Συνοπτική περίληψη του βιβλίου:
Πέντε γυναίκες εγκαταλείπουν την άνεση του κλιματιζόμενου εργασιακού τους περιβάλλοντος, φορτώνονται απρόθυμα τα σακίδιά τους και ξεκινούν να διασχίσουν ένα πάρκο άγριας φύσης στην αυστραλιανή ενδοχώρα. Στόχος αυτής της πεζοπορίας να ενισχυθούν οι μεταξύ τους συναδελφικοί δεσμοί και η ομαδικότητά τους. Στο τέλος της διαδρομής όμως θα μείνουν μόνο τέσσερις... Και καθεμία έχει μια ελαφρώς διαφορετική ιστορία για το τι ακριβώς τους συνέβη.
Ο ομοσπονδιακός πράκτορας Άρον Φαλκ ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για την τύχη της αγνοούμενης πεζοπόρου. Καθώς η έρευνά του τον παρασύρει στην καρδιά της οργιώδους βλάστησης, ο Φαλκ ανακαλύπτει πως οι γυναίκες είναι μπλεγμένες μεταξύ τους σ’ ένα κουβάρι από μυστικά, υποψίες και προδοσίες. Θα μπορούσε κάτι απ’ όλα αυτά ωστόσο να οδηγήσει σε φόνο; 

Προσωπική άποψη:
Νομίζω πως, πλέον, η Jane Harper δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις. Πέραν του ότι είχαμε πει πολλά γι' αυτήν τον Μάρτιο που μας πέρασε, όταν κυκλοφόρησε στα ελληνικά το πρώτο της βιβλίο, "Η ξηρασία", νομίζω πως το ίδιο το βιβλίο της επιβεβαίωσε με τον καλύτερο τρόπο την φήμη της, αποδεικνύοντάς μας περίτρανα πως δεν ισχύει πάντοτε το: Όπου ακούς πολλά κεράσια, κράτα και μικρό καλάθι. Αντίθετα, ίσως για πρώτη φορά, μας έκανε να καταλάβουμε πως η Αυστραλία έχει πολλές νέες λογοτεχνικές πένες που περιμένουν να φτάσουν στα χέρια μας και να μας αποδείξουν πως έχουν να μας προσφέρουν κάτι το διαφορετικό κι έξω από τα τετριμμένα. Κι αν το "Η ξηρασία" το πέτυχε αυτό μία φορά, το "Άγρια φύση" νομίζω πως ήρθε με ακόμα μεγαλύτερο δυναμισμό και σίγουρα πολύ πιο ανατριχιαστικό.

Βρισκόμαστε στην αυστραλιανή ενδοχώρα, όπου μια ομάδα πέντε γυναικών που εργάζονται μαζί, αναγκάζονται να αφήσουν την ασφάλεια των γραφείων τους και να διασχίσουν ένα πάρκο άγριας φύσης, με μοναδικό εφόδιο ένα σακίδιο με τα άκρως απαραίτητα, και  συντροφιά η μία την άλλη. Σκοπός αυτού του οδοιπορικού δεν είναι άλλος απ' το να συσφίξουν τις μεταξύ τους σχέσεις, ώστε να λειτουργούν καλύτερα ως ομάδα, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά θέματα δουλειάς. Όμως, δεν θα καταφέρουν και οι πέντε να φτάσουν στον προορισμό τους. Η μία εκ των πέντε θα χαθεί στη διαδρομή και η κάθε μία από τις υπόλοιπες τέσσερις έχει μια δική της οπτική των γεγονότων που εξηγούν το τι ακριβώς συνέβη. Είναι η ώρα, λοιπόν, για τον Άρον Φαλκ να αναλάβει και πάλι δράση, έτσι ώστε να ανακαλύψει τι πραγματικά συνέβη στην εξαφανισμένη γυναίκα. Και όσο περισσότερο βυθίζεται στην καρδιά της άγριας φύσης, όλο και περισσότερα μυστικά ανακαλύπτει που συνδέουν αυτές τις γυναίκες μεταξύ τους και ποιος ξέρει, ίσως κάποιο από αυτά να ήταν αρκετό ώστε να οδηγήσει κάποια μέχρι το έγκλημα.

Η Harper επανέρχεται με ένα δεύτερο βιβλίο με τον ίδιο κεντρικό ήρωα, αλλά με εντελώς διαφορετική δομή από το πρώτο της. Διατηρεί μεν τον άξονα του μυστηρίου και χρησιμοποιεί όλα τα στοιχεία που μπορεί προκειμένου να εντείνει την αγωνία μας, ωστόσο, το κάνει με έναν τρόπο λιγότερο τυποποιημένο, κάτι που αναπόφευκτα οδηγεί σε ένα αποτέλεσμα πιο απελευθερωμένο, αποδεσμευμένο από αυστηρούς, στενούς κανόνες, το οποίο, παράλληλα, οδηγεί σε πολύ πιο τρομακτικά συμπεράσματα και δεδομένα. Όπως και στην "Ξηρασία", έτσι κι εδώ, η συγγραφέας εκμεταλλεύεται απόλυτα το σκηνικό μέσα στο οποίο εκτυλίσσεται η δράση της, ακόμα και στις πιο μικρές λεπτομέρειες αυτού, οι οποίες αποτυπώνονται με άκρα λεπτομέρεια, παραστατικότητα, μα και με μια γλαφυρότητα που σε κάνει να αγχώνεσαι όλο και περισσότερο, αφού νιώθεις σαν να βρίσκεσαι εκεί, χωρίς να μπορείς να ξεφύγεις. Κι εκεί που στην "Ξηρασία" εκμεταλλεύτηκε το αποπνικτικό, άγονο και στέρφο κλίμα, εδώ εκμεταλλεύεται κάτι πιο αρχέγονο, που κρύβει δεκάδες κινδύνους που δεν μπορείς πάντα να περιμένεις, ούτε και να αντιμετωπίσεις, που δεν είναι άλλο από την ίδια τη φύση που, ως γνωστόν, δεν μας συμπαθεί και πολύ, και με το δίκιο της.

Παράλληλα με όλα τα άλλα, η Harper έχει συνδέσει πολύ επιδέξια το θύμα της ιστορίας μας, την Άλις, με τον πράκτορα Φαλκ, αφού η εξαφάνισή της μπορεί να μην είναι ένα τυχαίο γεγονός, αλλά να οφείλεται στην μεταξύ τους σχέση και στο γεγονός ότι η ίδια του παρείχε σημαντικές πληροφορίες, κάτι που μπορεί να μην άρεσε σε ορισμένους. Αυτή η σύνδεση προσφέρει και μια νότα συναισθηματισμού στην αφήγηση, αφού η όποια προσωπική σχέση ανάμεσα σε ερευνητή και θύμα, αν μη τι άλλο, περνάει την υπόθεση από το καθαρά επαγγελματικό στάδιο σε κάτι περισσότερο, πιο πολυεπίπεδο. Ωστόσο, αυτό δε σημαίνει σε καμία περίπτωση πως η συγγραφέας παρασύρεται από φτηνούς μελοδραματισμούς, ούτε πως χάνει τον σημαντικότερο στόχο όλων που δεν είναι άλλος από την εύρεση της αλήθειας. Πού να κρύβεται αυτή, όμως; Στα λεγόμενα ποιας εκ των τεσσάρων γυναικών; 

Ο αφηγηματικός ρυθμός είναι έντονος, γρήγορος, γεμάτος δυναμισμό, ανατροπές και εκπλήξεις, μα περισσότερο από κάθε τι άλλο, είναι άκρως ατμοσφαιρικός στέλνοντας ρίγη ανατριχίλας στη ραχοκοκαλιά μας. Η άγρια βλάστηση που επικρατεί στο σκηνικό της δράσης, δημιουργεί μια κλειστοφοβική ατμόσφαιρα, αφού παρά την απεραντοσύνη της φύσης γύρω μας, λίγες είναι οι πραγματικές έξοδοι διαφυγής, πράγμα που συντελεί στην δημιουργία, συντήρηση και διατήρηση μέχρι τέλους, μιας παρανοϊκής εμμονής πως συνεχώς κάτι, ή κάποιος, βρίσκεται πίσω σου, και πως ανάμεσα από τα σκοτεινά φυλλώματα, πάντα δυο μάτια είναι καρφωμένα πάνω σου. Αν μη τι άλλο, το να νιώθεις παγιδευμένος μέσα σε έναν χώρο όπου στην πραγματικότητα δεν υπάρχει τίποτα που να σε εμποδίσει να τρέξεις για να ξεφύγεις, είναι μοναδικό συναίσθημα και η Harper το έχει πετύχει στον απόλυτο βαθμό.

Η αφήγηση εναλλάσσεται σε δύο χρόνους, στο τώρα όπου ο Φαλκ ερευνά την υπόθεση, μα και στο τότε που συνέβη το μοιραίο -αν πραγματικά ήταν έτσι-, κάτι που συμβάλλει όχι μόνο στο να έχουμε μια πιο πλήρη εικόνα της συνολικής κατάστασης, αλλά και μια βαθύτερη ενδοσκόπηση στον ψυχισμό της κάθε μίας εκ των πέντε αυτών γυναικών, με την κάθε μία από αυτές να παίζει τον δικό της ρόλο κλειδί, έστω κι αν στο τέλος κάποιες υπερτερούν των άλλων-, με τα μυστικά τους να έρχονται στο φως και να μας κάνουν να συνειδητοποιούμε για μια ακόμα φορά πόσο σάπια είναι η κοινωνία μας από μέσα της, μα και πόσο λανθασμένα χειριστικοί και παρορμητικοί μπορούμε να γίνουμε οι άνθρωποι, είτε για να ικανοποιήσουμε τα αρρωστημένα θέλω μας, είτε γιατί το ένστικτο της αυτοσυντήρησης μάς προκαλεί να κάνουμε ό,τι χρειαστεί προκειμένου να διατηρήσουμε την ασφάλεια και την ακεραιότητά μας.

Όσο περισσότερο πλησιάζουμε προς το τέλος της ιστορίας, τόσο πιο σύντομα και ευέλικτα γίνονται τα κεφάλαια, άλλος ένας πολύ έξυπνος χειρισμός από πλευράς της συγγραφέως, αφού με τον τρόπο αυτό εντείνει όλο και περισσότερο την αγωνία μας, μας καθηλώνει και καθιστά φύση αδύνατο το ν' αφήσουμε την ανάγνωση στη μέση, έστω και για μια στιγμή. Και ίσως κάπου στην πορεία της διαδρομής να μαντέψετε τι τελικά συνέβη, αν είστε έμπειροι αναγνώστες του είδους, όμως ούτε αυτό στέκεται ικανό να χαλάσει τη μαγεία ή την αναγνωστική σας απόλαυση αφού, κυρίως, οι εντάσεις και η αλληλεπιδραστική δυναμική ανάμεσα στις πέντε αυτές γυναίκες έχει να προσφέρει πολύ περισσότερα από ένα καλοστημένο δράμα χαρακτήρων ή ένα θρίλερ μυστηρίου. Μια πολυπεπίπεδη και πολυδιάστατη εμπειρία, που κάποιες στιγμές αγγίζει τα όρια της τρέλας, αλλά που σε κάθε μία από αυτές μας γοητεύει και μας καθηλώνει με δυναμισμό και ένταση ακόμα περισσότερο.
Βαθμολογία 9/10

Ταυτότητα βιβλίου:
Συγγραφέας: Jane Harper
Μεταφραστής: Παπαδημητρίου Χίλντα
Εκδόσεις: Μεταίχμιο
Κατηγορία: Ξένη Λογοτεχνία
Έτος Έκδοσης: 2019
Αρ. σελίδων: 448
ISBN: 978-618-03-1925-5