Συνοπτική περίληψη του έργου:
Ο Pierre Dulaine είναι χορευτής και ιδιοκτήτης μια σχολής χορών πίστας στη Νέα Υόρκη, όπου φοιτούν πλουσιόπαιδα.
Ένα βράδυ, γίνεται τυχαία μάρτυρας ενός περιστατικού βανδαλισμού από κάποιους μαθητές κι αποφασίζει να γίνει εθελοντής δάσκαλος χορού στο λύκειό τους με σκοπό να τους βοηθήσει με τον τρόπο του.
Η δύσπιστη διευθύντρια του σχολείου του αναθέτει μια ομάδα τιμωρημένων μαθητών με προβλήματα συμπεριφοράς. Αυτοί αρχικά τον αντιμετωπίζουν με χλευασμό, αλλά τελικά καταφέρνει να τους κινήσει το ενδιαφέρον, προτρέποντάς τους να λάβουν μέρος σ’ έναν διαγωνισμό χορού.
Προσωπική άποψη:
Μια ταινία που συνδυάζει κάτι από “Ασυμβίβαστη Γενιά” και κάτι από “Fame”. Ο ανυπότακτος χαρακτήρας μιας χούφτας προβληματικών μαθητών και το πάθος για το χορό παντρεύονται για να δημιουργήσουν ένα, οπτικά τουλάχιστον, ενδιαφέρον θέαμα. Βασισμένο στην πραγματική ζωή του χορευτή και δάσκαλου Pierre, το “Take The Lead”, έρχεται σαν ένα μεταμοντέρνο παραμύθι, που παρά τα όποια μελό στοιχεία του, καταφέρνει με όμορφο τρόπο τη συνάντηση δύο παράπλευρων στρατοπέδων. Δύο στρατοπέδων, που παρά τις ασυμφωνίες τους, βρίσκουν τη χρυσή τομή με σκοπό την επίτευξη ενός κοινού στόχου.
Διδάγματα περί ιδανικών που αν κι ορισμένες στιγμές φαντάζουν κενά και πολυχρησιμοποιημένα αποδίδουν λειτουργικά μέσα στο όλο πνεύμα της ταινίας πετυχαίνοντας σε ένα βαθμό τον στόχο τους. Μπορεί κάπου να το χάνει και κάπου να το βρίσκει, αλλά προσωπικά ως πρώην ασχολούμενη με το άθλημα, κατάφερε να με συγκινήσει και να με πείσει η παρουσία του χορού ως μια υγιή διέξοδο απ’ τα προβλήματα. Για ‘μένα άλλωστε κατάφερνε ν’ αποτελέσει ένα τέτοιο κομμάτι της ζωής μου.
Η Liz Friedlander, προερχόμενη από τον χώρο των video clips, κάνει την πρώτη της κινηματογραφική απόπειρα, χωρίς όμως να φτάνει στην ολοκλήρωση. Μοιάζει σα να μην αφήνει στους πρωταγωνιστές χώρο ν’ αναπνεύσουν. Σα να μην δίνει τη δυνατότητα στα προβλήματά τους να οδηγηθούν κάπου. Στον αντίποδα βέβαια έχουμε τις χορευτικές σκηνές που είναι αρκούντως ικανοποιητικές κι εντυπωσιακές. Αυτές που ξεχωρίζουν είναι το ταγκό μεταξύ του κύριου Dulaine και τις ξανθιάς παρτενέρ του και του τριπλού ταγκό των μαθητών του στο διαγωνισμό χορού. Άκρως ερωτικά, άκρως αισθησιακά, άκρως τολμηρά. Όπως λέει και μια μαθήτρια στην ταινία, είναι σαν sex πάνω στην πίστα.
Στον ερμηνευτικό τομέα βέβαια τα πράγματα είναι κάπως απογοητευτικά. Οι περισσότεροι νεαροί που απαρτίζουν το cast μοιάζουν σα να τους μάζεψαν από κάποια περιθωριακή συνοικία και να τους χάρισαν τους ρόλους προκειμένου να μειώσουν το budget. Κατά συνέπεια, κανένας δεν καταφέρνει να ξεχωρίσει κι απλά περιφέρονται στο χώρο. Απ’ την άλλη ο Banderas, με τις εξωτικές πινελιές στην άρθρωση κι επιστρατεύοντας όλη του τη γοητεία για να παραστήσει άλλη μια φορά το λατίνο εραστή, καταφέρνει να στήσει μια γοητευτική ερμηνεία με κάποιες εκρήξεις πάθους μέσα στη γενικότερη ηρεμία κι αρμονία του ρόλου του. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως σε παλαιότερές του ταινίες δεν έχει πείσει περισσότερο καθώς έχει υπάρξει σίγουρα πιο γοητευτικός.
Ουσιαστικά έχουμε ένα ενδιαφέρον εργάκι, που μπορεί να μην αποτελεί τον Κολοφώνα της 7ης τέχνης, σίγουρα όμως είναι ξεσηκωτικό. Δεν καταφέρνει να πείσει ως προς την πολιτική ορθότητα και να πει αυτά που έμμεσα αντιλαμβάνεσαι ότι θέλει να πει, σίγουρα όμως θα σε κάνει αρκετές φορές να νιώσεις κι εσύ τον ρυθμό και να θελήσεις να σηκωθείς απ’ τη θέση σου και να κουνηθείς στον ρυθμό της μουσικής. Αν δεν μπείτε στη διαδικασία να το κρίνετε σαν κάτι παραπάνω από μια μουσικοχορευτική ταινία θα το απολαύσετε. Ειδικά για όσους ο χορός έχει αποτελέσει έναυσμα κάποια στιγμή της ζωής τους θα καταφέρουν να το δουν με άλλη ματιά.
Ο Pierre Dulaine είναι χορευτής και ιδιοκτήτης μια σχολής χορών πίστας στη Νέα Υόρκη, όπου φοιτούν πλουσιόπαιδα.
Ένα βράδυ, γίνεται τυχαία μάρτυρας ενός περιστατικού βανδαλισμού από κάποιους μαθητές κι αποφασίζει να γίνει εθελοντής δάσκαλος χορού στο λύκειό τους με σκοπό να τους βοηθήσει με τον τρόπο του.
Η δύσπιστη διευθύντρια του σχολείου του αναθέτει μια ομάδα τιμωρημένων μαθητών με προβλήματα συμπεριφοράς. Αυτοί αρχικά τον αντιμετωπίζουν με χλευασμό, αλλά τελικά καταφέρνει να τους κινήσει το ενδιαφέρον, προτρέποντάς τους να λάβουν μέρος σ’ έναν διαγωνισμό χορού.
Προσωπική άποψη:
Μια ταινία που συνδυάζει κάτι από “Ασυμβίβαστη Γενιά” και κάτι από “Fame”. Ο ανυπότακτος χαρακτήρας μιας χούφτας προβληματικών μαθητών και το πάθος για το χορό παντρεύονται για να δημιουργήσουν ένα, οπτικά τουλάχιστον, ενδιαφέρον θέαμα. Βασισμένο στην πραγματική ζωή του χορευτή και δάσκαλου Pierre, το “Take The Lead”, έρχεται σαν ένα μεταμοντέρνο παραμύθι, που παρά τα όποια μελό στοιχεία του, καταφέρνει με όμορφο τρόπο τη συνάντηση δύο παράπλευρων στρατοπέδων. Δύο στρατοπέδων, που παρά τις ασυμφωνίες τους, βρίσκουν τη χρυσή τομή με σκοπό την επίτευξη ενός κοινού στόχου.
Διδάγματα περί ιδανικών που αν κι ορισμένες στιγμές φαντάζουν κενά και πολυχρησιμοποιημένα αποδίδουν λειτουργικά μέσα στο όλο πνεύμα της ταινίας πετυχαίνοντας σε ένα βαθμό τον στόχο τους. Μπορεί κάπου να το χάνει και κάπου να το βρίσκει, αλλά προσωπικά ως πρώην ασχολούμενη με το άθλημα, κατάφερε να με συγκινήσει και να με πείσει η παρουσία του χορού ως μια υγιή διέξοδο απ’ τα προβλήματα. Για ‘μένα άλλωστε κατάφερνε ν’ αποτελέσει ένα τέτοιο κομμάτι της ζωής μου.
Η Liz Friedlander, προερχόμενη από τον χώρο των video clips, κάνει την πρώτη της κινηματογραφική απόπειρα, χωρίς όμως να φτάνει στην ολοκλήρωση. Μοιάζει σα να μην αφήνει στους πρωταγωνιστές χώρο ν’ αναπνεύσουν. Σα να μην δίνει τη δυνατότητα στα προβλήματά τους να οδηγηθούν κάπου. Στον αντίποδα βέβαια έχουμε τις χορευτικές σκηνές που είναι αρκούντως ικανοποιητικές κι εντυπωσιακές. Αυτές που ξεχωρίζουν είναι το ταγκό μεταξύ του κύριου Dulaine και τις ξανθιάς παρτενέρ του και του τριπλού ταγκό των μαθητών του στο διαγωνισμό χορού. Άκρως ερωτικά, άκρως αισθησιακά, άκρως τολμηρά. Όπως λέει και μια μαθήτρια στην ταινία, είναι σαν sex πάνω στην πίστα.
Στον ερμηνευτικό τομέα βέβαια τα πράγματα είναι κάπως απογοητευτικά. Οι περισσότεροι νεαροί που απαρτίζουν το cast μοιάζουν σα να τους μάζεψαν από κάποια περιθωριακή συνοικία και να τους χάρισαν τους ρόλους προκειμένου να μειώσουν το budget. Κατά συνέπεια, κανένας δεν καταφέρνει να ξεχωρίσει κι απλά περιφέρονται στο χώρο. Απ’ την άλλη ο Banderas, με τις εξωτικές πινελιές στην άρθρωση κι επιστρατεύοντας όλη του τη γοητεία για να παραστήσει άλλη μια φορά το λατίνο εραστή, καταφέρνει να στήσει μια γοητευτική ερμηνεία με κάποιες εκρήξεις πάθους μέσα στη γενικότερη ηρεμία κι αρμονία του ρόλου του. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως σε παλαιότερές του ταινίες δεν έχει πείσει περισσότερο καθώς έχει υπάρξει σίγουρα πιο γοητευτικός.
Ουσιαστικά έχουμε ένα ενδιαφέρον εργάκι, που μπορεί να μην αποτελεί τον Κολοφώνα της 7ης τέχνης, σίγουρα όμως είναι ξεσηκωτικό. Δεν καταφέρνει να πείσει ως προς την πολιτική ορθότητα και να πει αυτά που έμμεσα αντιλαμβάνεσαι ότι θέλει να πει, σίγουρα όμως θα σε κάνει αρκετές φορές να νιώσεις κι εσύ τον ρυθμό και να θελήσεις να σηκωθείς απ’ τη θέση σου και να κουνηθείς στον ρυθμό της μουσικής. Αν δεν μπείτε στη διαδικασία να το κρίνετε σαν κάτι παραπάνω από μια μουσικοχορευτική ταινία θα το απολαύσετε. Ειδικά για όσους ο χορός έχει αποτελέσει έναυσμα κάποια στιγμή της ζωής τους θα καταφέρουν να το δουν με άλλη ματιά.
Βαθμολογία 7,5/10
Ταυτότητα ταινίας:
Ελλ. τίτλος: Νιώσε Το Ρυθμό
Είδος: Κοινωνική
Σκηνοθέτης: Liz Friedlander
Πρωταγωνιστές: Antonio Banderas, Rob Brown, Yaya DaCosta, Alfre Woodard, Dante Basco
Παραγωγή: 2006
Διάρκεια: 108’
Ταυτότητα ταινίας:
Ελλ. τίτλος: Νιώσε Το Ρυθμό
Είδος: Κοινωνική
Σκηνοθέτης: Liz Friedlander
Πρωταγωνιστές: Antonio Banderas, Rob Brown, Yaya DaCosta, Alfre Woodard, Dante Basco
Παραγωγή: 2006
Διάρκεια: 108’
4 Σχόλια:
ΓΙΩΤΟΥΛΑ ΑΥΤΗ Η ΤΑΙΝΙΑ ΜΕ ΤΡΕΛΛΑΙΝΕΙ.ΤΗΝ ΕΧΩ ΔΕΙ ΣΤΟ VIDEO ΠΑΝΩ ΑΠΟ 20 ΦΟΡΕΣ.ΣΕ ΚΑΝΕΙ ΝΑ ΘΕΛΕΙΣ ΝΑ ΧΟΡΕΥΕΙΣ ΟΛΗ ΤΗΝ ΩΡΑ.ΙΣΩΣ ΕΙΝΑΙ ΛΙΓΟ ΠΕΖΗ ΑΛΛΑ ΠΟΙΟΣ ΝΟΙΑΖΕΤΑΙ;ΑΠΛΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΑΦΕΘΕΙ Ο ΚΑΘΕΝΑΣ ΤΣΟ ΡΥΘΜΟ ΚΙ ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΝΑ ΑΠΟΛΑΥΣΟΥΝ ΤΟΝ ΘΕΟ ΜΠΑΝΤΕΡΑΣ!!!!
einai apithani i tainia tin exo dei 3 fores sto cinema kai pano apo 50 sto spiti kathos exo kanei recor enikiasis pano apo 40 fores.
Έχω μια φιλενάδα καλή ώρα που κι αυτή έτσι. Την έχει δει 500 φορές. Σινεμά δεν την είχα δει για να πω την αμαρτία μου, αλλά όταν την είδα σε dvd ευχαριστήθηκα πολύ, όπως κι όταν την ξαναείδα στην τηλεόραση. Μπορεί να μην είναι τέλεια ως προς αυτά που θέλει να περάσει, καταφέρνει όμως να σου περάσει το ρυθμό της και να σου προσφέρει ένα άρτιο αισθητικά αποτέλεσμα.
Σε ποια εποχή αναφέρεται?
Δημοσίευση σχολίου