"Έτσι αρχίζει το κακό" του Javier Marías

Μαδρίτη, 1980. Η Ισπανία αρχίζει να συνέρχεται από τη µακρά δικτατορία του Φράνκο· οι άνθρωποι παλεύουν να απελευθερωθούν από το βάρος παλιών µυστικών, ψεµάτων και προδοσιών. O νεαρός Χουάν ντε Βέρε προσλαµβάνεται στην πρώτη του δουλειά, µια δουλειά που θα σηµαδέψει την υπόλοιπη ζωή του. Θα βυθιστεί, πρώτα από υποχρέωση και στη συνέχεια από πόθο, στον µελαγχολικό και δίχως συγχώρεση κόσµο του εργοδότη του, του Εντουάρντο Μουριέλ. Ο Μουριέλ είναι ένας κοσµικός επιτυχηµένος σκηνοθέτης του κινηµατογράφου. Η γυναίκα του, η τρυφερή και θλιµµένη Μπεατρίθ, γλιστρά σαν ανεπιθύµητο φάντασµα µέσα στο σπίτι του συζύγου της και βρίσκει ανακούφιση σε άλλα κρεβάτια. Στον περίγυρο του ζευγαριού βρίσκεται ένας µυστηριώδης οικογενειακός φίλος, ο παιδίατρος Χόρχε Βαν Βέκτεν, για το παρελθόν του οποίου φτάνουν στον Μουριέλ φήµες τις οποίες δεν αντέχει να διερευνήσει, γι’ αυτό και ζητά από τον Χουάν να το κάνει στη θέση του. Ο Χουάν είναι αποφασισµένος να ικανοποιήσει την επιθυµία του Μουριέλ, αλλά γρήγορα έρχεται αντιµέτωπος µε τις δικές του απορίες: Γιατί ο Μουριέλ έχει τέτοιο µένος εναντίον της Μπεατρίθ; Γιατί η Μπεατρίθ συναντά στα κρυφά τον Βαν Βέκτεν; Και τι συνέβη στα σκοτεινά χρόνια που ακολούθησαν τον εµφύλιο πόλεµο;
Το Έτσι αρχίζει το κακό είναι το πορτρέτο ενός γάµου και µιας χώρας που στοιχειώνονται από την ενοχή, ένα βιβλίο για τα ασαφή όρια µεταξύ του ιδιωτικού και του δηµόσιου εαυτού, µεταξύ του παρατηρητή και του συµµέτοχου, µεταξύ της ηθικής και της ανηθικότητας, µεταξύ των διαψεύσεών µας από τους άλλους αλλά και από τον ίδιο µας τον εαυτό.

"Σημειώσεις για το άγραφο" της Παυλίνας Παμπούδη

ΤΟ ΓΡΑΜΜΕΝΟ 1 (Ν’ αρχίσω, είπα):
Ν’ αρχίσω, είπα, έναν νέο κύκλο
Έστω σπείρα έστω έλλειψη: ας διαλέξω
Τρεις ιστορίες να διαπλέξω
–μια από παραβολές, μια από ίσκιους, μια πιο δύσκολη–
Στην πρώτη
Θα έβγαινα Τρίτη πρωί στην πόρτα με βροχή
Δρόμοι υγροί σαλιγκαριών
Ποιος ξέρει ποιον θ’ ακολουθούσα
Θα απομακρυνόμουν όσο άντεχα
Χωρίς προοπτική
Θα μ’ έχανε το δάσος
Θα ’χανα το σανδάλι μου σε φτέρες προϊστορικές
Μνήμη φωλιά σκορπιών θα σκόρπιζε η θνητή μου φτέρνα
Θα έτρωγαν τα πετεινά του ουρανού τα ψίχουλα
απ’ τα λόγια μου
Μόνο στροφές για την επιστροφή
Και θα ’χε γίνει πια η πόρτα υποβρύχια:
Ή θα καταδυόμουν
Ή θ’ άνοιγα μαύρη ομπρέλα και θ’ ανέβαινα στη δόξα.

 
"Σικελικό ειδύλλιο" της Σώτης Τριανταφύλλου

Το "Σικελικό ειδύλλιο" δεν είναι ειδύλλιο. Είναι το χρονικό της συνάντησης δύο ανθρώπων σε µια µικρή πόλη της Σικελίας, στα µέσα της δεκαετίας του 1950. Με την πρώτη µατιά, ο αστυνόµος Λούκα Ντε Ματέις και η νεαρή Κοντσέττα Βιτάλε δεν έχουν τίποτα κοινό εκτός από τη σικελική τους καταγωγή: αλλά, καθώς αφηγούνται τα γεγονότα της ζωής τους, φανερώνουν όλο και περισσότερες οµοιότητες· είναι και οι δυο τους, ο καθένας µε τον τρόπο του, ξένοι στον γενέθλιο τόπο· µοιάζουν µε τα αντίθετα είδωλα του ίδιου καθρέφτη. Για τον Ντε Ματέις, ο τίτλος αυτού του βιβλίου ίσως να ήταν Σικελικό γοτθικό — ιστορία τρόµου δυτικά των Συρακουσών· στην Κοντσεττίνα ίσως να ταίριαζε περισσότερο ο τίτλος Κουκλοθέατρο σε τοπίο του Νότου· της άρεσαν οι µαριονέτες· άλλοτε έµοιαζε µικρότερη από την ηλικία της, άλλοτε πολύ µεγαλύτερη. Το Σικελικό ειδύλλιο τοποθετείται στο επαρχιακό περιβάλλον του νησιού εκείνη την όχι και τόσο µακρινή εποχή: µαφιόζικες δολοφονίες, εγκλήµατα τιµής, βιασµοί και επανορθωτικοί γάµοι. Ο Ντε Ματέις και η Κοντσέττα Βιτάλε δεν βρίσκουν τη θέση τους σ’ αυτόν τον κόσµο. Αν και η προτροπή για τον εαυτό τους είναι Ζήσε!, όλα πάνε στραβά, σχεδόν όλα: ο Ντε Ματέις βρίσκει τον σικελικό τρόπο θανάτου και η Κοντσέττα αρνείται να συµµορφωθεί µε τον σικελικό τρόπο ζωής.

"Ουρανός απ' άλλους τόπους" του Σωτήρη Δημητρίου

Αφηγείται µια σχεδόν εκατόχρονη γυναίκα από την Ήπειρο. Δεν της φτάνει –κατά τα λόγια της– ο ουρανός για χαρτί, θέλει ουρανούς κι απ’ άλλους τόπους. Πολλές φορές έχεις την αίσθηση πως τη γλώσσα της την κινεί ουράνιος υποβολέας. Τραγουδιστή πηγή πλαγιάς που άνθισε κάποια µακρινή άνοιξη και µαράθηκε στις µέρες µας. Το παρόν βιβλίο είναι ο απόηχος αυτής της γλώσσας. Αφολοή, όπως συχνά πυκνά λέει η αφηγήτρια.

"Η Ανάληψις της Παρθένου" του Γιώργου Βέλτσου

«Είσαι» του είπε / «το πορτρέτο σου χωρίς το φως / να απλώνεται στον πίνακα / χωρίς την αμεροληψία του ζωγράφου / Είσαι το ποίημα της στιγμής / που απλοποιήθηκε σ’ ένα βιβλίο / Η βιβλιοθήκη είσαι και τα γηρατειά μαζί / Συμπέρασμα ανύπαρκτου συλλογισμού / ανάμεσα σ’ εσένα και σ’ εμένα».
Έφτασε, νομίζω, ο καιρός να εμφανίσω όλα τα φωτογραφικά «αρνητικά», που παρέμεναν κρυμμένα, μήπως και δω στις φωτογραφίες –με blow-up, αντίστοιχο του Αντονιόνι– τον συγγραφέα μου, νεκρό, μέσα στη συστάδα των θάμνων του δημόσιου κήπου της Ελλάδας. Για άλλη μια φορά, το ποίημα γυμνό και μόνο. Τώρα, μπορώ κι εγώ να ομολογήσω, όπως ο Προυστ, πως «η αληθινή ζωή, η ζωή που την έχουμε επιτέλους ανακαλύψει και φωτίσει, η μόνη ζωή επομένως που έχουμε ζήσει ολοκληρωτικά, είναι η λογοτεχνία». Όμως περισσότερο από τη συγγραφή, η ανάγνωση είναι αυτή που εμφανίζει το «ίδιον» του ποιήματος σαν μια εργασία που έχει υπερβεί τη φιλαυτία και τις δεξιότητες του ποιητή.
Τότε, το ποίημα ενδέχεται ούτε καν τη γλώσσα του ποιητή να ομιλεί, αλλά εκείνες τις θεόπνευστες πύρινες γλώσσες πάνω από τα κεφάλια των ποιητών-αποστόλων στο εικόνισμα της Πεντηκοστής. Δέκα ημέρες μετά την Ανάληψη, όταν πλέον ολοκληρώνεται το έργο, μετά την απομάκρυνση εκ του ταμείου των γήινων υποθέσεων, ο ποιητής το παραδίδει στον αναγνώστη σαν έναν ιδιότυπο μεγεθυντικό φακό που θα του επιτρέψει να δει κάτω από τις γραμμές. Αυτή η αποκάλυψη της ενανθρώπισης του ποιήματος συντελείται έξω από τις δυνατότητες και τις δυνάμεις του δημιουργού του ως ελεύθερη συμφωνία των ικανοτήτων του, κλονισμένων από την πανδημία; Την απάντηση στο ερώτημα δίνει το ομοιοκατάληκτο ποίημα με τίτλο «Λογοτεχνία – Ένας δικανικός», που συμπεριλαμβάνεται, εν είδει παραρτήματος, σε αυτή την έκδοση:
Να όμως, στο τέλος, τ’ άγραφο θα κερδίσει / και το ποίημα το λευκό θα ορίσει.

"Η ζωή που μένει" του Jean-Paul Didierlaurent

«Ταχυδακτυλουργοί, Αμβρόσιε, αυτό είμαστε μονάχα» του επαναλάμβανε ασταμάτητα. «Τίποτε περισσότερο από ταχυδακτυλουργοί, που πρέπει να κάνουν τον κόσμο να πιστέψει πως όλα παγώνουν από τη στιγμή που χτυπάει ο θάνατος. Μπούρδες. Η ζωή δε σταματάει με τον θάνατο, το αντίθετο ακριβώς συμβαίνει».
Η Μανέλ είναι οικιακή βοηθός, ασχολείται µε τους ζωντανούς, ο Αµβρόσιος είναι ταριχευτής, ωραιοποιεί τον θάνατο. Ο γερο-Σαµουήλ, ζωντανός που προετοιµάζει τον θάνατό του, είναι ο άνθρωπος-κλειδί στη γνωριµία τους, µετά από µια σειρά απίστευτων τυχαίων συµβάντων. Mαζί ξεκινούν ένα εξωφρενικό road trip µε νεκροφόρα, σε αναζήτηση µιας αµφίβολης ανατροπής που θα µπορούσε να αποτρέψει τη µοιραία κατάληξη που έχει εξαγγελθεί. Οι παρέες των ηλικιωµένων, τα γηροκοµεία, η αναπόφευκτη κατάρρευση των σωµάτων, ο θάνατος, το νεκροτοµείο... Ο συγγραφέας του Αφηγητή του πρωινού τρένου συνθέτει εδώ, µε υλικό κάποια από τα πιο δύ-σκολα στάδια της ζωής µας, έναν αισιόδοξο και απίστευτα αναζωογονητικό σύγχρονο µύθο, έναν ύµνο στον άνθρωπο, κατ’ εικόνα του ήρωά του, του Αµβρόσιου, του ταριχευτή που αγαπά αληθινά τους ζωντανούς.