...

Παρασκευή, Ιανουαρίου 30, 2009

Συνοπτική περίληψη του έργου:
Έχοντας αποτραβηχτεί για μεγάλο χρονικό διάστημα από τις ριψοκίνδυνες αποστολές της IMF, απολαμβάνοντας την ηρεμία και την γαλήνη στο πλάι της αγαπημένης του συντρόφου Julia, ο δυναμικός πράκτορας Ethan Hunt, επιστρέφει στην ενεργό δράση προκειμένου να σώσει την προστατευόμενη του στην υπηρεσία, Lindsey από τα νύχια ενός παρανοϊκού μαφιόζου.
Απρόσμενα η επιχείρηση δεν θα στεφθεί από επιτυχία, γεγονός που θα πεισμώσει ακόμη περισσότερο τον Hunt, ώστε να ανακαλύψει τα ίχνη του δολοφόνου της καλής του φίλης, του Owen Davian, ενός κυνικού επιχειρηματία - στυγνού εγκληματία, με διασυνδέσεις στα υψηλά πολιτικά και παραστρατιωτικά κλιμάκια.

Προσωπική άποψη:
Η καλοκαιρινή περίοδος του 2006 είχε δείξει το καλύτερο πρόσωπο της κινηματογραφικής βιομηχανίας στους φίλους των blockbusters και των μεγάλων παραγωγών, που το μόνο που μπορεί να αποζητούσαν μες τη ζέστη, είναι ένα απολαυστικό κινηματογραφικό δίωρο. Το “M-I III”, ήταν η ταινία εκείνη που συμπλήρωσε το καρέ και πήρε το αίμα της πίσω, για το πολύ κάτω των προσδοκιών Νο2 της σειράς.

Ως γνωστό, τα κινηματογραφικά “Mission Impossible”, είναι εμπνευσμένα από την ομώνυμη τηλεοπτική σειρά των 70’s, που κατάφερνε με την δράση και την περιπέτειά της να καθηλώνει και να συναρπάζει το κοινό. Το 1996 ο Brian De Palma, δεν άφησε άλλο την ευκαιρία ανεκμετάλλευτη και αναβίωσε τον τηλεοπτικό θρύλο, δίνοντας ζωή στον πράκτορα Ethan, προσθέτοντάς του εξελιγμένα gadgets και όπλα και μπλέκοντάς τον σε απίστευτες κατασκοπευτικές περιπέτειες μαζί με την ομήγυρή του. Η επιτυχία, μεγάλη και αναμενόμενη! Όμως όλο αυτό το χαρμάνι που λατρεύτηκε στην πρώτη ταινία, υποτιμήθηκε με μια μέτρια συνέχεια. Έπρεπε να έρθει η επανόρθωση.

Τα ηνία πλέον αναλαμβάνει ο έμπειρος από τα τηλεοπτικά “Lost” και “Alias”, J.J. Abrams. Αν μη τι άλλο, κατέχει σίγουρα τον τρόπο να γυρίζει άρτιες και άκρως ενδιαφέρουσες περιπέτειες, αξιοποιώντας στο έπακρο, τόσο τα τεχνολογικά μέσα, όσο και τους ίδιους τους πρωταγωνιστές ως σκεπτόμενες και συναισθηματικές οντότητες. Ναι, ο συνδυασμός περιπέτειας, δράσης, αγωνίας, ενισχυμένος με μεταμφιέσεις, μυστικά όπλα και άκρως ριψοκίνδυνα και τολμηρά ατοπήματα, επιστρέφει, αλλά αυτή τη φορά δεν στεκόμαστε μόνο εκεί. Πλέον ο Ethan πρέπει, εκτός απ’ την τιμή του πράκτορα, να προστατέψει, τόσο τη γυναίκα που αγαπά, όσο και το όνειρό του για μια υγιή και ήσυχη ζωή μακριά απ’ την κατασκοπία.

Και αν κάτι μου άρεσε πολύ, ήταν η εναρκτήρια secant του έργου. Σκοτεινή και μυστηριώδης, βίαιη, όχι σωματικά, αλλά συναισθηματικά, σε προϊδέαζε ακριβώς για το τι πρόκειται να επακολουθήσει, θέλοντας να κάνει προφανώς σαφές εξ’ αρχής, πως τα πράγματα δεν θα εξελιχθούν, αν όχι καλά, τόσο εύκολα και αναίμακτα, όσο τις προηγούμενες φορές. Η μουσική επιμέλεια δεν έχει μεγάλες διαφορές, αλλά στο κάτω-κάτω ποιος την ήθελε; Τέτοιες ταινίες τις συνδέεις με κάθε τους λεπτομέρεια και το score στην προκειμένη, είναι ένα αυτά.

Ο Tom Cruise επανέρχεται, και μάλλον για τελευταία φορά, στο ρόλο του αγαπημένου πράκτορα, μόνο που αυτή τη φορά είναι εμφανώς αλλαγμένος. Η ανάγκη του ήρωα για μια πιο ήσυχη και γαλήνια ζωή είναι εμφανής, όπως και η συναισθηματική του αστάθεια. Δεν είναι πλέον ο απαθής πράκτορας που όλα τα αντιμετώπιζε σαν μέρος της δουλειάς. Αισθάνεται, πονάει, ανησυχεί και καταβάλλεται από τις περιστάσεις, έτσι ώστε να μην μπορεί πάντα να τις χειριστεί σωστά και ψύχραιμα. Και να σας πω κάτι; Μου άρεσε αυτό!

Στο υπόλοιπο cast δεν έχουμε δραματικές αλλαγές με τους συνήθεις ύποπτους, να φέρνουν εις πέρας μια εύκολη και χωρίς ιδιαίτερες απαιτήσεις, ερμηνευτική αποστολή. Βέβαια, η παρουσία της Keri Russell δεν στέκεται ικανή να αντικαταστήσει στα μάτια μας την Beart, αλλά ας μην το κάνω θέμα. Αυτός όμως που με την παρουσία του δίνει οσκαρική υπόσταση στην ταινία, δεν είναι άλλος από τον Hoffman στον ρόλο του κακού της ιστορίας. Έχει αποδείξει σε άλλες κι άλλες ερμηνείες το ταλέντο του, εδώ θα μάσαγε;

Ένα χαρμάνι περιπέτειας, δράσης και συναισθηματικής βίας, σε μια ιστορία που έχει αρχή, μέση, τέλος και πολύ περισσότερο, πλοκή με εναλλασσόμενα συναισθήματα. Ότι ακριβώς χρειάζεται δηλαδή ο θεατής για να περάσει ένα ευχάριστο και ικανοποιητικό δίωρο, κινηματογραφικής περιπέτειας. Καλές ερμηνείες, με καλύτερη όλων αυτή του Philip Seymour Hoffman, σε μια ταινία, που αν δεν καθηλώσει, σίγουρα διατηρεί τις αισθήσεις σε εγρήγορση, καθότι ως blockbuster, είναι απόλυτα ολοκληρωμένο.
Βαθμολογία 7/10

Ταυτότητα ταινίας:
Ελλ. τίτλος: Επικίνδυνες Αποστολές
Είδος: Περιπέτεια
Σκηνοθέτης: J.J. Abrams
Πρωταγωνιστές: Tom Cruise, Philip Seymour Hoffman, Ving Rhames, Keri Russell, Bahar Soomekh, Jonathan Rhys-Meyers, Laurence Fishburne
Παραγωγή: 2006
Διάρκεια: 126’

Επίσημο site:
http://www.missionimpossible.com/

Posted on Παρασκευή, Ιανουαρίου 30, 2009 by Γιώτα Παπαδημακοπούλου

4 comments

Πέμπτη, Ιανουαρίου 29, 2009

Συνοπτική περίληψη του έργου:
Η Bella μετακομίζει από το ηλιόλουστο Phoenix σε μια μικρή πόλη στα βόρεια, όπου ο πατέρας της είναι σερίφης.
Στο σχολείο θα γνωρίσει και θα ερωτευτεί τον Edward, ένα συμμαθητή της με απόκοσμο ύφος και αλλόκοτη συμπεριφορά.
Σύντομα η Bella θα ανακαλύψει το μεγάλο μυστικό του Edward και της οικογένειάς του. Είναι βρικόλακες οι οποίοι όμως έχουν επιλέξει να μην πίνουν ανθρώπινο αίμα και να ζουν μια, όσο μπορούν αρμονική ζωή.

Προσωπική άποψη:
Πριν πω οτιδήποτε, θέλω να κάνω ορισμένες διευκρινήσεις σχετικά με το έργο. Η ταινία, βασιμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα της Stephenie Meyer, είναι ένα εφηβικό, γοτθικό και μεταμοντέρνο ποπ ρομάντζο, στολισμένο με μια δόση φαντασίας αφού, ο ένας εκ των δύο ερωτευμένων νέων είναι βρικόλακας. Ενδιαφέρον και κυρίως δομημένο, αφού δεν προσπαθεί να πείσει κανέναν ότι είναι κάτι περισσότερο. Το target group στο οποίο κατ’ εξοχήν απευθύνεται, είναι εφηβικής και μετεφηβικής ηλικίας. Ξεπερνώντας αυτά τα ηλικιακά όρια, πρέπει κάποιος ή να είναι γυναίκα, ή να είναι ακομπλεξάριστος και να θέλει να περάσει καλά δύο ώρες έτσι ώστε να δει τα θετικά στοιχεία και να πει ότι του άρεσε.

Η εξελικτική πορεία της υπόθεσης, βασίζεται κατά κύριο λόγο στο ρομάντζο μεταξύ των δύο νεαρών πρωταγωνιστών. Στο παιχνίδι των βλεμμάτων τους, από την πρώτη τους κι όλας συνάντηση. Ο αμνός ερωτεύεται το λιοντάρι και παρά την επικινδυνότητα, απολαμβάνουμε το να τους βλέπουμε να ερωτοτρωπούν. Ο αισθησιασμός και ο ερωτισμός είναι διάχυτος στην ατμόσφαιρα και αυτό που κάποιοι θα μπορούσαν να αντιληφθούν ως πουριτανισμό, εγώ θα το αποκαλέσω, αδυναμία έκφρασης μια ακραίας κι επικίνδυνης σεξουαλικότητας, όχι λόγω επιθυμίας, λόγω ανάγκης και φόβου. Τα συναισθήματα του ζευγαριού, είναι πολύ πιο έντονα απ’ ότι στα υπόλοιπα της ταινίας, λόγω του απαγορευμένου, λόγω του τολμηρού, λόγω του αφύσικου της κατάστασης που δεν αφήνει την σεξουαλικότητάς τους να εκφραστεί μέχρι τελικών ορίων.

Η Catherine Hardwicke αναλαμβάνει την σκηνοθεσία και δεν τα πηγαίνει άσχημα. Όχι γιατί είναι η καλύτερή της δουλειά, σίγουρα έχουμε δει καλύτερα δια χειρός της και σίγουρα θα περίμενε κανείς καλύτερο αποτέλεσμα. Τα τεχνικά και εικαστικά στοιχεία όμως, είναι τέτοια, που βοηθάνε σε μια γρήγορη και καλά δομημένη ιστορία, που εξελίσσεται χωρίς να πέφτει σε λακκούβες και που καταφέρνει με τον γρήγορο και άρρωστα μυστηριώδη ρυθμό της, μέσα από ένα μυστικιστικό κλίμα να σε καθηλώσει στην καρέκλα σου και να περιμένεις τι θα γίνει παρακάτω με αγωνία. Ενδιαφέρουσες οι πληροφορίες γύρω από την ιστορία και τον μύθο των βρικολάκων, θα μπορούσε όμως η σκηνοθέτιδα να έχει δώσει λίγο μεγαλύτερη έμφαση, προσφέροντας κάποια στοιχεία εξερεύνησης παραπάνω, έτσι ώστε και ο λιγότερο μυημένος θεατής, να μπορέσει να κατανοήσει ακόμα καλύτερα τον κόσμο τους.

Ατμοσφαιρικά λοιπόν, είναι ότι καλύτερο έχω δει εδώ και πολύ καιρό. Η παλέτα των χρωμάτων κινείται βάση τον απόκοσμο και συνάμα γοητευτικό κόσμο των βρικολάκων, που μπορεί να στερείται το φως, έχω όμως μια δικιά του λάμψη που όχι άδικα, σε παρασύρει να την ανακαλύψεις και να την εξερευνήσεις. Τα άγρια και πυκνά δάση του υγρού Folks ολοκληρώνουν την άρτια εικόνα ενός περιβάλλοντος, που καταφέρνει ταυτόχρονα να είναι, τόσο ρομαντικό, όσο και τρομακτικό κι επικίνδυνο. Παρ’ όλα ταύτα, δεν θες να το εγκαταλείψεις. Σε συνδυασμό δε με την μαγική, δυναμική και επίσης γοητευτική μουσική, το εικαστικό κομμάτι της ταινίας είναι άρτιο και πλήρως ολοκληρωμένο.

Δεν ξέρω αν φταίει το γενικότερο κλίμα της ταινίας ή το ψυχρό μακιγιάζ που προσέφερε στον Edward μια απόκοσμη και μυστηριώδη παρουσία, αλλά θεωρώ ότι ο νεαρός Robert Pattinson, είναι ότι καλύτερο και γοητευτικότερο έχω δει σε νέο ηθοποιό εδώ και μεγάλο διάστημα. Όχι, δεν έχω παρανοήσει, όχι, δεν έχω πολύ καιρό να κάνω sex! Σίγουρα δεν είναι ο Nicholson, μην το παρακάνουμε κι όλας, όμως σε αυτό που πρεσβεύει και στον ρόλο που καλείται να υποστηρίξει, κυριολεκτικά σε μαγεύει. Όπως προείπα, η εξέλιξη βασίζεται σε ένα παιχνίδι βλεμμάτων και αν μη τι άλλο, το βλέμμα του είναι εκείνο που τα λέει και που τα εκφράζει όλα. Που σε αφήνει να διαβάσεις κάθε λογικό ή παρόλο, λόγο και συναίσθημα.

Η Kristen Stewart πάλι, είναι αρκετά καλή, αλλά θα προτιμούσα τις έντονες εξάρσεις που είχε προς το τέλος, να τις είχε και κάποιες στιγμές νωρίτερα. Ήρεμη δύναμη, παίζει κυρίως με τα μάτια, αντιπροσωπεύοντας ακριβώς την 17άρα, ερωτευμένη κοπελίτσα του ρόλου της. Μπορούμε νομίζω, στις συνέχειες να την περιμένουμε λίγο πιο μυστηριώδη. Γοητευτικό πάντως και το υπόλοιπο cast, που συμπληρώνει τον απόκοσμο των βρικολάκων, ο καθένας με την δικιά του ξεχωριστή γεύση.

Οι ήρωες πλέκονται σε ένα παιχνίδι με τη φωτιά, όπου ο μεγαλύτερος κίνδυνος που έχουν να αντιμετωπίσουν, δεν είναι στην πραγματικότητα ο ένας τον άλλο, αλλά ο καθένας τον εαυτό του. Τα προσωπικά του πάθη κι επιλογές, που όμως, θέλοντας ή μη, καθορίζονται και από τα πάθη και τις επιλογές του άλλου. Πέραν όμως απ΄ το να αισθάνονται, μπορούν εξίσου απολαυστικά να αυτοσαρκάζονται. Το “New Moon” βρίσκεται ήδη στα σκαριά, με νέο σκηνοθέτη, αλλά ίδιο cast και υπόσχεται να είναι ακόμα καλύτερο. Εγώ απλά αναμένω με την ελπίδα, ότι θα μπορέσει να με κάνει να αναριγήσω όπως το “Twilight” χθες βράδυ.
Βαθμολογία 8/10

Ταυτότητα ταινίας:
Ελλ. τίτλος: Λυκόφως
Είδος: Φαντασίας
Σκηνοθέτης: Catherine Hardwicke
Πρωταγωνιστές: Kristen Stewart, Robert Pattinson, Billy Burke, Peter Facinelli, Elizabeth Reaser, Nikki Reed, Ashley Greene, Jackson Rathbone, Cam Cigandet, Kellan Lutz, Anna Kendrick, Taylor Lautner
Μουσική: Carter Burwell
Παραγωγή: 2008
Διάρκεια: 122’

Επίσημο site:
http://www.twilightthemovie.com/

Posted on Πέμπτη, Ιανουαρίου 29, 2009 by Γιώτα Παπαδημακοπούλου

25 comments

Τετάρτη, Ιανουαρίου 28, 2009

Συνοπτική περίληψη του έργου:
Ο Ray είναι ένας χωρισμένος άντρας, που αναλαμβάνει να τα κρατήσει για ένα σαββατοκύριακο τα παιδιά του με τα οποία βρίσκεται σε αποξένωση, ώστε η πρώην γυναίκα του να επισκεφθεί τους γονείς της με τον νέο σύζυγό της.
Κι ενώ το προβληματικό Σαββατοκύριακο ξεκινάει, θα εξελιχθεί πολύ χειρότερα απ’ ότι θα περίμενε ο καθένας τους, καθώς θα συμβεί για ολόκληρο τον κόσμο, το αναπάντεχο.
Εξωγήινοι εξαπολύουν μαζική επίθεση στην πόλη και ξεκινάει ένα εφιαλτικό ταξίδι μέχρι να φτάσουν οι 3 τους στην Βοστόνη όπου και θα συναντήσουν την μητέρα τους.

Προσωπική άποψη:
Ταινίες σαν κι αυτή αποδεικνύουν περίτρανα πως όταν μια ταινία έχει ήδη γυριστεί, δεν χρειάζεται ένα ακόμα remake της μόνο και μόνο γιατί τα τεχνολογικά μέσα είναι πλέον πιο εξελιγμένα απ’ ότι το 1952. Ωστόσο ο Spielberg, θέλοντας προφανώς να διατηρήσει τον τίτλο του ως ο μάστορας της επιστημονικής φαντασίας, εμπνεύστηκε πριν 4 χρόνια απ’ το ομότιτλο best seller του H.G. Wells, ενός συγγραφέα που έχει την τέχνη και την μαεστρία να κάνει κατανοητό στον άνθρωπο την πηγή της εξέλιξης που του στερεί την ελευθερία, καθώς και τον φόβο του απέναντι στο άγνωστο.

Οι εξωγήινοι αποφασίζουν για μια ακόμα φορά να εισβάλλουν στον πλανήτη μας, αυτή τη φορά μέσω καλά θαμμένων μηχανών, όπου απλά ήρθε η ώρα τους να ξυπνήσουν και να δράσουν. Και φανταστείτε από πού ξεκινάει αυτό, απ’ την Αμερική βέβαια! Φαίνεται τελικά πως όχι μόνο ολόκληρος ο πλανήτης, αλλά και το outer space την έχουν στο μάτι. Παρ’ όλα ταύτα, είναι πιο δυνατοί από την Ευρώπη και πιο αδύναμοι από τους Ιάπωνες. Ίσα μωρή έχω να πω εγώ, που θα μας πεις για την Ευρώπη. Που όταν εμείς φτιάχναμε ιστορία εσείς βόσκατε γελάδια στο Brokeback, που το παίζεται υπερδύναμη και να μην πω… κουνιόντουσαν. Αλλά καλύτερα να μην συνεχίσω, όχι για κανέναν άλλο λόγο, αλλά γιατί θα συγχυστώ και στην κατάστασή μου δεν κάνει.

Το σενάριο, χωρίς πολλά-πολλά και χωρίς να κάνει καμιά εκτενή χαρτογράφηση των κεντρικών προσώπων, ξεκινάει άμεσα και βίαια, θυμίζοντάς μας στην προσέγγιση το “Signs”, αλλά τίποτα παραπάνω. Ο πόλεμος είναι η κεντρική ιδέα, αυτός είναι η ουσία, τα πάντα περιστρέφονται γύρω του και το μόνο που έχουμε να κάνουμε ως θεατές είναι να παρακολουθήσουμε τον αγώνα επιβίωσής τους, αθόρυβα και με αγωνία. Δεν έχει σημασία αν δεν ξέρουμε τίποτα σχεδόν γι’ αυτούς, δεν υπάρχει άλλωστε λόγος να δεθούμε συναισθηματικά, η ουσία είναι ότι τα άρπαξαν χοντρά για να παίξουν και πρέπει να φτάσουν σώοι στο τέρμα σαν σε videoπαιχνίδι.

O Spielberg μοιάζει σαν να έχει χωρίσει την ταινία σε δύο διαφορετικά μέρη. Στο πρώτο, ο ρυθμός είναι συνεχής, γρήγορος, βίαιος και καταστροφικός. Όλοι προσπαθούν αγωνιωδώς να ξεφύγουν, έχοντας μια μεγάλη περιοχή κίνησης και δράσης. Οι εξωγήινοι το μόνο που κάνουν είναι να σπέρνουν την καταστροφή και τον όλεθρο και οι κάτοικοι να προσπαθούν να ξεφύγουν απ’ τα πυρά τους. Η κίνησή αυτή περιορίζεται και η δράση καταλαγιάζει στο δεύτερο μισό, όπου έχουμε επαφές τρίτου τύπου με τα εξωγήινα όντα, τα οποία πλέον, προσπαθούν μέσα απ’ τα συντρίμμια να προσεγγίσουν με πιο ήπιο τρόπο τους επιζήσαντες.

Εντάξει, μην γίνομαι και παράλογη, σε ότι έχει να κάνει με ειδικά, οπτικοακουστικά εφέ, ο Spielberg έχει δώσει ρέστα. Μην ξεχνάμε άλλωστε ότι τα ποσά που δαπανήθηκαν ήταν υψηλότερα, ακόμα και από εκείνα του “Τιτανικού”. Ως προς τον εντυπωσιασμό και την οπτική καθήλωση του θεατή, η ταινία παίρνει άριστα. Εξαιρετικές και οι μουσικές επιλογές δια χειρός John Williams, σε μια ακόμα δουλειά που δικαιολογεί τόσο τα 5 Oscars που έχει κατακτήσει όσο και τις άνω των 40 υποψηφιοτήτων του.

Ο Tom Cruise έχει τον πρώτο ρόλο, όμως δεν είναι αυτός που καταφέρνει να κλέψει την παράσταση. Όχι ότι ο ρόλος του έτσι όπως αναπτύσσεται του προσφέρει ιδιαίτερα περιθώρια εξέλιξης, αλλά κάτι λείπει. Ναι, πείθει ως περιθωριακός και άχρηστος πατέρας, αλλά αδυνατεί να μας πείσει, τουλάχιστον στο βαθμό που θα θέλαμε, για τον πανικό που τον έχει καταβάλει και για την κρίση του καλού γονιού που τον κυριαρχεί ξαφνικά.

Ο Tim Robins στο εικοσάλεπτο που του αναλογεί, μας πείθει για μια ακόμα φορά για το πόσο καλός ηθοποιός είναι, ακόμα και όταν τα μέτρα ανάπτυξής του είναι στενά και περιθωριακά. Ο Justin Chatwin στο ρόλο του γιου της οικογένειας, για το μόνο που μπορεί να μας πείσει είναι το ότι έχει κάψει φλάντζα και είναι χαζοχαρούμενο. Πραγματική ηρωίδα είναι η Fαnning, που δικαίως θεωρείται ένα απ’ τα σύγχρονα αστέρια του Hollywood. Οι εκφράσεις και οι κινήσεις της είναι μοναδικές και το μόνο που μένει, είναι να δούμε αν στο πέρασμα των χρόνων θα διατηρήσει την ικανότητα της αυτήν.

Αν έχετε διαβάσει το βιβλίο του Wells, ίσως η άποψη του Spielberg να σας δυσαρεστήσει. Όχι, οι εξωγήινοι δεν είναι πλάσματα απ’ τον Κόκκινο Πλανήτη, αλλά πολεμικές και θανατηφόρες μηχανές, που παρά την τεχνολογική τους δύναμη κι εξέλιξη, μας ζηλεύουν. Είδατε τι είμαστε εμείς οι γήινοι; Όλοι μας φθονούν και θέλουν το κακό μας, ειδικά των Αμερικάνων. Όσο και αν εντυπωσιάζει το οπτικό αποτέλεσμα, όσο κι αν τα εφέ και η μουσική είναι επιβλητικά, οι ερμηνείες συνολικά και το εύρος των χαρακτήρων δεν πείθουν όσο θα θέλαμε ή όσο θα μπορούσαμε να περιμένουμε. Μάλλον η ταινία διευκολύνει την Αμερικανική προπαγάνδα για ακόμα μια φορά και σίγουρα το γελοίο και λόγου χάριν ευκολίας φινάλε θα σας ξενίσει.
Βαθμολογία 5/10

Ταυτότητα ταινίας:

Ελλ. τίτλος: Ο Πόλεμος Των Κόσμων
Είδος: Επιστημονικής Φαντασίας
Σκηνοθέτης: Steven Spielberg
Πρωταγωνιστές: Tom Cruise, Dakota Fanning, David Alan Basche, Justin Chatwin, Tim Robbins, Miranda Otto
Παραγωγή: 2005
Διάρκεια: 116’

Επίσημο site:
http://www.waroftheworlds.com/

Posted on Τετάρτη, Ιανουαρίου 28, 2009 by Γιώτα Παπαδημακοπούλου

26 comments

Τρίτη, Ιανουαρίου 27, 2009

Συνοπτική περίληψη του έργου:
Παρόλο που ο Matt Murdock είναι τυφλός, εξαιτίας ενός ατυχήματος που είχε ως παιδί, έχει την ικανότητα να βλέπει πολύ καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον με μια αίσθηση ραντάρ.
Χρόνια αργότερα ο Matt έχει πια ενηλικιωθεί και είναι ένας κοινωνικά καταξιωμένος δικηγόρος. Το βράδυ όμως έχει μια μυστική ταυτότητα.
Ο Daredevil, o μασκοφόρος ειρηνιστής προσπαθεί να εξαλείψει την αδικία στην κοινωνία, πράγμα που στο δικαστήριο δεν μπορεί να καταφέρει.

Προσωπική άποψη:

Ένα έχω να πω… ευτυχώς που υπάρχει πολύ υλικό στη Marvel και μπορούν να το σφάζουν οι εκάστοτε δημιουργοί και παραγωγοί, κατά πως τους αρέσει. Ήταν θέμα χρόνου μετά τους πολυφορεμένους ήρωες, να ακολουθήσει κάποια στιγμή και το alter ego του Spiderman, ο Daredevil. Για όσους δεν το γνωρίζουν, ο Daredevil, μετά τον άνθρωπο αράχνη, είναι ο δεύτερος κατά σειρά προστάτης της Νέας Υόρκης. Κι επειδή οι ήρωές μας δεν είναι σνομπ, πολλές φορές έχουν συνυπάρξει και για τις ανάγκες του comic.

Η αισθητική της ταινίας δεν είναι δομημένη με γνώμονα τα σημερινά πρότυπα, αλλά εκείνα που επικρατούσαν τη δεκαετία του ’80, τότε που ο Frank Miller, ένας από τους μεγαλύτερους δημιουργούς comics, έδωσε ζωή εκ νέου σε ένα ήρωα, τόσο σκοτεινό και μυστήριο, όσο και οι σελίδες των comics που ζωγράφιζε. Ακριβώς εκεί στηρίχτηκε ο Johnson, προσπαθώντας προφανώς να κάνει την διαφορά, να αναδείξει το παγανιστικό εκείνο στοιχείο που ξεχωρίζει τον Daredevil από τους άλλους σκοτεινούς ήρωες της δικής του κατηγορίας.

Καθισμένος στην καρέκλα του, ο Johnson, προσφέρει στον θεατή μια ταινία ενός ακόμα super ήρωα, που τουλάχιστον σε επίπεδο δράσης δεν στερείται. Αν μη τι άλλο είναι πολλές οι σκηνές εκείνες όπου το ξύλο πέφτει με το τουλούμι και ιδιαίτερα όταν αυτό συνδυάζεται με τις μελετημένες, χορευτικά φιγούρες των πρωταγωνιστών, το αποτέλεσμα μπορεί μέχρι και να εκπλήξει, ταυτόχρονα όμως κουράζει λόγω του γρήγορου μοντάζ. Κι ενώ σεναριακά η ταινία, πλην ορισμένων γελοιοτήτων, είναι αυτό που θα ζητούσε κανείς από ένα comic, κατά συνέπεια, λόγω μια στρωτής ιστορίας θα μπορούσε το αποτέλεσμα να έχει μεγάλο ενδιαφέρον, αυτό αρχίζει σιγά-σιγά και βαλτώνει, αφού χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα.

Βέβαια η σκοτεινή και δυναμική μουσική παρουσία των Evanescence, που θυμάμαι, πριν ακόμα γίνουν γνωστοί, με ξετρέλαναν με το “Bring Me To Life”, βοηθάει αρκετά. Το ίδιο θετικά βέβαια δεν μπορεί να είναι και τα σχόλια όσον αφορά τα εφέ μέσα απ’ τα τυφλά μάτια του ήρωα, ούτε τα βαρύγδουπα σκηνικά μιας διεφθαρμένης Νέας Υόρκης, που ναι μεν είναι παρακμιακά, δεν κάνουν όμως την διαφορά, αφού νομίζεις ότι είσαι σε ένα κουκλόσπιτο που θα καταρρεύσει.

Το cast της ταινίας είναι ίσως από τα χειρότερα που έχω δει την τελευταία πενταετία. Υπερβολή; Καθόλου! Ο Ben Affleck, στο ρόλο του τυφλού δικηγόρου είναι εξαιρετικά συμπαθής και αποδοτικός. Όταν όμως φοράει την στολή του κόκκινου εκδικητή, η οποία να τονίσω ότι είναι εντελώς γελοία και ψεύτικη, όλη η εικόνα που έχουμε πλάσσει γι’ αυτόν όσο φοράει το κοστούμι καταρρέει. Δεν ξέρω αν φταίνε τα κόκκινα δερμάτινα που δεν τον κολακεύουν ή το γεγονός ότι είναι αρκετά λαπάς για να ερμηνεύσει τον συγκεκριμένο υπερήρωα, το σίγουρο είναι όμως ότι είναι για αν το κλαίνε οι ρέγκες.

Η Garner υπήρχε εκεί μόνο για τον ρόλο της ωραίας και μοιραίας και σε καμία περίπτωση δεν σε πείθει για σκληροτράχηλο θηλυκό ορκισμένο να πάρει εκδίκηση. Μάλλον έχασε το ραντεβού για ρίζα και απλά συγχύστηκε! Όσο για τους Duncan και Farrell, ναι, μπορεί να είναι ταλαντούχοι, ναι, μπορεί να μην είναι τόσο χάλια όσο το δίδυμο που προανέφερα, όμως η διάσταση των χαρακτήρων τους είναι τέτοια που δεν έχει κανένα περιθώριο αξιοποίησης, μοιάζοντας απίστευτα και ενοχλητικά γραφικοί.

Το “Daredevil” λοιπόν, είναι από εκείνες τις ταινίες που και να μην της δεις, δεν θα έχεις ένα μεγάλο κινηματογραφικό κενό στο ιστορικό σου. Είναι ακόμα μια ταινία dvd δράσης, ένα είδος αναλώσιμο απλά και μόνο για να περάσει η ώρα, αν κι εφόσον το συναντήσετε κατά τύχη στο zapping. Στα χέρια κάποιων άλλο και με διαφορετικό cast, τα πράγματα ίσως ήταν διαφορετικά. Δυστυχώς δεν είναι και μια ευκαιρία με όλες τις κατάλληλες προδιαγραφές απλά ναυάγησε.
Βαθμολογία 4/10

Ταυτότητα ταινίας:
Ελλ. τίτλος: Daredevil
Είδος: Φαντασίας
Σκηνοθέτης: Mark Steven Johnson
Πρωταγωνιστές: Ben Affleck, Jennifer Garner, Michael Clarke Duncan, Colin Farrell, Jon Favreau, Paul Ben-Victor, Jude Ciccolella, Joe Pantoliano
Παραγωγή: 2003
Διάρκεια: 103’

Επίσημο site:
http://www.foxhome.com/daredevildc/main.html

Posted on Τρίτη, Ιανουαρίου 27, 2009 by Γιώτα Παπαδημακοπούλου

12 comments

Δευτέρα, Ιανουαρίου 26, 2009

Συνοπτική περίληψη του έργου:
Η Julia Lund, μια φοιτήτρια ψυχολογίας, ετοιμάζεται να παραδώσει την επιστημονική διατριβή της όταν ξαφνικά εμφανίζεται ο παιδικός της φίλος Billy.
Η αρχική έκπληξη μετατρέπεται σε τρόμο καθώς ο Billy, καταδιωκόμενος από εφιάλτες των παιδικών του χρόνων, αυτοκτονεί.
Μετά από αυτό το τραυματικό γεγονός, η Julia συνειδητοποιεί πως ότι την τρόμαζε ως παιδί μπορεί να είναι όντως πραγματικό και έρχεται αντιμέτωπη με το υπερφυσικό κακό και τη διφορούμενη πραγματικότητα.

Προσωπική άποψη:

Θυμάστε εκείνα τα χρόνια της αθωότητας, όπου η ευαίσθητη ψυχούλα σας, δεχόταν αλλεπάλληλα χτυπήματα από εφιάλτες που στοίχειωναν τον ύπνο και τα όνειρά σας; Εντάξει… μπορεί να μην ήταν τόσο τραβηγμένα, όμως όλοι μας τρομάζαμε κατά καιρούς από κάτι, ιδιαίτερα τις σκοτεινές, νυχτερινές ώρες, κάτι που ήταν και μια καλή αφορμή για μερικούς, να τρυπώσουν στο κρεβάτι των γονιών τους. Πάνω εκεί προσπαθεί το “They” να πατήσει, αναζωπυρώνοντας μας τον φόβο αυτό. Αλλά όπως προείπα, απλά προσπαθεί!

Δεν θα πω ότι περίμενα κάτι το αξιόλογο από ταινία σαν κι αυτή. Κανονικά δεν θα έπρεπε να διατίθενται σε video clubs, αλλά σε λαϊκές αγορές με το κιλό. Και το περίεργο δεν είναι ότι την έφερε σπίτι ο άντρας μου να την δούμε, αλλά ότι του την πρότεινε φίλος, ο οποίος θεώρησε ότι ήταν καλύτερη από “Το Ορφανοτροφείο” που είδε την ίδια περίοδο, που του την πρότεινε η υπάλληλος στο κατάστημα όπου την πήρε. Κι εγώ αναρωτιέμαι… μήπως όλα αυτά που μας ψεκάζουν κατά καιρούς επηρεάζουν τα εγκεφαλικά κύτταρα περισσότερο απ’ όσο νομίζουμε;

Ο Robert Harmon είναι ο σκηνοθέτης της ταινίας και μόνο το γεγονός ότι δεν έχει καμία αξιόλογη ταινία πριν απ’ αυτή στο ενεργητικό του, λέει από μόνο του πολλά. Μόνο οι πολύ στενοί συγγενείς του πρέπει αν είδαν την ταινία και να τους άρεσε και μάλλον, σε όσους απ’ αυτούς το όριο ηλικίας είναι κάτω των 23. Προσπαθεί να πλάσσει ένα σενάριο που να παραπέμπει στη φιλοσοφία του “Scream”, που να μην σχετίζεται όμως με ψυχανώμαλους δολοφόνους, αλλά με διαβολικά πλάσματα από άλλη διάσταση. Η προσπάθεια αυτή ωστόσο ναυαγεί στο κενό, μοιάζοντας απίστευτα γελοία!

Κατά τ’ άλλα, η ταινία έχει όλα εκείνα τα κλισέ όπου πρέπει να διαθέτει κάθε θρίλερ που σέβεται τον εαυτό του. Σκοτάδι, κλίμα μυστηρίου, παραμορφωμένα πλάσματα να παραμονεύουν, εκνευριστική μουσική που σε συνδυασμό με το απότομο πέταγμα των χαριτωμένων πλασμάτων που προανέφερα, μπορεί και για μερικά δευτερόλεπτα να σε ταρακουνήσουν απ’ την καρέκλα σου, όχι γιατί τρόμαξες, αλλά γιατί ξαφνιάστηκες. Λογικό είναι άλλωστε, όταν κοντεύεις να κοιμηθείς, σκιάζεσαι ακόμα κι αν φτερνιστεί ο διπλανός σου.

Καλά… για το cast τα λόγια είναι περιττά! Κάποια Laura Regan, την οποία ίσως έχει πάρει το μάτι σας σε άλλες… αξιόλογες παραγωγές του είδους, κρατάει τον πρωταγωνιστικό ρόλο, με το ύφος του ροφού, θυμίζοντας κάτι απ’ τα άνευρα εκείνα μοντέλα που χρησιμοποιούνται στις καμπάνιες κατά της ανορεξίας. Μοναδικό καλό στην υπόθεση, ο συμπαθέστατος νεαρός που παριστάνει τον γκόμενο της πιτσιρίκας.

Τι άλλο να πω… όλα τα σχόλια περισσεύουν! Αν θέλετε να περάσετε ένα διασκεδαστικό βράδυ με τους φίλους, στοιχηματίζοντας ποιον θα φάνε πρώτο και χασκογελώντας μέχρι λιποθυμίας, τότε ναι, έχετε μπροστά σας μια έξοχη επιλογή. Αν πάλι ψάχνετε για την ταινία εκείνη που θα εξηγήσει μεταφυσικά και μη τους παιδικούς εφιάλτες, καλύτερα να στρέψετε αλλού το βλέμμα σας αφού πιστέψτε με, δεν πρόκειται να σας λυθεί καμία απορία. Απλά θα βλέπετε τους πρωταγωνιστές, σαν αναλώσιμο είδος, να εξαφανίζονται ο ένας μετά τον άλλο, χωρίς εξήγηση, χωρίς καμία λογική.
Βαθμολογία 2/10

Ταυτότητα ταινίας:
Ελλ. τίτλος: Η Πύλη Της Κολάσεως
Είδος: Θρίλερ
Σκηνοθέτης: Robert Harmon
Πρωταγωνιστές: Laura Regan, Marc Blucas, Ethan Embry, Jon Abrahams, Dagmara Dominczyk
Παραγωγή: 2002
Διάρκεια: 89’

Επίσημο site:
http://video.movies.go.com/thrillertheater/they/index.html

Posted on Δευτέρα, Ιανουαρίου 26, 2009 by Γιώτα Παπαδημακοπούλου

2 comments

Κυριακή, Ιανουαρίου 25, 2009

Συνοπτική περίληψη του έργου:
Γεννημένος στη Νέα Ορλεάνη του 1918 σαν ένα πρόωρα γερασμένο μωρό, ο Benjamin μεγαλώνει στα χέρια μιας καλόκαρδης μαύρης υπαλλήλου ενός γηροκομείου.
Η ζωή του ξεκινάει αντίστροφα, με αφετηρία ένα σώμα 80 ετών με μυαλό σε βρεφική ηλικία, για να εξελιχθεί μεγαλώνοντας αντίστροφα από τους άλλους ανθρώπους.
Ενώ όμως όλοι γύρω του ενηλικιώνονται και πεθαίνουν, εκείνος γίνεται, καθώς περνούν τα χρόνια, όλο και νεότερος.

Προσωπική άποψη:
Μια πολυαναμενόμενη εδώ και χρόνια ταινία, βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του 1921, δημιουργίας του F. Scott Fitzgerald, έφτασε επιτέλους στις οθόνες μας και ένα είναι το μόνο σίγουρο, ότι θα χωρίσει το κοινό σε δύο κατηγορίες. Σε εκείνους που το τελικό αποτέλεσμα ήταν κατώτερο των προσδοκιών τους και σε εκείνους που μαγεύτηκαν απ’ την απίστευτη πραγματικά ιστορία του κεντρικού ήρωα. Όσοι διαβάζετε τα κείμενά μου κατά καιρούς, νομίζω ότι ξέρετε ήδη, πριν διαβάσετε παρακάτω, σε ποια κατηγορία ανήκω.

Το σενάριο της ταινίας είχε αρχίσει ήδη από την δεκαετία του ’90 να κινεί το ενδιαφέρον σκηνοθετών και παραγωγών. Ανάμεσά τους, ο Spielberg, ο πρώτος όλων, που με πρωταγωνιστή τον Tom Cruise, ευελπιστούμε στο να υλοποιήσει μια τόσο φανταστική και παραμυθένια ιδέα. Τελικά το πράγμα κάπου στράβωσε και στα μέσα της ίδιας δεκαετίας, η συζήτηση επανήλθε στο προσκήνιο με τους Ron Howard και Travolta αυτή τη φορά, αλλά και πάλι η ιδέα ναυάγησε. Ίσως τελικά να ήταν για καλό, ίσως η δικιά μας δεκαετία να μπορούσε να σηκώσει καλύτερα στους ώμους της το βάρος μιας τέτοιας φύσεως παραγωγής.

Η υπογραφή του σεναρίου είναι δια χειρός Eric Roth, ένα όνομα που το πιθανότερο είναι να θυμάστε απ’ το πολυβραβευμένο “Forrest Gump”. Η δομή του σεναρίου μοιάζει άλλωστε πολύ με αυτή της προαναφερόμενης ταινίας, κάτι που προσωπικά δεν με ενόχλησε, αλλά αντίθετα, με βοήθησε να αντιληφθώ την σφραγίδα του δημιουργού, χωρίς να κοιτάξω σε κάποιο έντυπο για το ποιος την έκανε. Έχουμε ουσιαστικά μια αφήγηση, ένα πέρασμα στον χρόνο που λειτουργεί κανονικά και ταυτόχρονα αντιστρόφως. Βλέπουμε την εξέλιξη του ήρωα, ψυχικά και σωματικά, και ταυτόχρονα, την απεικόνιση μιας Αμερικής, από την λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι και σήμερα. Η διαφορά του Forrest με τον Benjamin, είναι ότι ο πρώτος παρουσιάζεται αυτόπτης μάρτυρας, ίσως και επηρεαστής γεγονότων, ενώ ο δεύτερος, είναι απλά παρατηρητής της εξέλιξής τους.

Τα σκηνοθετικά ηνία ανέλαβε τελικά ο David Fincher, ένας απ’ τους πιο ταλαντούχους και δημιουργικούς σκηνοθέτες των τελευταίων ετών. Έπειτα από ένα αδικημένο “Zodiac”, ο Fincher ξαναχτυπά, αυτή τη φορά με μια ταινία που είναι περισσότερο ανθρωποκεντρική. Κατά συνέπεια, η σκηνοθετική του προσέγγιση είναι προσωποκεντρική, όμως αυτό δεν είναι κάτι που ενοχλεί. Αντίθετα, εστιάζει σε πρόσωπα και συναισθήματα, που αν σταθείς λίγο να τα μελετήσεις, κρύβουν μεγάλο ενδιαφέρον και γίνονται πηγή ανάλυσης, ενός ψυχισμού, που αν και αντίστροφα, λειτουργεί σχεδόν όμοια με τον δικό μας. Ο Fincher ξέρει να δημιουργεί ατμοσφαιρικές ταινίες και αυτό είναι που θαυμάζω σε εκείνον. Δεν πλάθει την εικόνα μέσω αυτού που μπορεί να δεις, αλλά μέσω αυτού που μπορείς να αισθανθείς εστιάζοντας σε κάτι το βλέμμα σου.

Όλο αυτό το καλοστημένο και όμορφο παραμύθι βέβαια, στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στα οπτικά εφέ και στο εξαιρετικό make-up artist team της ταινίας. Το αντίστροφο πέρασμα του χρόνου πάνω από τον Benjamin, γίνεται παραδόξως τόσο φυσικά, που φτάνει στα όρια της μαγείας. Βέβαια μην γελιέστε, δεν είναι ο Brad Pitt ο μόνος που υποδύεται τον Benjamin κατά την διάρκειά της. Υπέροχα όμως είναι και τα φωτογραφικά κάδρα που απεικονίζουν τις εποχές και το περιβάλλον μέσα στο οποίο κινείται ο κεντρικός ήρωας, στο οποίο περιστρέφεται το νήμα της ζωής του. Η φωτογραφία και η σκηνογραφία συνδυάζονται και συνεργάζονται άψογα, με ρυθμό και σύνεση, κάνοντάς τον υπαρκτό κόσμο να μοιάζει παραμυθένιος και τον παραμυθένιο να μοιάζει υπαρκτός.

Και για να μην πείτε ότι εθελοτυφλώ, θα περάσω στις ερμηνείες, ξεκινώντας απ’ αυτήν του Brad Pitt, ο οποίος συνεργάζεται για 3η φορά με τον Fincher έπειτα από τα “Se7en” και “Fight Club”. Μεγάλος ντόρος έγινε και πολλές κουβέντες για το αν ο ηθοποιός αξίζει το χρυσό αγαλματάκι. Η απάντηση είναι πως όχι! Όχι γιατί δεν είναι καλός, αντίθετα, ερμηνεύει τον ρόλο του Benjamin με μια ώριμη αθωότητα, που ναι μεν είναι γλυκιά και κερδίζει την συμπάθειά μας, όμως παραμένει αρκετά επίπεδη, χωρίς να κάνει την υπέρβαση, χωρίς να μας δώσει το κάτι παραπάνω. Δεν είναι τυχαίο, ότι η καλύτερή του ερμηνευτικά περίοδος εντός της ταινίας, είναι η μέση ηλικία, εκείνη που τον αντιπροσωπεύει και τον αφήνει να εξωτερικεύσει εκείνο το στοιχείο που μπορεί καλύτερα απ’ οτιδήποτε άλλο, την γοητεία του.

Η Cate Blanchett τώρα, είναι μια καταξιωμένη και πολύ ταλαντούχα ηθοποιός. Αν μη τι άλλο, σε αυτή την ταινία, αποδεικνύει με τον καλύτερο τρόπο, πως μια γυναίκα μπορεί να είναι σαγηνευτική και πως με το πέρασμα των χρόνων, όχι μόνο μπορεί να μην χάνει την γοητεία της, αλλά να είναι ακόμα καλύτερη. Σίγουρα, έχει κάποια πιο έντονα ερμηνευτικά ξεσπάσματα απ’ ότι ο Brad Pitt, κάτι που προσθέτει πόντους στην ερμηνεία της και την φέρνει ένα βήμα πριν τον συμπρωταγωνιστή της. Επιπλέον, οι δεύτεροι ρόλοι, χωρίς καμία εξαίρεση, συμπληρώνουν ένα πολύ όμορφο ερμηνευτικό αποτέλεσμα.

Δεν ξέρω αν η ταινία μπορεί να συγκριθεί με άλλες ταινίες του δημιουργού. Κατά πάσα πιθανότητα όχι! Όμως μην ξεχνάμε ότι πρόκειται για μια ταινία ενός εντελώς διαφορετικού περιεχόμενου απ’ ότι έχουμε συνηθίσει δια χειρός του Fincher. Και στο κάτω-κάτω, γιατί πρέπει να κρίνουμε συγκριτικά το συνολικό έργο ενός δημιουργού και όχι την κάθε ταινία του, σαν απόσπασμά της; Αυτή η απίστευτη και πρωτότυπη ταινία, είναι ένα όμορφο παραμύθι, γεμάτο συναισθήματα και δεν νομίζω ότι προσπαθεί να μας πείσει για κάτι άλλο. Συγκίνηση και χιούμορ, πάθη και αμφιβολίες, αφέλεια και ειλικρίνεια, πραγματικό και μη, όλα, χορεύουν σε ένα τρελό γαϊτανάκι χαρμολύπης. Κι ενώ ξέρεις που θα καταλήξει, απλά απολαμβάνεις το ταξίδι! Δεν σε νοιάζει να εξηγήσεις το πώς, δεν είναι άλλωστε αυτό που έχει σημασία! Σημασία έχει το τι κερδίζεις από την περιπέτεια αυτή, τόσο μυστήρια και τόσο τραγική. Γιατί αυτό που άλλοι θα θεωρούσαν δώρο, για άλλους είναι κατάρα που δεν σε αφήνει να ζήσεις ολοκληρωμένος. Τελικά, ίσως δεν ολοκληρωνόμαστε ποτέ…
Βαθμολογία 8,5/10

Ταυτότητα ταινίας:
Ελλ. τίτλος: Η Απίστευτη Ιστορία Του Μπέντζαμιν Μπάτον
Είδος: Κοινωνική
Σκηνοθέτης: David Fincher
Πρωταγωνιστές: Brad Pitt, Cate Blanchett, Tilda Swinton, Elle Fanning, Julia Ormond
Παραγωγή: 2008
Διάρκεια: 159’

Επίσημο site:
http://www.benjaminbutton.com/

Posted on Κυριακή, Ιανουαρίου 25, 2009 by Γιώτα Παπαδημακοπούλου

18 comments