Το φετινό καλοκαίρι ήταν άκρως αστυνομικό. Δεκάδες οι τίτλοι που κυκλοφόρησαν, δεκάδες κι εκείνοι που είχαν κυκλοφορήσει τους προηγούμενους μήνες και περίμεναν υπομονετικά να πάρουν τη σειρά τους στην αναγνωστική μας λίστα. Ανάμεσά τους, τα βιβλία της τριλογία με υπερτίτλο "Game Trilogy", δια χειρός Anders de la Motte, η οποία και έφτασε στη χώρα μας χάρη στις εκδόσεις Κλειδάριθμος, που όσο ο καιρός περνάει, φέρνουν όλο και πιο δυνατά αστυνομικά μυθιστορήματα στο κοινό τους, κερδίζοντας δυναμικά έδαφος στις καρδιές μας. Η συγκεκριμένη τριλογία, λοιπόν, αποδείχτηκε πολύ περισσότερα απ' όσα περίμενα παίρνοντάς την στα χέρια μου και αυτό γιατί, μπορεί στην γενική της ιδέα να μου θύμισε το concept γνωστής σειράς ταινιών τρόμου, όμως στην εκτέλεσή της ήταν κάτι εντελώς φρέσκο και κυρίως, ευρηματικό.

Το "Παιχνίδι", το πρώτο βιβλίο της σειράς, μας συστήνει τους ήρωές μας, τους Χένρικ Πέτερσον και την αδερφή του Ρεμπέκα, οι ζωές των οποίων καλούνται να περιπλεχθούν περισσότερο απ' όσο επιβάλλει ο συγγενικός τους δεσμός. Ο πρώτος, οκνηρός και γνήσιος γυρολόγος, ενώ ταξιδεύει με τον προαστιακό της Στοκχόλμης, βρίσκει στο διπλανό του κάθισμα ένα κινητό τηλέφωνο. Η οθόνη του κινητού ανάβει κι εμφανίζει ένα μήνυμα. "Θέλεις να παίξεις ένα παιχνίδι;", μια πρόσκληση που φυσικά αρνείται. Η οθόνη όμως ανάβει ξανά κι ένα νέο μήνυμα κάνει την εμφάνισή του. "Είσαι σίγουρος, Χένρικ Πέτερσον;", και όσο κι αν προσπαθεί να αρνηθεί, το "Ναι" είναι η μοναδική απάντηση που δέχεται η συσκευή. Έτσι, λοιπόν, ο Χένρικ βρίσκεται μπλεγμένος σ' ένα παιχνίδι που ακολουθεί ένα ιδιόρρυθμο σύστημα συλλογής πόντων που μεταφράζεται σε δολάρια, με τις αποστολές που του ανατίθενται να γίνονται όλο και δυσκολότερες. Την ίδια ώρα, η Ρεμπέκα, προσπαθεί να ξεφύγει από τα φαντάσματα του παρελθόντος της, που δεν φαίνεται να έχουν σκοπό να την αφήσουν σε ησυχία, με τους συναδέλφους στην αστυνομία να την παρακολουθούν ανήσυχα και καχύποπτα. Η ζωή της κυλά κάθε άλλο παρά αρμονικά, με τις δυσκολίες να αυξάνονται γι' αυτήν όλο και περισσότερο. Και τότε, μια πέτρα στο παρμπρίζ του περιπολικού της, θα φέρει ακόμα μεγαλύτερη αναστάτωση και θ' αλλάξει τη ζωή των δύο αδερφών με τρόπο αναπάντεχο.

Ο συγγραφέας έχει επιλέξει την διπλή αφήγηση, με την ιστορία να μεταφέρεται σε εμάς πότε μέσα από την οπτική του Χένρικ και πότε μέσα από εκείνη της Ρεμπέκα, κάτι που μας επιτρέπει να έχουμε μια σφαιρική και ολοκληρωμένη εικόνα των γεγονότων, αλλά και μια εκ βαθέων κατάδυση στη συνείδηση και τα συναισθήματα τους καθενός τους. Άλλωστε, οι δρόμοι τους είναι παράλληλοι, το "παιχνίδι" στο οποίο έχει μπλεχτεί ο Χένρικ έμελλε ν' αφορά και τους δύο, δένοντάς τους με μια αόρατη, κόκκινη κλωστή, που ίσως και ν' αποδειχτεί πιο ισχυρή από εκείνη της γραμμής του αίματος μέσα από την οποία πήραν και οι δυο τους σάρκα και οστά. Με γρήγορο ρυθμό και ροή που τρέχει χωρίς να κουράζει ή ν' αφήνει νεκρά διαστήματα αδράνειας, το πρώτο αυτό βιβλίο της τριλογίας μας παρασύρει σε ένα ξέφρενο κυνηγητό, αλλά και σε ένα προσωρινό φινάλε που μας αφήνει με κομμένη την ανάσα, ζητώντας λίγο ακόμα. Και πραγματικά, χαίρομαι πολύ που περίμενα να διαβάσω τη σειρά ολοκληρωμένη, γιατί διαφορετικά θα είχα βασανιστεί.

Περνώντας στο δεύτερο βιβλίο, στον "Βόμβο", με το άκρως εντυπωσιακό εξώφυλλο, συναντάμε και πάλι τον Χένρικ, μόνο που αυτή τη φορά δεν βρίσκεται στην πατρίδα του, αλλά πολύ μακριά απ' αυτήν, προσπαθώντας ν' αφήσει πίσω του το παρελθόν του και όλα όσα συνδέονται με το "Παιχνίδι". Πράγμα μάταιο, αφού εκείνο καταφέρνει να τον βρει ξανά. Επιστρέφοντας στα πάτρια εδάφη, βρίσκει δουλειά σε μια μεγάλη εταιρεία πληροφορικής, αλλά ενώ προσπαθεί ν' ανακαλύψει ποια είναι η σύνδεση της εταιρείας με το "Παιχνίδι", βρίσκεται όλο και περισσότερο χαμένος στο πάθος του για τη νέα του δουλειά, χάνοντας το στόχο του και μην συνειδητοποιώντας πως έχει γίνει πάλι μέρος του παιχνιδιού χωρίς καν να το έχει καταλάβει. Στον αντίποδα, η Ρεμπέκα, βρίσκεται σε διαθεσιμότητα από τη δουλειά της, με τα πράγματα να δυσκολεύουν γι' αυτήν εξαιτίας των επιθέσεων που δέχεται από μεριάς ενός blogger που μυστηριωδώς, γνωρίζει πάρα πολλά τόσο για την προσωπική όσο και για την επαγγελματική της ζωή. Κι εκεί που δεν θα το φανταζόταν, η ζωή φέρνει πάλι στο δρόμο της τον από καιρό χαμένο αδερφό της, με τους δυο τους να ξεκινάνε μια νέα περιπέτεια ή μάλλον, συνεχίζοντας από εκεί που είχαν σταματήσει.

Διατηρώντας την διπλή αφήγηση, αλλά και την κινηματογραφική ταυτότητα αυτής, ο συγγραφέας καταφέρνει σε αυτό το δεύτερο βιβλίο της τριλογίας του, όχι μόνο να διατηρήσει τους γρήγορους ρυθμούς που μας καθήλωσαν στο "Παιχνίδι", εντείνοντας το σασπένς και την αγωνία του αναγνώστη, αλλά να πάει ένα βήμα παραπέρα. Δημιούργησε ένα μυθιστόρημα με ανθρωποκεντρικές προεκτάσεις, βάζοντας τους ήρωές του όχι μόνο στο επίκεντρο μιας ακόμα περιπέτειας, αλλά μιας προσωπικής ενδοσκόπησης, καθώς και στο μικροσκόπιο μιας ψυχογραφικής χαρτογράφησης και ανάλυσης που σε προσωπικό επίπεδο, με γοήτευσε. Μπορεί η δράση της ιστορίας να είναι καταιγιστική, όμως αυτό που πραγματικά σε παρασύρει, δεν είναι άλλο από την ρεαλιστική αποτύπωση των χαρακτήρων, του ψυχισμού τους και της δραματουργικής ανάπτυξης του προσωπικού τους δράματος, που αν και μετουσιώνεται μέσω μιας εικονικής πραγματικότητας που οδηγεί σε μια μάχη του συνειδητού και του ασυνείδητου, παραμένει αληθινή και πειστική στον πυρήνα της. 

Στη "Φυσαλίδα", το τρίτο και τελευταίο μέρος αυτής της ανατρεπτικής τριλογίας, ο Χένρικ βρίσκεται κυνηγημένος αλλά την ίδια ώρα, αποφασισμένος ν' ανακαλύψει την αφετηρία του "Παιχνιδιού", έτσι ώστε να μπορέσει να το τερματίσει μία και καλή. Αλλά κάθε φορά που φαίνεται πως πλησιάζει στο στόχο του, όλο και πιο μακριά βρίσκεται, με την αλήθεια να μοιάζει να ξεκινάει πολλές δεκαετίες πίσω. Μαζί με μια ομάδα αντίστασης παλιών παικτών, θα δώσει αγώνα για να πάρει και πάλι τη ζωή του στα χέρια του, έστω κι αν οι πιθανότητες δεν φαντάζουν υπέρ του. Την ίδια στιγμή, η Ρεμπέκα έχει επιλέξει ν' απομακρυνθεί προσωρινά από το αστυνομικό σώμα, βρίσκοντας δουλειάς ως προσωπικό ασφαλείας σε μία ιδιωτική εταιρεία, κάτι που δεν θα εξελιχθεί καλά αφού θα απολυθεί σύντομα. Τότε είναι που έρχεται στα χέρια της το κλειδί μιας θυρίδας, μέσα στην οποία βρίσκονται χρήματα, ένα όπλο, αλλά και δεκάδες διαβατήρια άλλων κρατών, που όλα φαίνεται να ανήκουν στον πατέρα της. Με τη βοήθεια ενός παλιού φίλου και πρώην συνεργάτη του, η Ρεμπέκα θα προσπαθήσει ν' ανακαλύψει τι πραγματικά συμβαίνει, κάνοντας ένα ταξίδι στο χρόνο, βυθιζόμενη σε έναν κόσμο κατασκοπίας και βίας με δεκάδες μυστικά.

Η "Φυσαλίδα", με τον άκρως ευρηματικό τίτλο -πράγμα που καταλαβαίνει κανείς αφού ολοκληρώσει την ανάγνωσή της-, ολοκληρώνει αυτό το τεχνολογικό, δραματουργικό θρίλερ χαρακτήρων και καταστάσεων, με τον πλέον καλύτερο δυνατό τρόπο. Ο συγγραφέας, ούτε για μια στιγμή δεν έχασε τον στόχο του, με την δράση να παραμένει καταιγιστική από την πρώτη μέχρι και την τελευταία στιγμή, με τις πληροφορίες να φτάνουν σε μας, τους αναγνώστες, όταν έπρεπε και στις δόσεις που έπρεπε, κάνοντάς μας όχι απλά παρατηρητές αυτής της περιπέτειας, αλλά ενεργά μέλη της δράσης των εξελίξεων. Άλλωστε, η τριλογία αυτή, αφορά έναν γρίφο που αναζητά λύση. Μια λύση που στην πραγματικότητα, μπορεί να βρίσκεται πολύ πιο κοντά μας απ' όσο θέλουμε να πιστεύουμε. Γιατί μπορεί η τριλογία αυτή ν' αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας, όμως στην πραγματικότητα, εμπεριέχει αλήθειες της σύγχρονης πραγματικότητας που είναι άκρως τρομακτικές. Μπορεί να διανύουμε την εποχή της δραματικής ανάπτυξης της τεχνολογίας, όμως πόσο ελεύθεροι μπορούμε να είμαστε όταν το κάθε μας βήμα, η κάθε μας κίνηση, ακόμα και η κάθε μας σκέψη, αποτελεί πηγή πληροφοριών στην συλλογή κάποιων που μπορούν να τις αξιοποιήσουν όπως θέλουν; Και άραγε, πόσο σίγουροι είμαστε ότι δεν έχουμε πρόβλημα με αυτό; Τροφή για σκέψη; Σίγουρα! Μια απολαυστική περιπέτεια; Ακόμα περισσότερο!