Συνοπτική περίληψη του βιβλίου:
«...και αφού, όπως λες, η γιαγιά σου γνωρίζει τι σας γράφουν τα αστέρια, γιατί δεν προσπαθείτε να το αποφύγετε, να το αλλάξετε;» «Γιατί δεν κάνει να αλλάζεις αυτό που σου γράφουν τ’ αστέρια. Πίσω τους έρχονται χειρότερα αν τα αποτρέψεις. Και τότε τ’ αστέρια κλαίνε.»
«Κλαίνε; Γιατί;»
«Κλαίνε για μας!»
Ο σαραντάρης Ελληνοαμερικανός έμεινε σιωπηλός. Η δεκαεπτάχρονη Ρουμάνα τσιγγάνα τον κοιτούσε σοβαρή...
Πενήντα χρόνια μετά, η μοίρα έμελλε να παίξει με τις ζωές δυο νέων ανθρώπων. Του νεαρού, πετυχημένου Στέφανου στην Αμερική και της όμορφης, μυστηριώδους Κασσάνδρας στην Αθήνα. Και οι δυο είχαν κληροδότημα ένα πανομοιότυπο δαχτυλίδι.
Η μοιραία συνάντησή τους άλλαξε δραματικά τη ζωή του Στέφανου. Το αλλόκοτο χάρισμα της Κασσάνδρας, μακάβρια κληρονομιά χαμένη στην άβυσσο του χρόνου της οικογένειάς της, ήταν το μέσο της για να τολμήσει ό,τι φοβόταν πάντα η φυλή της: να αλλάξει αυτό που έγραψαν τα αστέρια.
Όμως, όταν τα αστέρια κλαίνε...

Προσωπική άποψη:
Το "Όταν κλαίνε τ' αστέρια" κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 2009, σε μια εποχή που θα λέγαμε πως η ελληνική λογοτεχνία είχε μια πολύ συγκεκριμένη αισθητική και κατεύθυνση, αρκετά διαφοροποιημένη σε σχέση με τα θέλω και τις απαιτήσεις που έχει ο χώρος στις μέρες μας. Σήμερα επανακυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός, την εκδοτική στέγη της κυρίας Μανιάτη τα τελευταία χρόνια, σε μια έκδοση που στα μάτια μου φάνηκε αρκετά πιο περιποιημένη από την αρχική της, προκαλώντας μου ένα κάποιο εσωτερικό δίλημμα, το οποίο, ωστόσο, θα σας το αναλύσω περισσότερο λίγο παρακάτω.

Ο βασικός άξονας της ιστορίας είναι αρκετά κοινότυπος, με μια νεαρή κοπέλα, τσιγγάνα στην καταγωγή, να ερωτεύεται κεραυνοβόλα τον Στην, έναν Έλληνα που ζει στη Βοστόνη και που έχει επισκεφτεί τη χώρα για να παραστεί στην κηδεία του αδερφού του. Όταν εκείνος φεύγει, η Αλιόνα μένει πίσω απελπισμένη και όταν ανακαλύπτει πως έχει μείνει έγκυος δεν έχει άλλη επιλογή παρά να το σκάσει και να εξαφανιστεί, προκειμένου ν' αποφύγει την ταπείνωση και τον διασυρμό. Ο δρόμος της θα την οδηγήσει στο σπίτι ενός μεσήλικα γαιοκτήμονα που θα πάρει την απόφαση να την κρατήσει κοντά του και να την βοηθήσει, κάνοντας μέχρι και λευκό γάμο μαζί της, αργότερα. Η Αλιόνα φέρνει στον κόσμο ένα κοριτσάκι την Φαίδρα, που χωρίς κανείς τους να το γνωρίζει μεγαλώνει με τ' άστρα της να είναι σημαδεμένα από μια μοίρα τραγική, που θα την οδηγήσουν να γνωρίσει νωρίς τον έρωτα, να παντρευτεί, αλλά να χάνει τη ζωή της την ίδια στιγμή που γίνεται μητέρα.

Τα χρόνια περνάνε και η Αλιόνα, που έχει αναλάβει να μεγαλώσει την εγγονή της, αφού ο πατέρας της την εγκατέλειψε όταν χάθηκε η μάνα της, δεν μπορεί ν' ανταπεξέλθει σε όλους τους ρόλους που της έχουν ανατεθεί. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, η Κασσάνδρα, που έχει κληρονομήσει σκοτεινά χαρίσματα της φυλής της γιαγιάς της, να μεγαλώσει ως ένα κακομαθημένο, κακότροπο, εγωιστικό και απαιτητικό παιδί, κάτι που δεν αλλάζει όταν γίνεται γυναίκα. Τα θέλει όλα και τα θέλει τώρα και δεν διστάζει μπροστά σε τίποτα προκειμένου να τ' αποκτήσει. Στον δρόμο της θα βρεθεί ο Στέφανος, με τον οποίο συνδέεται με περισσότερους τρόπους απ' όσους φαντάζεται, και παρά που αρχικά είναι αποφασισμένη να τον κατακτήσει και να πετύχει τους στόχους της, αλλάζοντας όσα έχουν γράψει τ' άστρα για εκείνη, θα καταλάβει πως καμιά φορά οι άνθρωποι δεν έχουμε τη δύναμη να αλλάξουμε τη μοίρα μας, όχι μόνο γιατί δεν μπορούμε, αλλά γιατί βαθιά μέσα μας δεν είναι αυτό που θέλουμε.

Όπως προανέφερα, το βιβλίο γράφτηκε σε μια άλλη εποχή και έτσι το συγγραφικό ύφος είναι λίγο πιο παλαιϊακό σε σχέση με το σήμερα -ακόμα και σε σχέση με το πως γράφει η κυρία Μανιάτη σήμερα. Αυτό είναι απόλυτα κατανοητό και λογικό, όπως και το να εξελίσσεται ένας συγγραφέας με το πέρασμα του χρόνου. Οπότε δεν θα μείνει στο θέμα αίσθησης -και αισθητικής- της αφήγησης, αλλά στην ιστορία αυτής καθ' αυτής, η οποία και χωρίζεται, όπως ίσως έχετε ήδη καταλάβει σε δύο μέρη. Στο πρώτο μέρος γινόμαστε μάρτυρες της ζωής της Αλιόνας και του πως μια λανθασμένη επιλογή μπόρεσε να καθορίσει όλη της την ύπαρξη και όλο της το μέλλον, όχι τόσο επειδή ήταν λάθος, αλλά γιατί κανείς δικός της δεν θα βρισκόταν πλάι της για να την στηρίξει στο λάθος της σε αυτό. Στο δεύτερο μέρος, πάλι, γινόμαστε μάρτυρες της ζωής της Κασσάνδρας που θέλει διακαώς ν' αλλάξει τη ζωή της, χωρίς κανέναν απολύτως λόγο, απλά και μόνο γιατί αυτή ζει με μια μόνιμη αίσθηση ανικανοποίητου, που είναι εξαιρετικά αχόρταγο και καταστροφικό συναίσθημα, αλλά που δύσκολα ο άλλος αντιλαμβάνεται.

Επί της ουσίας, η κυρία Μανιάτη αφηγείται μια ιστορία που έχει δύο πόλους, τους οποίους και προσπαθεί να αναλύσει και να ερμηνεύσει, με το πεπρωμένο να είναι πάντα παρόν και να παίζει πρωταγωνιστικό και καθοριστικό ρόλο στην πορεία της ζωής του κάθε ήρωά της, κάνοντάς μας πολλάκις να αναλογιστούμε πως όλοι έχουμε γραμμένο, που λέει και το κλασσικό άσμα, και δεν μπορούμε να του ξεφύγουμε, αλλά την ίδια στιγμή μπορούμε να τους επιτρέψουμε να μας αλλάξει, απλά και μόνο με το να το αποδεχθούμε. Σίγουρα το πρώτο μέρος της αφήγησης είναι πιο ισορροπημένο συγκριτικά με το δεύτερο, παρά που αυτό, κι εξαιτίας του μεταφυσικού στοιχείου, έχει μια πιο έντονη αισθητική, που ωστόσο κατεβαίνει σε ένταση λόγω του αδύναμου και όχι και τόσο πειστικού και καλοδομημένου φινάλε του. Οπότε, δεν έχουμε να κάνουμε με μια ιστορία που μπορεί να μας αλλάξει τη ζωή, αλλά που παρ' όλα ταύτα είναι γραμμένη με ευαισθησία και που διαβάζεται ευ χάριστα.
Βαθμολογία 7/10

Ταυτότητα βιβλίου:
Συγγραφέας: Μανιάτη Νικόλ-Άννα
Εκδόσεις: Ψυχογιός
Κατηγορία: Ελληνική Λογοτεχνία
Έτος Έκδοσης: 2020
Αρ. σελίδων: 464
ISBN: 978-618-01-3588-6