Η Δήμητρα Ιωάννου δεν χρειάζεται συστάσεις. Την έχουμε παρουσιάσει πάμπολλες φορές μέσα απ' αυτήν την ιστοσελίδα, η εξαιρετική της πένα έχει κάνει τα βιβλία της να ταξιδέψουν στις αγκαλιές χιλιάδων αναγνωστών, ενώ είναι κι ένας εξαιρετικής ποιότητας άνθρωπος, κάτι που μπορώ να πω μετά βεβαιότητας δεδομένης της φιλίας που μας συνδέει.
Χωρίς να φλυαρήσω περιττά, λοιπόν, σας παρουσιάζω για μία ακόμα χρονιά την κυρία Ιωάννου, η οποία δέχτηκε να μας μιλήσει για το νέο της πόνημα, "Βαλεντίνα: Η γητεύτρα των Αθηνών", ταξιδεύοντάς μας στην Μπελ Επόκ και συστήνοντάς μας ένα ακόμα συγκλονιστικό χρονικό -και όχι μόνο. Δήμητρα... σ' ευχαριστώ από καρδιάς.

Μετά την Κασσάνδρα και την Αννέτα, σειρά πήρε η Βαλεντίνα. Μία ακόμα γυναίκα στο λογοτεχνικό σου βιογραφικό, μία ακόμα ιστορία. Μίλησέ μας λίγο γι' αυτήν και σύστησέ μας την πρωταγωνίστριά σου.

Οι δύσκολες στιγμές που βίωσε και βιώνει η Ελλάδα μου έδωσαν το έναυσμα για τη δημιουργία μιας ηρωίδας - σύμβολο του ψυχικού σθένους. Σε όλο το βιβλίο αναδεικνύεται αυτό το πολύτιμο μέταλλο που χαλυβδώνει τις ψυχές όσων αποφασίζουν να μη βουλιάξουν αδιαμαρτύρητα σε μια προδιαγεγραμμένη σκληρή μοίρα αλλά παλεύουν για να αλλάξουν τη ρότα της ζωής τους, διεκδικώντας το δικαίωμά τους στην ευτυχία. Συνηθίζω να ονομάζω τη Βαλεντίνα «παιδί ενός κατώτερου Θεού», ένα κορίτσι στερημένο από υλικά αγαθά, αγάπη, ζεστασιά και στήριξη ήδη από την πρώτη μέρα της ζωής της. Όμως η ίδια αγωνίστηκε με δύναμη για να αλλάξει τα γραμμένα και κατόρθωσε να διανύσει μια μεγάλη πορεία και να φτάσει στη δική της Ιθάκη.

Η ιστορία του διαδραματίζεται στην Αθήνα κατά την διάρκεια της Μπελ Επόκ. Γνωρίζω πολύ καλά την αδυναμία που έχεις στην λαογραφία, αλλά να τολμήσω να υποθέσω πως η εποχή αυτή σε γοητεύει με έναν τρόπο λιγάκι πιο ιδιαίτερο;

Κατ’ αρχήν ασχολήθηκα με τη συγκεκριμένη εποχή για να δώσω στους φίλους αναγνώστες και στον εαυτό μου την ευκαιρία να διερευνήσουμε μαζί τη θρυλική αθηναϊκή Μπελ Επόκ. Παρότι υπήρχαν πολλά προβλήματα που έκρουαν τη θήρα του ελληνικού κράτους, για μια συγκεκριμένη κοινωνική τάξη ήταν πράγματι μια ξέγνοιαστη και ήρεμη εποχή. Οι άνθρωποι ένιωθαν απερίσπαστοι να επιδοθούν σε κοινωνικές συναναστροφές και να απολαύσουν τα ολοένα πληθυνόμενα πολιτιστικά δρώμενα. Από την άλλη οπωσδήποτε ο συγκεκριμένος χωροχρόνος ήταν ιδανικός για να τονιστεί η απόσταση ανάμεσα στην τραχιά ζωή της υπαίθρου και στα κομψά αθηναϊκά σαλόνια των λεπτεπίλεπτων Αθηναίων και να υπογραμμιστεί έτσι η μακρά πορεία που διένυσε τελικά η Βαλεντίνα για να φτάσει εκεί που έφτασε.

Όπως και στα προηγούμενα βιβλία σου, έτσι και σε αυτό, στοιχηματίζω πως χρειάστηκε να κάνεις πολύ μεγάλη έρευνα προκειμένου να συγκεντρώσεις τα απαραίτητα στοιχεία και τις πληροφορίες που χρειαζόσουν προκειμένου να προχωρήσεις στην συγγραφή της “Βαλεντίνας”. Αποδείχτηκε δύσκολο εγχείρημα;

Πράγματι δεν ήταν εύκολο εγχείρημα. Σκοπός μου δεν ήταν να κάνω ένα αμιγώς ιστορικό μυθιστόρημα που θα αντικατόπτριζε ατόφια την ιστορία της Ελλάδας. Οπωσδήποτε ήθελα ένα βιβλίο καλά ζυμωμένο με μυρωδιές, εικόνες, ακούσματα και συνήθειες που θα ανασυνέθεταν μια ολόκληρη εποχή, αλλά παράλληλα απόλυτα επικεντρωμένο στην ιστορία των ηρώων και στις μεταξύ τους διαδράσεις. Ερεύνησα στο διαδίκτυο, μίλησα με ειδικούς και κατόπιν συγκέντρωσα τα βιβλία και μελέτησα το υλικό. Σκοπός μου ήταν να εξάγω χαρακτηριστικές λεπτομέρειες και να τις υφάνω με μεράκι στον ιστό των σχέσεων και της πλοκής ούτως ώστε να ενσωματωθεί και να γίνει ένα με την ιστορία η ατμόσφαιρα της Ωραίας Εποχής.

Εκτός από την Βαλεντίνα, στο βιβλίο σου συναντάμε μία ακόμα γυναίκα, την Βιργινία, η οποία έχει μια ψυχοσύνθεση πολύ ιδιαίτερη και πολύ διαφορετική από την πρώτη. Πόσο εύκολο είναι να χειριστείς έναν χαρακτήρα σαν και αυτήν, που προσωπικά θεωρώ από τους πιο ενδιαφέροντες στο βιβλίο σου;

Η Βιργινία δοκίμασε τις συναισθηματικές αντοχές μου και για να την αντιμετωπίσω δε σου κρύβω ότι χρειάστηκε να επιστρατεύσω ένα μεγάλο κομμάτι της εμπειρίας μου ως ψυχοθεραπεύτρια. Είναι μια νεφελώδης φιγούρα που ακροβατεί ανάμεσα στο σκοτάδι και στο φως κι αυτό την κάνει πολύ ιδιαίτερη. Έχω λάβει πολλά μηνύματα για αυτόν το συγκεκριμένο χαρακτήρα και για το πόσο αγκίστρωσε τις ψυχές των αναγνωστών. Την αγάπησα πολύ τη Βιργινία και την πόνεσα άλλο τόσο. Ανέβηκα μαζί της δύσκολες ανηφόρες, βίωσα την απελπισία και τον σπαραγμό της, συγκλονίστηκα από την ένταση του συναισθήματός της, ένιωσα αγωνία για εκείνη. Όποιος διαβάσει το βιβλίο θα καταλάβει το γιατί.

Η Αθήνα είναι μια πόλη που πολύ εύκολα την κατακρίνει κανείς, κυρίως αν δεν ζει σε αυτήν. Τι έχεις να πεις σε όλους αυτούς; Ποια είναι η δική σου τοποθέτηση πάνω στο θέμα; Εσύ, ως Δήμητρα, την αγαπάς την Αθήνα;

Η σχέση μου με την Αθήνα ακολουθεί το μοτίβο μιας μόνιμης πολύχρονης σχέσης. Διαθέτει όλη την τριβή και τη φθορά της καθημερινότητας και παράλληλα όλη την οικειότητα και την άνεση των παλιών συντρόφων. Κι εκεί που αγανακτώ μετά από μερικά λεπτά οδήγησης στους δρόμους της, φτάνει λίγο περπάτημα στα δρομάκια της Πλάκας για να τα ξεχάσω όλα και να χαμογελάσω και πάλι. Χρωστάω πολλά στην Αθήνα. Εδώ γεννήθηκα, εδώ μεγάλωσα, εδώ σπούδασα, εδώ βρήκα φίλους ζωής. Νιώθω ευγνωμοσύνη για αυτή την πόλη με τα πολλά πρόσωπα, όμως πρέπει να πω ότι δε βλέπω τον εαυτό μου μόνο κοντά της. Είπαμε… Ελλάδα δεν είναι μόνο η Αθήνα!

Αυτή τη φορά, σε αντίθεση με τα δύο πρώτα βιβλία σου, δεν έχει χρησιμοποιήσει την αφήγηση μέσω του δισδιάστατου χωροχρόνου. Η επιλογή σου αυτή είχε να κάνει με το ότι ήθελες να δοκιμάσεις κάτι διαφορετικό, ή με το ότι δεν ήθελες να ταυτιστείς με αυτό, κάτι που ίσως να σου δημιουργούσε δυσκολίες στο να εκφραστείς διαφορετικά στο μέλλον;

Τίποτα από τα δύο. Δε θα είχα κανένα πρόβλημα να χρησιμοποιήσω και πάλι τη μανιέρα των δυο διαφορετικών χωροχρόνων αν η έμπνευση με είχε οδηγήσει εκεί. Δεν πίεσα τον εαυτό μου να ακολουθήσει κάποιο νέο μοτίβο. Ούτε καν το σκέφτηκα, για να είμαι ειλικρινής, απλά συνέβη. Αφέθηκα να ακολουθήσω τη ροή και την επόμενη δυνατή ιστορία που γεννήθηκε στο μυαλό μου. Στη σχέση που έχω με τις ιστορίες μου δε χωρούν λογικές αποφάσεις στρατηγικής που αναπόφευκτα θα περιόριζαν την ελευθερία μου. Απλά παθιάζομαι με την πλοκή και με τους ήρωές μου και ταξιδεύω μαζί τους.

Γράφοντας την λέξη “τέλος” στον επίλογο της “Βαλεντίνας”, ποια ήταν τα συναισθήματά σου;

Ήταν τόσο γοητευτική η παραμονή μου στην εκλεπτυσμένη ατμόσφαιρα της Μπελ Επόκ και τόσο ελκυστικοί οι χαρακτήρες που αποτελούν το περιβάλλον της Βαλεντίνας και οι μεταξύ τους διαδράσεις, που πραγματικά δυσκολεύτηκα να τερματίσω το ταξίδι και να προσγειωθώ στην Αθήνα του σήμερα. Μεγάλη χαρά κι έντονη θλίψη χόρευαν σφιχταγκαλιασμένες στην ψυχή μου, όταν έγραψα τη λέξη ΤΕΛΟΣ, για μια ηρωίδα που κουβαλούσα μαζί μου για καιρό μετά. Στ’αλήθεια δυσκολεύτηκα να αποχαιρετήσω τη ΒΑΛΕΝΤΙΝΑ! 


Δεν έχεις κρύψει ποτέ την αγάπη που έχεις για τις γυναίκες. Τα βιβλία σου, άλλωστε, το δηλώνουν από μόνα τους. Έχεις σκεφτεί, όμως, να γράψεις κάποιο βιβλίο που πρωταγωνιστής θα είναι κάποιος άντρας;

Νομίζω ότι τελικά γράφω για την ίδια τη ζωή, δοσμένη μέσα από την οπτική γωνία της γυναίκας. Αυτό είναι προφανώς λογικό, μιας και είμαι γυναίκα, κατανοώ τη γυναικεία ψυχοσύνθεση και συντονίζομαι με τις αντιδράσεις της. Όμως κάθε φορά σκιαγραφώ ένα κόσμο όπου οι άντρες παίζουν σημαντικότατο ρόλο και το αντρικό στοιχείο προβάλει ανάγλυφο και δυναμικό. Νομίζω ότι αυτό είναι και το μυστικό για ένα ισορροπημένο μυθιστόρημα που θα διαβαστεί και θα αγαπηθεί από όλους. Όσον αφορά τα μελλοντικά πλάνα έχω σαν αρχή να μην πιέζομαι ποτέ για τίποτα αλλά και να μην αποκλείω ποτέ τίποτα. Λογικά θα έρθει η στιγμή που θα μιλήσω και δια στόματος ενός άντρα. Είναι τόσο ενδιαφέρουσα η αντρική ψυχοσύνθεση κι έχει τόσα πολλά να μας διδάξει!

Τώρα που έχει περάσει αρκετός καιρός απ' όταν κυκλοφόρησαν τα προηγούμενα βιβλία σου, κοιτάζοντας πίσω, υπάρχει κάτι που θα άλλαζες αν μπορούσες;

Δεδομένου ότι κινούμαι πάντα με καλή πρόθεση και επειδή γνωρίζω ότι εργάζομαι σκληρά και προσπαθώ με όλες μου τις δυνάμεις να κάνω ότι καλύτερο μπορώ τη δεδομένη στιγμή που πρέπει να δράσω, δεν ταλαιπωρώ στη συνέχεια τον εαυτό μου με πισωγυρίσματα και με τη διερεύνηση σεναρίων του τύπου «τι θα γινόταν αν…;». Αποδέχομαι το παρελθόν και κοιτάζω μπροστά. Για να σου δώσω μια πιο συγκεκριμένη απάντηση όμως, δεν πιστεύω πως θα άλλαζα τίποτα στην Κασσάνδρα και στην Αννέτα. Τις αγαπώ όπως ακριβώς έχουν δοθεί κι όπως αγαπήθηκαν από τους αναγνώστες τους.

Δεν θα σε ρωτήσω ποια από τις τρεις ηρωίδες σου ξεχωρίζεις, καθώς θα ήταν σαν να ζητάω από μια μητέρα να ξεχωρίσει τα παιδιά της. Ωστόσο, θα ήθελα να μου πεις ποια θεωρείς πως βρίσκεται πιο κοντά σε σένα, ως προς τον χαρακτήρα και την προσωπικότητά της.

Συμβαίνει σε κάθε συγγραφέα, όλοι οι ήρωες που παίρνουν ανάσα από την πένα του να φέρουν περισσότερο ή λιγότερο εμφανώς προσωπικά του κομμάτια ζυμωμένα όμως και με στοιχεία που δεν έχουν καμιά σχέση με τη δική του ψυχοσύνθεση. Θα έλεγα πως στην Κασσάνδρα θαυμάζω ιδιαίτερα το δώρο της θεραπείας και την αγάπη της προς τους αδυνάτους, τα ζώα και τη φύση. Στην Αννέτα ξεχωρίζω τη ζωντάνια και τη χαρά της ζωής και την ικανότητά της να αγαπά βαθιά. Τέλος υποκλίνομαι στο πείσμα, στο φλογερό αγωνιστικό ταμπεραμέντο και στον ακέραιο χαρακτήρα της Βαλεντίνας.

Αν και είναι μια ερώτηση που κάνω σχεδόν κάθε συνέντευξη, διαπίστωσα πως καμία από τις δύο προηγούμενες φορές δεν σε ρώτησα σχετικά, όποτε έφτασε η ώρα σου. Υπάρχει κάποιο λογοτεχνικό είδος το οποίο σε γοητεύει η ιδέα να ασχοληθείς μαζί του στο μέλλον, αλλά δεν το έχεις τολμήσει ακόμα;

Η σχέση μου με τη λογοτεχνία δε διέπεται από τη λογική. Έτσι δεν προχωρώ καν σε σκέψεις, ώστε να τις αναιρέσω μετά από κάποιο ενδεχόμενο φόβο αποτυχίας. Απλά παρασύρομαι σε ονειρικές ιστορίες και κατόπιν τις αποτυπώνω στο χαρτί. Αφήνομαι στην έμπνευση απλά κι αυθόρμητα, χωρίς περαιτέρω συλλογισμούς. Το μυαλό ησυχάζει κι εγώ ταξιδεύω, περνώντας υπέροχα και ζώντας την ιστορία από πρώτο χέρι. Αγαπώ πολλά λογοτεχνικά είδη και χωρίς να αποκλείω τίποτα στο μέλλον θα σου πω πως γράφω για αυτά που με έλκουν και που αναβλύζουν από μέσα μου. Γράφω όσα έχω να πω. Μόνο αυτά!

Το να γράψεις μια αμιγώς σύγχρονη ιστορία, είναι μέσα στο μελλοντικά σου σχέδια, ή είναι κάτι που δεν το έχεις σκεφτεί;

Η σύγχρονη πραγματικότητα με τις δυσκολίες και τα γκρίζα χρώματά της με θλίβει, όπως όλους μας. Έχω αποδεχτεί πως η καθημερινότητά μας έχει αλλάξει, πως ζούμε σε δύσκολους καιρούς και προσπαθώ να κάνω ότι περνά από το χέρι μου για να ανακουφίζω τον ανθρώπινο πόνο σε επαγγελματικό αλλά και σε προσωπικό επίπεδο. Βρίσκω πως το να βιώνω τη σύγχρονη εποχή είναι για μένα υπεραρκετό κι έτσι στην παρούσα φάση δε νιώθω να με έλκει η ιδέα να γράψω ή να διαβάσω κάποιο βιβλίο για αυτή. Σέβομαι απόλυτα τους δημιουργούς που θα αποφασίσουν να ασχοληθούν με το παρόν, ομολογώ όμως πως ανήκω σε εκείνες τις χαρακτηροδομές που έχουν ανάγκη από μια ανάσα, μια ανακουφιστική διαφυγή. Έτσι επιλέγω να παρασύρω τους αναγνώστες μου σε αλλοτινούς καιρούς, χρησιμοποιώντας όμως χαρακτήρες και καταστάσεις ως σύμβολα που άπτονται και εφαρμόζουν τέλεια και στη σύγχρονη εποχή.

Ξέρω πως ο ελεύθερος χρόνος σου είναι περιορισμένος, αλλά διάβασες κάποιο βιβλίο το τελευταίο διάστημα που θεωρείς πως αξίζει να το προτείνεις στους αναγνώστες σου;

Ξεκίνησα το τελευταίο βιβλίο του Γιάννη Καλπούζου «Σέρρα, η ψυχή του Πόντου». Είμαι στις πρώτες σελίδες αλλά ήδη το ταξίδι διαγράφεται μαγικό!

Πέρσι σε είχα ρωτήσει ποια είναι τα μελλοντικά σου όνειρα. Φέτος θα σε ρωτήσω κάτι ελαφρώς διαφορετικό. Μέσα σε αυτόν τον ένα χρόνο, έχουν αλλάξει τα όνειρά σου;

Πάντα παρακαλώ για υγεία και για βαθιά ουσιαστική επαφή με τους αγαπημένους μου ανθρώπους και με τη φύση. Παρακαλώ για καλύτερες μέρες που θα ανακουφίσουν την Ελλάδα και τους ανθρώπους της! Και φυσικά η ευχή που βγαίνει από τον πυρήνα της ύπαρξής μου… να χάνομαι στις ιστορίες μου και να κάνω με τους αναγνώστες-φίλους μου πολλά πολλά ακόμη ονειρικά βιβλιοταξιδέματα!