Τρεις παιδικοί φίλοι, ο Jimmy, ο Dave και ο Sean ήταν αχώριστοι μέχρι τη μέρα που ένα τραγικό γεγονός στιγμάτισε έναν απ’ αυτούς.
Έτσι λοιπόν καταλήγω στο εξής συμπέρασμα. Έχουμε ένα αρκετά καλό κείμενο, με δυνατούς διάλογους και μονολόγους κι ένα εξαιρετικό καστ που καλύτερο δεν θα μπορούσε να ήταν. Αν βασιζόμουν μόνο πάνω σ’ αυτά θα μπορούσα να μιλάω για εργάρα. Έλα όμως που η καταστροφική σκηνοθεσία του Eastwood και η κάποια κοιλίτσα του έργου στο τελευταίο μισάωρο με κάνει να μιλάω για μια μετριότητα. Σίγουρα τα βαθύτερα νοήματα της ταινίας και τα μηνύματα τα οποία θέλει να περάσει είναι τολμηρά και με βάθος. Άρα θα δώσω κάποια ελαφρυντικά και θα προτείνω να το δείτε αν δεν το έχετε κάνει, υποψιασμένοι ωστόσο για τα αρνητικά της στοιχεία, μόνο και μόνο για τη διαφορετικότητά της απ’ τις άλλες ταινίες του είδους και πάνω απ’ όλα γιατί είναι κρίμα να χάσετε τις συγκλονιστικές ερμηνείες των δύο πρωταγωνιστών.
Οι δρόμοι κι οι ζωές τους θα συναντηθούν ξανά μετά από 25 χρόνια, όταν η κόρη του Jimmy βρεθεί δολοφονημένη. Το γεγονός αυτό θ’ αποτελέσει καταλύτη στις μεταξύ τους σχέσεις και στην αντιμετώπιση των φαντασμάτων του παρελθόντος.
Την υπόθεση αναλαμβάνει ο πλέον αστυνομικός Sean. Η ιστορία όμως θα πάρει άλλη πλοκή όταν οι υποψίες στραφούν στον Dave.
Προσωπική άποψη:
Ο Eastwood μεγάλωσε κι αποφάσισε ν’ αφήσει τις κοντόκανες στην άκρη. Βέβαια, ακόμα και στην 24η ταινία του δεν έλειψε η κλασσική κεντρική ιδέα να βασίζεται σε κάποιον φόνο. Μόνο που εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με μονομαχίες ή καταδιώξεις. Με άλλα λόγια δεν έχουμε ένα κλασσικό αστυνομικό έργο, αλλά κάτι πιο βαθύ, πιο σκοτεινό. Η πλοκή μέχρι ενός σημείου είναι καλή. Από ‘κει κι έπειτα γίνεται προβλέψιμη και λίγες σκηνές πριν το φινάλε φτάνει να γίνεται βαρετή και κουραστική. Δεν ντρέπομαι να πω ότι το τελευταίο μισάωρο κρατιόμουνα με νύχια και με δόντια για να μη με πάρει ο ύπνος. Ξέρετε τώρα... Χειμώνας, σινεμά με air-condition στο full, δεν ήθελε και πολύ. Ωστόσο πριν μερικές μέρες αποφάσισα να το ξαναδώ στην τηλεόραση μιας και δεν είχε κάτι άλλο.
Επιφανειακά πρόκειται για άλλο ένα αστυνομικό έργο όπου απλά αναζητούμε τον ένοχο. Ξύνοντας όμως την επιφάνεια μπορούμε να βγάλουμε άλλα συμπεράσματα και να καταλήξουμε στο ότι ο φόνος ίσως αποτέλεσε τον καρπό ενός γενικότερου κακού. Ίσως να πληρώνουν τις αμαρτίες τις νιότης τους. Ίσως πάλι να καλούνται ν’ αντιμετωπίσουν τα παιδικά όνειρα που στιγματίστηκαν και που ποτέ δεν πραγματοποιήθηκαν. Ίσως πλέον πρέπει ν’ αντιμετωπίσουν ο ένας τον άλλο όχι σαν φίλοι, αλλά σαν ενήλικα λάθη. Και ίσως τελικά να θέλει να καταλήξει στο ότι όλα όσα μας συμβαίνουν, όλες μας οι αποφάσεις επηρεάζονται από το γεγονός ότι η παιδική μας αθωότητα χρόνο με το χρόνο χάνονται. Και το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν συνηθίζουν οι αστυνομικές ιστορίες να μας περνάνε τέτοια μηνύματα.
Παρά που όλος ο κινηματογραφικός κόσμος υποστήριξε ότι η συγκεκριμένη ταινία ήταν η καλύτερη του Eastwood από την εποχή των “Ασυγχώρητων” διαφωνώ κάθετα. Όχι, δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση την καλύτερη σκηνοθετική του δουλειά. Μάλλον το αντίθετο! Βασισμένος σ’ ένα σε γενικές γραμμές καλό σενάριο και σ’ ένα εξαιρετικό καστ, ο Eastwood μοιάζει να επαναπαύτηκε στο καλό αυτό υλικό, να έκατσε στην καρέκλα του σκηνοθέτη, να είπε “action” και το πανηγύρι τελείωσε. Αν δεν υπήρχαν τα υπόλοιπα καλά στοιχεία να τη σώσουν, η ταινία θα είχε βουλιάξει. Και σ’ αυτό το σημείο διερωτώμαι! Δεν φτάνει που ο Eastwood δεν έκανε τίποτα για να δείξει ότι σκηνοθετεί, έπρεπε να βάλει το χεράκι του και στη μουσική επένδυση της ταινίας; Υποτονική, βαρετή, αποτελούμενη από 5 νότες, είναι ότι χειρότερο θα μπορούσε να κάνει. Όπως και να το κάνουμε σε μια ταινία η καλή μουσική κρατάει υψηλά το επίπεδο του σασπένς.
Τα βραβεία Oscar εκείνης της χρονιάς είχαν σίγουρους νικητές. Και δεν είναι περίεργο όταν είχαμε έναν μεστό κι ώριμο ερμηνευτικά Tim Robbins, στον πιο απαιτητικό ίσως ρόλο της καριέρας του. Στο βλέμμα του μπορούμε κάθε στιγμή να νιώσουμε σε βάθος κάθε συναίσθημα του χαρακτήρα του. Το πόσο χαμένος, ταραγμένος, μετανιωμένος είναι. Το πόσο απελπισμένος νιώθει μέσα στη ζωή του, κυνηγημένος απ’ τα φαντάσματα του παρελθόντος. Το πόσο αναζητάει εσώψυχα το θάνατο ως λύτρωση μιας βασανισμένης ζωής.
Στον αντίποδα ο πάντα εξαιρετικός Sean Penn που μπορεί να μην έχει έναν τόσο περίπλοκο ρόλο, αλλά αν μη τι άλλο η ερμηνεία του είναι σπαρακτική. Νιώθει τον πόνο, την οργή και τη δίψα για εκδίκηση σε κάθε πόρο του κορμιού του κι αυτό είναι φανερό. Ο Kevin Bacon σε έναν ρόλο που μοιάζει διακοσμητικός, εξυπηρετεί με τον καλύτερο τρόπο αυτό που καλείται να κάνει. Να παραστήσει δηλαδή τον ισσοροπιστή των καταστάσεων, να αποδώσει ευθύνες και να δικαιολογήσει καταστάσεις, προσπαθώντας να κρατήσει το ποτάμι ήρεμο. Στους γυναικείους ρόλους που καλούνται να στηρίξουν τους συζύγους τους η κάθε μία με τον δικό της τρόπο, η Laura Linney μάλλον αποδεικνύεται λίγη, άχρωμη κι άνευρη, εν αντιθέσει με την Marcia Gay Harden.
Προσωπική άποψη:
Ο Eastwood μεγάλωσε κι αποφάσισε ν’ αφήσει τις κοντόκανες στην άκρη. Βέβαια, ακόμα και στην 24η ταινία του δεν έλειψε η κλασσική κεντρική ιδέα να βασίζεται σε κάποιον φόνο. Μόνο που εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με μονομαχίες ή καταδιώξεις. Με άλλα λόγια δεν έχουμε ένα κλασσικό αστυνομικό έργο, αλλά κάτι πιο βαθύ, πιο σκοτεινό. Η πλοκή μέχρι ενός σημείου είναι καλή. Από ‘κει κι έπειτα γίνεται προβλέψιμη και λίγες σκηνές πριν το φινάλε φτάνει να γίνεται βαρετή και κουραστική. Δεν ντρέπομαι να πω ότι το τελευταίο μισάωρο κρατιόμουνα με νύχια και με δόντια για να μη με πάρει ο ύπνος. Ξέρετε τώρα... Χειμώνας, σινεμά με air-condition στο full, δεν ήθελε και πολύ. Ωστόσο πριν μερικές μέρες αποφάσισα να το ξαναδώ στην τηλεόραση μιας και δεν είχε κάτι άλλο.
Επιφανειακά πρόκειται για άλλο ένα αστυνομικό έργο όπου απλά αναζητούμε τον ένοχο. Ξύνοντας όμως την επιφάνεια μπορούμε να βγάλουμε άλλα συμπεράσματα και να καταλήξουμε στο ότι ο φόνος ίσως αποτέλεσε τον καρπό ενός γενικότερου κακού. Ίσως να πληρώνουν τις αμαρτίες τις νιότης τους. Ίσως πάλι να καλούνται ν’ αντιμετωπίσουν τα παιδικά όνειρα που στιγματίστηκαν και που ποτέ δεν πραγματοποιήθηκαν. Ίσως πλέον πρέπει ν’ αντιμετωπίσουν ο ένας τον άλλο όχι σαν φίλοι, αλλά σαν ενήλικα λάθη. Και ίσως τελικά να θέλει να καταλήξει στο ότι όλα όσα μας συμβαίνουν, όλες μας οι αποφάσεις επηρεάζονται από το γεγονός ότι η παιδική μας αθωότητα χρόνο με το χρόνο χάνονται. Και το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν συνηθίζουν οι αστυνομικές ιστορίες να μας περνάνε τέτοια μηνύματα.
Παρά που όλος ο κινηματογραφικός κόσμος υποστήριξε ότι η συγκεκριμένη ταινία ήταν η καλύτερη του Eastwood από την εποχή των “Ασυγχώρητων” διαφωνώ κάθετα. Όχι, δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση την καλύτερη σκηνοθετική του δουλειά. Μάλλον το αντίθετο! Βασισμένος σ’ ένα σε γενικές γραμμές καλό σενάριο και σ’ ένα εξαιρετικό καστ, ο Eastwood μοιάζει να επαναπαύτηκε στο καλό αυτό υλικό, να έκατσε στην καρέκλα του σκηνοθέτη, να είπε “action” και το πανηγύρι τελείωσε. Αν δεν υπήρχαν τα υπόλοιπα καλά στοιχεία να τη σώσουν, η ταινία θα είχε βουλιάξει. Και σ’ αυτό το σημείο διερωτώμαι! Δεν φτάνει που ο Eastwood δεν έκανε τίποτα για να δείξει ότι σκηνοθετεί, έπρεπε να βάλει το χεράκι του και στη μουσική επένδυση της ταινίας; Υποτονική, βαρετή, αποτελούμενη από 5 νότες, είναι ότι χειρότερο θα μπορούσε να κάνει. Όπως και να το κάνουμε σε μια ταινία η καλή μουσική κρατάει υψηλά το επίπεδο του σασπένς.
Τα βραβεία Oscar εκείνης της χρονιάς είχαν σίγουρους νικητές. Και δεν είναι περίεργο όταν είχαμε έναν μεστό κι ώριμο ερμηνευτικά Tim Robbins, στον πιο απαιτητικό ίσως ρόλο της καριέρας του. Στο βλέμμα του μπορούμε κάθε στιγμή να νιώσουμε σε βάθος κάθε συναίσθημα του χαρακτήρα του. Το πόσο χαμένος, ταραγμένος, μετανιωμένος είναι. Το πόσο απελπισμένος νιώθει μέσα στη ζωή του, κυνηγημένος απ’ τα φαντάσματα του παρελθόντος. Το πόσο αναζητάει εσώψυχα το θάνατο ως λύτρωση μιας βασανισμένης ζωής.
Στον αντίποδα ο πάντα εξαιρετικός Sean Penn που μπορεί να μην έχει έναν τόσο περίπλοκο ρόλο, αλλά αν μη τι άλλο η ερμηνεία του είναι σπαρακτική. Νιώθει τον πόνο, την οργή και τη δίψα για εκδίκηση σε κάθε πόρο του κορμιού του κι αυτό είναι φανερό. Ο Kevin Bacon σε έναν ρόλο που μοιάζει διακοσμητικός, εξυπηρετεί με τον καλύτερο τρόπο αυτό που καλείται να κάνει. Να παραστήσει δηλαδή τον ισσοροπιστή των καταστάσεων, να αποδώσει ευθύνες και να δικαιολογήσει καταστάσεις, προσπαθώντας να κρατήσει το ποτάμι ήρεμο. Στους γυναικείους ρόλους που καλούνται να στηρίξουν τους συζύγους τους η κάθε μία με τον δικό της τρόπο, η Laura Linney μάλλον αποδεικνύεται λίγη, άχρωμη κι άνευρη, εν αντιθέσει με την Marcia Gay Harden.
Έτσι λοιπόν καταλήγω στο εξής συμπέρασμα. Έχουμε ένα αρκετά καλό κείμενο, με δυνατούς διάλογους και μονολόγους κι ένα εξαιρετικό καστ που καλύτερο δεν θα μπορούσε να ήταν. Αν βασιζόμουν μόνο πάνω σ’ αυτά θα μπορούσα να μιλάω για εργάρα. Έλα όμως που η καταστροφική σκηνοθεσία του Eastwood και η κάποια κοιλίτσα του έργου στο τελευταίο μισάωρο με κάνει να μιλάω για μια μετριότητα. Σίγουρα τα βαθύτερα νοήματα της ταινίας και τα μηνύματα τα οποία θέλει να περάσει είναι τολμηρά και με βάθος. Άρα θα δώσω κάποια ελαφρυντικά και θα προτείνω να το δείτε αν δεν το έχετε κάνει, υποψιασμένοι ωστόσο για τα αρνητικά της στοιχεία, μόνο και μόνο για τη διαφορετικότητά της απ’ τις άλλες ταινίες του είδους και πάνω απ’ όλα γιατί είναι κρίμα να χάσετε τις συγκλονιστικές ερμηνείες των δύο πρωταγωνιστών.
Βαθμολογία 6,5/10
Ταυτότητα ταινίας:
Ελλ. τίτλος: Σκοτεινό Ποτάμι
Είδος: Αστυνομική
Σκηνοθέτης: Clint Eastwood
Πρωταγωνιστές: Sean Penn, Tim Robbins, Kevin Bacon, Laurence Fishburne, Laura Linney, Marcia Gay Harden
Παραγωγή: 2004
Διάρκεια: 137’
Ταυτότητα ταινίας:
Ελλ. τίτλος: Σκοτεινό Ποτάμι
Είδος: Αστυνομική
Σκηνοθέτης: Clint Eastwood
Πρωταγωνιστές: Sean Penn, Tim Robbins, Kevin Bacon, Laurence Fishburne, Laura Linney, Marcia Gay Harden
Παραγωγή: 2004
Διάρκεια: 137’
2 Σχόλια:
MILAME GIA TAINIARA!TI LES TWRA!APO ERMHNEIES EIDIKA DEN PAIZETAI!
Εξαρτάται με ποια κριτήρια χαρακτηρίζεις μιας ταινία "ταινιάρα". Αν το κάνεις στηριγμένος καθαρά στις ερμηνείες, ναι τότε συμφωνώ μαζί σου, ήταν εργάρα. Αν όμως λαμβάνεις υπ' όψιν σου τα πάντα ως ένα σύνολο, έχουμε να κάνουμε με μια ταινία κάτω του μετρίου που απλά οι όντως εκπληκτικές ερμηνείες την σώζουν.
Δημοσίευση σχολίου