν να επουλωθούν, για το χειρότερο πρόσωπο του απάνθρωπου εαυτού μας που μπροστά στο "εγώ" δεν διστάζει να θυσιάσει μαζικά το "εσείς" και μέσα από μια ανομολόγητη βία, το "εμείς" ως πολιτισμός.

Μοναδικό, όμως, είναι και ο τρόπος με τον οποίο η συγγραφέας αποδίδει τις "ταξικές" διαφορές, αν μπορούμε να τις χαρακτηρίσουμε έτσι, μέσα στα στρατόπεδα, με κάποιους να στέκονται ανώτερα άλλων, ξεχνώντας από που προέρχονται και για που προορίζονταν, ή ακόμα κι αψηφώντας το που μπορεί να βρεθούν την επόμενη μέρα. Και μέσα σ' έναν τόσο σκοτεινό κι επικίνδυνο μικρόκοσμο, λίγοι μπορούν να επιβιώσουν, κι αν ακόμα το καταφέρουν αυτό θα συμβεί μονάχα αν τολμήσουν, αν ρισκάρουν, αν έχουν την απαιτούμενη ευφυΐα μα και το ένστικτο που χρειάζεται προκειμένου να κάνουν τις σωστές επιλογές, τις σωστές στιγμές. Μα πάνω απ' όλα, αν μπορέσουν να τιθασεύουν το "εγώ" και το "θέλω" τους, αν δεν ξεχάσουν, αν κρατηθούν, έστω κι από μια κόκκινη μεταξωτή κορδέλα, πάνω σ' όλα όσα έχουν υπάρξει, σ' όλα όσα θέλουν να κρατήσουν καλά φυλαγμένα μέσα τους για να παραμείνουν οι ίδιοι, να μην χαθούν και να μην χάσουν τον εαυτό τους. Ένας τέτοιος άνθρωπος είναι η Έλλα και ο προσωπικό της αγώνας αξιοθαύμαστος.

Άκρως ρεαλιστικό και παραστατικό, πολύ σκληρό, ίσως και εξαιρετικά ωμό κάποιες φορές, με πηγαία αληθινό και βαθιά συναισθηματικό και ανθρώπινο, το μυθιστόρημα αυτό είναι από εκείνα που δε γίνεται να διαβάσει κάποιος και να μην αγγίξουν την καρδιά του. Ένα βιβλίο κατάλληλο για όλες τις ηλικίες, από την εφηβεία και πάνω, που παρά τη βία και την κτηνωδία που απεικονίζει, βγαλμένη, ωστόσο μέσα από την ίδια τη ζωή, διαθέτει έναν αέρα λυρισμού και μια ποιητικότητα λόγου, που ελάχιστες -μα σωστά επιλεγμένες- στιγμές χαλαρώνει λίγο την πίεση που μας ασκεί, στο σύνολό του, επιτρέποντάς μας να ανασάνουμε και να κρατηθούμε κι εμείς απ' αυτή τη μικρή μα δυνατή ελπίδα που αυτή η μεταξωτή κόκκινη κορδέλα κρατά σφιχτά κι ευλαβικά περιμένοντας τη μέρα που ο ήλιος θα λάμψει και θα φωτίσει, όχι όνειρα, αλλά την πραγμάτωση αυτών.
Βαθμολογία 10/10

Ταυτότητα βιβλίου:
Συγγραφέας: Lucy Adlington
Μεταφραστής: Πιπίνη Αργυρώ
Εκδόσεις: Διόπτρα
Κατηγορία: Ξένη Λογοτεχνία
Έτος Έκδοσης: 2019
Αρ. σελίδων: 400
ISBN: 978-960-605-616-1