Συνοπτική περίληψη του βιβλίου:
Η Έλενορ Όλιφαντ είναι τριάντα χρονών, ζει στη Γλασκώβη και δουλεύει ως λογίστρια σε μια εταιρεία γραφιστικής. Κάθε μέρα πηγαίνει στη δουλειά της, τα βράδια λύνει σταυρόλεξα και ακούει ραδιοφωνικές σαπουνόπερες, τις Τετάρτες μιλάει τηλεφωνικά με τη μητέρα της και περιμένει να έρθει η Παρασκευή για να φάει πίτσα και να μεθύσει με βότκα μέχρι το πρωί της Δευτέρας.
Είναι τελείως μόνη, αλλά δηλώνει απολύτως καλά.
Ώσπου, μια μέρα ερωτεύεται έναν τραγουδιστή και αρχίζει να φαντασιώνεται –χωρίς να έχουν καν γνωριστεί, χωρίς να έχει υπάρξει η παραμικρή υπόνοια– πως είναι ο άντρας της ζωής της. Μόνο ένας συνάδελφός της, ο Ρέιμοντ, της φέρεται πολύ καλά –σε αντίθεση με τις αποστάσεις που κρατούν οι υπόλοιποι. Τι κρύβεται άραγε πίσω από τον αλλόκοτο και δύστροπο χαρακτήρα της Έλενορ;

Προσωπική άποψη:
Ήταν το 2017 όταν η Gail Honeyman έκανε την παρθενική της εμφάνιση στον χώρο της λογοτεχνίας. Το πρώτο της βιβλίο, "Η Έλενορ Όλιφαντ είναι απολύτως καλά", κέρδισε αμέσως την αναγνώριση των κριτικών, μα και την αγάπη του αναγνωστικού κοινού, χάρη στον ιδιαίτερο χαρακτήρα, τόσο του ίδιου του κειμένου όσο και της πρωταγωνίστριάς του που κάθε άλλο παρά συμβατική και συνηθισμένη είναι. Και μπορεί ο τίτλος του βιβλίο να ισχυρίζεται πως η Έλενορ είναι απολύτως καλά, όμως αυτή δεν είναι η απόλυτη αλήθεια. Γιατί, η Έλενορ, όπως και κάθε άλλος άνθρωπος, έχει τις καλές και τις κακές τις στιγμές, τις καλές και τις κακές της μέρες, τα καλά και τα κακά της στοιχεία. Άραγε, αν αυτά τα τοποθετήσουμε σε μια ζυγαριά, ποια μεριά υπερτερεί της άλλης;

Μέσα από το βιβλίο αυτό, λοιπόν, σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση, παρακολουθούμε την καθημερινότητα της Έλενορ, μιας αρκετά παράξενης και ιδιότροπης γυναίκας, που έχει επιλέξει μια αρκετά μοναχική ζωή, όπως ακριβώς ταιριάζει στον εσωστρεφή εαυτό της. Εργάζεται ως λογίστρια σε μία γραφιστική εταιρεία, είναι τυπική και συνεπής στη δουλειά της, επικοινωνεί ευλαβικά με τη μητέρα της κάθε Τετάρτη, περνάει τα βράδια της στον καναπέ της παρέα με σταυρόλεξα και ραδιοφωνικές σαπουνόπερες, ενώ τα Σαββατοκύριακα κλείνεται και πάλι στο σπίτι της, και στον εαυτό της, τρώγοντας πίτσα και πίνοντας βότκα μέχρι λιποθυμίας. Οι επαφές που έχει με τους ανθρώπους γύρω της είναι τυπικές, σχεδόν ανύπαρκτες, και κανείς δεν προσπαθεί να την πλησιάσει, εκτός από τον Ρέιμοντ, έναν συνάδελφο της που με τον τρόπο του την προσεγγίζει συνεχώς δείχνοντάς της την συμπάθειά του, χωρίς, ωστόσο, να πιέζει καταστάσεις. Και όπως είναι φυσικό, η Έλενορ δεν έχει κανέναν δεσμό, παρά μονάχα έναν φανταστικό έρωτα για έναν τραγουδιστή, που δεν γνωρίζει και ποτέ δεν πρόκειται να το κάνει.

Ξεκινώντας να διαβάζεις το βιβλίο αυτό, η πρώτη σου παρορμητική σκέψη είναι: Πόσο αντιπαθητική κι εκνευριστική είναι αυτή η κοπέλα; Μετά, με μια δεύτερη, πιο ψύχραιμη θεώρηση της κατάστασης, σκέφτεσαι πως δεν μπορεί, η συμπεριφορά της αυτή πρέπει να πηγάζει από κάτι βαθύτερο απ' αυτό που φαίνεται στην επιφάνεια των πραγμάτων. Κάτι πρέπει να την βασανίζει, να την έχει πληγώσει πολύ, να έχει χαραχτεί βαθιά μέσα της, και όταν συνειδητοποιείς πως οι χαραγματιές αυτές δεν βρίσκονται μονάχα εκεί, αλλά και στο σώμα της, νιώθεις μετανιωμένος για όσα αρνητικά σκέφτηκες για εκείνη, για το ότι βιάστηκες να κρίνεις έναν άνθρωπο και τις καταστάσεις γύρω από αυτόν. Κι αυτό είναι ένα σκέλος του βιβλίο και ένας από τους προβληματισμούς που θέλει να σου περάσει. Το πόσο εύκολο είναι να σχηματίσουμε άποψη απλά και μόνο εξαιτίας μιας εικόνας, μα και πόσο εύκολο είναι να επιλέξουμε ν' αρκεστούμε σε αυτήν από το να προσπαθήσουμε να εμβαθύνουμε, να δούμε κάτω απ' αυτό που φαίνεται με γυμνό μάτι, να ψάξουμε την εσωτερική αλήθεια που μπορεί να μην είναι πάντα όμορφη, είναι όμως απογυμνωμένη απ' ό,τι μπορεί να την κάνει να φαντάζει καλύτερη.

Το δεύτερο, πολύ σημαντικό, πράγμα για το οποίο μιλάει το βιβλίο αυτό, είναι για την έννοια της μοναξιάς. Αναλύει τα πρόσωπα αυτής, την βάζει στο μικροσκόπιο και εξετάζει κάθε πτυχή της. Υπάρχει η μοναξιά εκείνη στην οποία μας καταδικάζουν οι συνθήκες της ζωής, υπάρχει η μοναξιά μέσα στην οποία μας έχουν απομονώσει οι άνθρωποι γύρω μας επειδή δεν μπορούν να καταλάβουν, υπάρχει, όμως, και η μοναξιά εκείνη στην οποία εμείς οι ίδιοι έχουμε επιλέξει να ζήσουμε, απλά και μόνο επειδή νιώθουμε πιο ήρεμοι, πιο ασφαλείς μέσα της. Όταν είμαστε μόνοι μας, όταν ζούμε χωρίς να εξαρτόμαστε συναισθηματική από κανέναν, είναι πιο εύκολο να διαφυλάξουμε τον εαυτό μας, να μην πληγωθούμε, να μην πονέσουμε, να μην υποφέρουμε. Είναι, όμως, σωστό αυτό; Είναι υγιές; Μπορεί πραγματικά να μας κάνει ευτυχισμένους; Ή μήπως είναι καλύτερα να βγούμε έξω από την δήθεν προστατευτική μας φούσκα και να πονέσουμε ακόμα, αν χρειαστεί, αλλά να ξέρουμε πως έχουμε ζήσει;

Γραμμένο με χιούμορ αλλά και με συναίσθημα, το βιβλίο αυτό σίγουρα δεν απευθύνεται σε όλους, αλλά εκείνοι που είναι πρόθυμοι να κατανοήσουν τις αλήθειες και τους προβληματισμούς που θέτει στον αναγνώστη, φέρνοντάς τον αντιμέτωπο ακόμα και με κομμάτια του ίδιου του τού εαυτού, θα το αγαπήσουν βαθιά και πηγαία. Θα γελάσουν, θα συγκινηθούν, μπορεί και να δακρύσουν, και σίγουρα θα νιώσουν ένα σφίξιμο στο στήθος όσο περισσότερο βουτάνε στα άδυτα του παρελθόντος της Έλενορ. Αλλά, όπως είπα και στον πρόλογο του κειμένου αυτού, η ζωή έχει τα καλά και τα κακά της, τις καλές και τις κακές της μέρες, και το βιβλίο αυτό διαχωρίζει έτσι και τις μέρες της Έλενορ. Σε καλές και κακές. Υπάρχει, όμως, και μια τρίτη κατηγορία ημερών. Ποιες είναι αυτές; Οι καλύτερες! Μπορεί να μην είναι τέλειες, είναι, ωστόσο, οι μέρες εκείνες που καταλαβαίνεις πως η αγάπη είναι ένα από τα πιο πολύτιμα αγαθά, όπως και η ανθρώπινη παρουσία στη ζωή μας, που με στοργή και κατανόηση, μπορεί να κάνει τα πράγματα πραγματικά καλύτερα και πιο ελπιδοφόρα.
Βαθμολογία 10/10

Ταυτότητα βιβλίου:
Συγγραφέας: Gail Honeyman
Μεταφραστής: Φακίνου Μαρία
Εκδόσεις: Κλειδάριθμος
Κατηγορία: Ξένη Λογοτεχνία
Έτος Έκδοσης: 2018
Αρ. σελίδων: 448
ISBN: 978-960-461-879-8