Τη βδομάδα που μας πέρασε, στα πλαίσια της επίσκεψής της στην Αθήνα, όπου και παρουσίασε το τρίτο βιβλίο της τριλογίας της “Missing persons”, τα οποία κυκλοφορούν στη χώρα μας από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος, συναντήθηκα με τη συγγραφέα Sara Blaedel, με την οποία μιλήσαμε για τη ζωή και το έργο της.
Με περίμενε -όχι, δεν άργησα στο ραντεβού μας, εκείνη είχε κατέβει από νωρίς στο lobby του ξενοδοχείου όπου διέμενε, στο Κέντρο της Αθήνας, την οποία και λατρεύει, όπως μου δήλωσε- μ' ένα ζεστό χαμόγελο και με όλη την καλή διάθεση, πράγμα σπάνιο για έναν άνθρωπο της φήμης της -μα και για έναν άνθρωπο που έχει ταξιδέψει 11 ολόκληρες ώρες κι εσύ ετοιμάζεσαι να τον βασανίσεις κάνοντάς του άπειρες ερωτήσεις που, κατά πάσα πιθανότητα, έχει ξανακούσει.
Κι όμως, πρόθυμη, γεμάτη ενέργεια και ζωντάνια, άκρως παραστατική, με απίστευτο χιούμορ και πηγαία ευφυΐα και ειλικρίνεια, μου προσέφερε άκρως απολαυστικές στιγμές που θα τις θυμάμαι για καιρό.
Η Sara Blaedel, λοιπόν, «Βασίλισσα του Εγκλήματος» της Δανίας, που έχει ψηφιστεί τέσσερις φορές η δημοφιλέστερη συγγραφέας της Δανίας, ενώ το 2015 απέσπασε το ανώτατο λογοτεχνικό βραβείο της χώρας, το De Gyldne Laurbær, και που εδώ κι ενάμιση χρόνο έχει μετακομίσει στη Νέα Υόρκη, μόνο και μόνο για ν' ακολουθήσει την ηρωίδα της στο δικό της ταξίδι, μας άνοιξε την καρδιά της και μοιράστηκε μαζί μας τις σκέψεις της. Απολαύστε την...

Γ.Π: Για να ξεκινήσουμε, θα ήθελα να μου πείτε πώς γεννήθηκε η ιδέα της ντετέκτιβ Louise Rick. Είχατε εξαρχής στο μυαλό μας πως θα πρόκειται για μια σειρά περιπετειών με την ίδια κεντρική ηρωίδα, και όχι για ένα αυτόνομο βιβλίο, ή είναι κάτι που προέκυψε στην πορεία;

S.B.: Για να είμαι ειλικρινής, το σχέδιό μου δεν ήταν ποτέ το να γράψω ένα βιβλίο. Είμαι φανατική αναγνώστρια αστυνομικών μυθιστορημάτων, τα διαβάζω όλη μου τη ζωή. Μου αρέσει να προσπαθώ λύνω μυστήρια, αλλά ποτέ δεν είχα σκεφτεί να γράψω. Εργαζόμουν, λοιπόν, ως δημοσιογράφος -ξέρεις πόσο αγχωτική δουλειά είναι, κυρίως λόγω των προθεσμιών- και ήμουν πάρα πολύ πιεσμένη και στρεσαρισμένη, και άρχισα να λέω στον εαυτό μου μία ιστορία που κατέληγε στο “τι θα γινόταν αν...” Και, τότε, ήταν σα να έβλεπα την Louise Rick μπροστά μου ολοζώντανη, με τα πλούσια καστανά μαλλιά της, και ήξερα πως αυτή υπάρχει, πως ζει στην Κοπεγχάγη και πως δουλεύει στο Τμήμα Ανθρωποκτονιών. Και ήμουν τόσο περίεργη σε σχέση μ' αυτήν, έστω κι αν για μεγάλο διάστημα υπήρχε μόνο μέσα στο μυαλό μου, ως ένας τρόπος ν' αντιμετωπίσω την καθημερινότητά μου. Περνούσα καλά με το να λέω στον εαυτό μου την ιστορία της, ήταν αρκετά διασκεδαστικό από μόνο του. Και μια μέρα, έστειλα ένα μήνυμα στον αρχηγό του Τμήματος Ανθρωποκτονιών λέγοντάς του πως δουλεύω πάνω σ' ένα μυθιστόρημα και πως θα ήθελε κάποιες πληροφορίες σχετικά με την υπηρεσία τους. Όχι σε σχέση με την υπόθεση πάνω στην οποία δούλευε, αλλά με το πως είναι ο χώρος εργασίας τους, που αφήνουν το κολατσιό τους, που παρκάρουν τα ποδήλατά τους, όλες αυτές τις μικρές λεπτομέρειες που θα μπορούσαν ν' αποτελούν την εργασιακή καθημερινότητα της Louise Rick. Την επόμενη μέρα, λοιπόν, μου τηλεφώνησε ο ίδιος -δεν υπολόγιζα σε κάτι τέτοιο- και μου είπε: “Αυτό που μου λες είναι πολύ ενδιαφέρον. Γιατί δεν έρχεσαι από εδώ να μιλήσουμε;” Και από εκείνη τη στιγμή, ήξερα πως δουλεύω πάνω σ' ένα μυθιστόρημα. Όσο για τη σειρά... απλά προέκυψε! Ήρθε στο μυαλό μου η ιδέα και είπα: “Αυτό είναι!”. Και μετά το δεύτερο βιβλίο, που είχε τεράστια επιτυχία, όλο και περισσότερες ιδέες έρχονταν στο μυαλό μου και, ουσιαστικά, η όλη ιδέα της σειράς καθιερώθηκε.

Γ.Π.: Μου είπατε, στην αρχή της συζήτησής μας, πως στο παρελθόν είχατε και δικό σας εκδοτικό. Γιατί τον εγκαταλείψατε;

S.B.: Ναι, υπήρξα εκδότρια, πριν από 25 χρόνια, αλλά τότε εξέδιδα μόνο αστυνομικά μυθιστορήματα, που δεν είχαν την απήχηση, ως είδος, που έχουν σήμερα. Εκείνα τα χρόνια υπήρχε μία “ενοχή” στο να διαβάζεις αυτού του είδους τη λογοτεχνία, δεν υπήρχε η αγάπη και η φρενίτιδα του σήμερα. Τότε, τα αστυνομικά μυθιστορήματα, τα κρύβαμε κάτω απ' το κρεβάτι και δεν τα είχαμε πάνω στο κομοδίνο μας. Διατήρησα τον εκδοτικό οίκο για 5-6 χρόνια, αλλά ήρθε η στιγμή που αποφάσισα πως θέλω ν' αφιερωθώ στο γράψιμο και στη δημοσιογραφία, οπότε έστρεψα όλη μου την προσοχή στη δουλειά μου. Η ζωή, τελικά, ακολουθεί τις δικές τις διαδρομές.

Γ.Π.: Υπάρχει κάτι... “περίεργο”, όσον αφορά τη σειρά της Louise Rick. Έχουμε τη βασική σειρά, και μέσα σ' αυτήν μία συγκεκριμένη τριλογία. Μιλάω, φυσικά, για την τριλογία “Missing persons”, τα βιβλία της οποίας είναι και αυτά που έχουν κυκλοφορήσει μέχρι στιγμής στην Ελλάδα. Ποια ήταν η ιδέα πίσω απ' αυτή την ιδιότυπη προσέγγιση;

S.B.: Ακριβώς αυτό συνέβη και στην Αμερική, όπου τα βιβλία μου κυκλοφόρησαν με την ίδια σειρά. Ουσιαστικά, η τριλογία αυτή προέκυψε, έπειτα από 6 βιβλία με την Louise Rick να εργάζεται στο Τμήμα Ανθρωποκτονιών της Κοπεγχάγης, επειδή ήθελα να την μετακινήσω κάπου αλλού, σε μια ειδική Ομάδα που θα ψάχνει μόνο για εξαφανισμένα άτομα. Γιατί, για μένα, το πιο σημαντικό πράγμα ήταν το να την εξελίξω, να την οδηγήσω σε καινούργια μονοπάτια.

Γ.Π.: Αν κάτι εκτίμησα στα βιβλία σας, είναι το γεγονός πως δεν είναι καθόλου φλύαρα. Κόντρα στο φαινόμενο της εποχής που θέλει τ' αστυνομικά βιβλία να είναι τεράστια σε όγκο, εσείς επιλέγετε ν' αφηγηθείτε την εκάστοτε ιστορία σας μένοντας στην ουσία των πραγμάτων.

S.B.: Σ' ευχαριστώ πολύ και χαίρομαι που τ' αναφέρεις γιατί. Προσωπικά, γράφω αυτές τις ιστορίες θέλοντας ο αναγνώστης να περάσει καλά διαβάζοντάς τες, και όχι να τον κουράσω επαναλαμβάνοντας, ίσως, πράγματα, στην προσπάθειά μου να γεμίσω περισσότερες σελίδες. Προτιμώ, αντί για ένα βιβλίο 600 σελίδων, να γράψω δύο των 300. Είναι πιο διασκεδαστικό, πιο εκλεπτυσμένο και, σίγουρα, πιο ξεκούραστο, και αυτό το λέω και ως συγγραφέας και ως αναγνώστης.

Κάπου εδώ ήταν που δεν άντεξα και σχολίασα πως κλασσικό παράδειγμα ανθρώπου που διαθέτει συγγραφική ικανότητα, αλλά που πολλές φορές δεν ξέρει που πρέπει να βάλει ένα τέλος, είναι η Camilla Lackberg, και για πολλοστή φορά στη διάρκεια της συζήτησής μας, καταλήξαμε πως βρισκόμαστε στην ίδια σελίδα. Καθόλου τυχαία η συμπάθεια με την πρώτη ματιά!


Γ.Π.: Γιατί επιλέξατε ο κεντρικός σας χαρακτήρας να είναι γυναίκα και όχι άντρας;

S.B.: Για να το κάνω εύκολο! (Εντάξει... γελάσαμε και οι δύο. Ήταν τόσο αυθόρμητο όσο και η απάντησή της.) Για να πω την πλήρη αλήθεια, εκείνη ήταν που με βρήκε. Ίσως αν είχα λειτουργήσει με διαφορετικό τρόπο, αν είχα καθίσει κάτω και είχα ξεκινήσει να δημιουργώ έναν χαρακτήρα, αναγκάζοντας τον εαυτό μου ν' ακολουθήσει ιδέες όπως: “Τι θα έκανε μεγαλύτερη επιτυχία;”, “Ποιο είδος χαρακτήρα θ' άρεσε περισσότερο στον κόσμο;”, τα πράγματα να ήταν αλλιώς, αλλά τότε, μάλλον, δεν θα ήμουν εγώ.

Συμπληρωματικά, η κυρία Blaedel μού είπε πως είναι από τους συγγραφείς εκείνους που κάθεται και σχεδιάζει όλη την πλοκή της εκάστοτε ιστορία της, πριν να ξεκινήσει να τη γράφει. Και κάθε φορά, ενώ έχει αποφασίσει πως και που θα τοποθετήσει την Louise Rick, εκείνη έχει τον δικό της χαρακτήρα, τη δική της προσωπικότητα και, τελικά, πηγαίνει όπου θέλει και κρίνει εκείνη πως πρέπει να πάει. Παίρνει τον πλήρη έλεγχο και αυτό αποδεικνύεται διασκεδαστικό για εκείνη γιατί, εκτός από συγγραφέας, είναι και αναγνώστρια την ίδια στιγμή. Ίσως αυτός να είναι και ο λόγος που την αντιμετωπίζει τόσο πολύ ως “άτομο” και όχι ως μυθιστορηματικό χαρακτήρα, συνδυαστικά με το ότι η προσωπική της ιστορία βασίζεται σε ρεαλιστικές βάσεις, αλλά και σε δικά της, παιδικά βιώματα, χωρίς αυτό, όμως, να σημαίνει πως βλέπει τον εαυτό της μέσα σ' αυτήν.. Και ίσως αυτοί να είναι και οι λόγοι που εμείς την αγαπήσαμε τόσο.

Γ.Π.: Πολύ σπάνια θα δούμε έναν άντρα συγγραφέα να επιλέγει μία γυναίκα ως κεντρική του πρωταγωνίστρια και το αντίθετο. Αυτό πιστεύετε πως οφείλεται στην ταύτιση του φύλου ή σε κάτι βαθύτερο;

S.B.: Νομίζω πως οι άντρες επιλέγουν κυρίως άντρες πρωταγωνιστές επειδή τους είναι πιο εύκολο να γράψουν γι' αυτούς, τους είναι πιο οικείοι, μπορούν να τους καταλάβουν καλύτερα και να έχουν τη βεβαιότητα του πως θα σκεφτούν ή θα πράξουν υπό συγκεκριμένες συνθήκες. Κάτι ανάλογο, θεωρώ, πως κάνουμε και οι γυναίκες συγγραφείς. Βέβαια, τα πρότυπα των αντρών ηρώων στα αστυνομικά μυθιστορήματα είναι αρκετά συγκεκριμένα οπότε συμβαίνουν δύο τινά: ή τους περιγράφουν όπως θα ήθελαν εκείνοι να είναι, κατά βάθος, ή σκέφτονται τι θα ήθελαν, κυρίως, οι γυναίκες αναγνώστριες να διαβάσουν, ποιος ήρωας θα τους γοητεύσει.

Και, φυσικά, συμφωνήσαμε στο ότι όλοι αυτοί οι “ήρωες” είναι δυσλειτουργικοί, ερωτεύσιμοι, αλκοολικοί, απίστευτα ευφυείς, με προβληματικές σχέσεις, αν όχι με διαζύγιο, στο βιογραφικό τους.

Γ.Π.: Ο κύκλος της σειράς έκλεισε με το 9ο βιβλίο της; Έχετε ως στόχο να δουλέψετε πάνω σε κάποια νέα ιδέα, ή θα ξαναδούμε την Louise να επιστρέφει σε νέες περιπέτειες;

S.B.: Η αλήθεια είναι πως δουλεύω πάνω σε μία νέα ιδέα και είμαι ενθουσιασμένη μαζί της, τόσο με την κεντρική της ιδέα όσο και με τους χαρακτήρες αυτής. Αυτό, όμως, δε σημαίνει πως δεν θα ξαναδούμε την Louise Rick. Νομίζω πως έχει, ακόμα, πολλά να πει και να κάνει, και οπωσδήποτε θα επιστρέψει στο κοντινό μέλλον, σε κάτι διαφορετικό, για μία ακόμα φορά, όπου θα μπορέσουμε να την δούμε και πως συνεργάζεται και λειτουργεί μαζί με κάποιον άλλον. Νομίζω πως θα έχει ενδιαφέρον! (Κι εγώ το ίδιο, οφείλω να πω.)

Γ.Π.: Είστε μία απ' τις κορυφαίες Δανές συγγραφείς και μία απ' τις πιο πολυδιαβασμένες συγγραφείς σε παγκόσμιο επίπεδο. Πώς αισθάνεστε γι' αυτό;

S.B.: Πάρα πολύ ωραία! (Γελάει και το πρόσωπό της λάμπει από χαρά.) Όπως προείπα, ξεκίνησα να γράφω αυτές τις ιστορίες για μένα, για να ικανοποιήσω τη δική μου “περιέργεια”, κάτι που πιστεύω πως συνεχίζω να το κάνω μέχρι σήμερα, οπότε δεν το πολυσκέφτομαι πως υπάρχουν τόσοι πολλοί άνθρωποι εκεί που τις διαβάζουν. Αλλά είναι υπέροχο και με κάνει πολύ χαρούμενη όλη αυτή η διάδραση, το ότι υπάρχουν άνθρωποι εκεί έξω, στο Instagram για παράδειγμα, απ' όλες τις χώρες που έχουν κυκλοφορήσει τα βιβλία μου, που ποστάρουν φωτογραφίες αυτών γράφοντας, έστω κι ένα απλό “Γεια!” ή “Ευχαριστώ!”. Κι όλο αυτό έχει ένα ακόμα πλεονέκτημα, το ότι μπορώ να είμαι, ας πούμε, αυτή τη στιγμή εδώ και να μιλάω μαζί σου. (Τώρα είναι η δικιά μου σειρά να γελάσω και το πρόσωπό μου να λάμψει, ενώ πάω στοίχημα πως έχω κοκκινίσει.)

Γ.Π.: Έχετε διαβάσει ποτέ κάποιο αρνητικό σχόλιο για τα βιβλία σας το οποίο να σας επηρέασε με κάποιον τρόπο;

S.B.: Όχι, δεν το κάνω αυτό! Όταν ξεκίνησα τη συγγραφή σκεφτόμουν πως πολλοί συγγραφείς συνηθίζουν να τσεκάρουν τις κριτικές στο Goodreads, στα διάφορα blogs, αλλά εγώ δεν μπήκα ποτέ στη διαδικασία αυτή. Φυσικά, αν δημοσιευτεί κριτική σε κάποια εφημερίδα, θα την διαβάσω, ενώ υπάρχουν και οι περιπτώσεις εκείνες που λαμβάνω e-mails από αναγνώστες, είτε με θετικά είτε με αρνητικά σχόλια για τα βιβλία μου, και θεωρώ πως και οι δύο λειτουργούν θετικά με τον δικό τους τρόπο, αλλά δεν “κυνηγάω” τις κριτικές.

Σύμφωνα με τα λεγόμενά της: Δεν γκουγκλάρει τον εαυτό της γιατί το διαδίκτυο μπορεί να είναι πολύ σκληρό, και πολύ καλά κάνει. Ίσως αυτός να είναι ο λόγος που είναι τόσο ήρεμη και χαμογελαστή. Μάλιστα, μου αφηγήθηκε, με αφορμή την προηγούμενη ερώτησή μου, μία ιστορία, όπου πήρε συνέντευξη από μία πολύ διάσημη και χαρισματική Δανή πολιτικό, και μία απ' τις ερωτήσεις που της έκανε ήταν: “Γιατί δεν προσπαθείτε να φτιάξετε τη γνώμη των ανθρώπων που δεν σας συμπαθούν;”, κι εκείνη της απάντησε: “Μα Σάρα, δεν θέλω να με συμπαθήσουν όλοι. Υπάρχουν άνθρωποι εκεί έξω που ΔΕΝ ΘΕΛΩ να με συμπαθήσουν.” Το ίδιο, λοιπόν, ισχύει και για εκείνην, και αυτή η θεωρία είναι κάτι που έχει υιοθετήσει στη ζωή της. Όπως πολύ χαρακτηριστικά συμπλήρωσε: Υπάρχουν άνθρωποι που τους αρέσει το μπλε και σε άλλους το το πράσινο, σε άλλους αρέσει το κρέας και σε άλλους το ψάρι, άλλοι προτιμούν το καλοκαίρι και άλλοι τον χειμώνα, κατά συνέπεια, δεν περιμένει, τα βιβλία της, ν' αρέσουν σε όλους.

Γ.Π.: Νομίζω πως αυτής σας η στάση είναι πάρα πολύ υγιής και συμβάλλει στο να διατηρείτε την ισορροπία στη ζωή και στη δουλειά σας. Γιατί, κακά τα ψέματα, όπως είπατε, το διαδίκτυο μπορεί να είναι πολύ σκληρό. Υπάρχουν πολλοί “κακοί” άνθρωποι εκεί έξω που δεν αρκούνται απλά σε μία κακή κριτική, αλλά γίνονται δηλητηριώδεις και, μάλιστα, σε προσωπικό επίπεδο.

S.B.: Ακριβώς! Κανείς δεν χρειάζεται -και δεν πρέπει- να τοποθετείται επί προσωπικού. Δε με γνωρίζουν, δεν τους γνωρίζω. Αλλά μπορούν να διαβάσουν τα βιβλία μου ή τα βιβλία σου. Αλλά το να πει κάποιος “αυτή είναι ελεεινή-άθλια συγγραφέας”, αυτό δεν το δέχομαι. Δεν είναι άθλια συγγραφέας και το ξέρω. Εσύ, δεν είσαι άθλια συγγραφέας γιατί αν ήσουν, τα βιβλία σου δεν θα είχαν εκδοθεί εξ' αρχής. Είναι τόσο απλό! Μπορεί να αισθανθείς πως ένα βιβλίο δεν είναι για σένα και να πεις πως δεν σου άρεσε. Αυτό είναι θεμιτό και δίκαιο. Θα βρεις κάτι άλλο. Το να μιλήσεις για τον άλλον σε προσωπικό επίπεδο... αυτό είναι άδικο και δεν πρέπει να το κάνεις απλά και μόνο επειδή σε προστατεύει η ανωνυμία του διαδικτύου.


Γ.Π.: Απολαμβάνετε την ανάγνωση όσο απολαμβάνετε το γράψιμο;

S.B.: Διαβάζω πολύ! Αγαπώ το διάβασμα! Και τώρα τελευταία, κυρίως επειδή ταξιδεύω πολύ, έχω καταφύγει στα audiobooks (ακουστικά βιβλία). Τα λατρεύω! Είναι σαν κάποιος να μου αφηγείται μια ιστορία. Αλλά πρέπει να τ' ακούς ενώ περιμένεις κάτι άλλο, διαφορετικά κινδυνεύεις να σε πάρει ο ύπνος.

Γ.Π.: Ποιους συγγραφείς θαυμάζετε;

S.B.: Αγαπώ την Karin Slaughter. Είναι κάπως σκληρή και κτηνώδης -στις περιγραφές της-, αλλά κατά την άποψή μου, είναι μια εξαίσια αφηγηματογράφος, με ενθουσιάζει το πόσο καλή είναι στο να “δέσει” όλα τα στοιχεία κάθε ιστορίας της, προσφέροντας μία εξαιρετική πλοκή.

Γ.Π.: Υπάρχουν βιβλία που να επηρέασαν τη ζωή σας ή τον τρόπο που γράφετε;

S.B.: Αν πάμε πίσω, στην παιδική μου ηλικία, υπήρχε η σειρά “The Famous Five” της Αγγλίδας συγγραφέως Enid Blyton, που μιλάει για τις περιπέτειες μιας παρέας τεσσάρων παιδιών κι ενός σκύλου, που θα έλεγα πως με επηρέασε πολύ. Ήμουν ένα πολύ ντροπαλό κι εσωστρεφές παιδί, αγαπούσα τα βιβλία μου, και μου άρεσε η ιδέα του ότι γινόμουν κι εγώ ένα απ' τα παιδιά αυτά κι έλυνα μυστήρια. Επίσης, υπήρξα μεγάλη θαυμάστρια του Michael Connelly, οι ιστορίες του οποίου τοποθετούνται στο Λος Άντζελες και είναι πολύ διαφορετικές από το μοτίβο των σκανδιναβικών αστυνομικών μυθιστορημάτων, πράγμα που λατρεύω και που, σ' έναν βαθμό, μ' έκανε να θέλω να γράψω κι εγώ ένα βιβλίο που να έχει ως πρωταγωνιστή κάποιον άνθρωπο που να εργάζεται στο Τμήμα Ανθρωποκτονιών.

Στο σημείο αυτό αναφέρθηκε και το όνομα της Mo Hayder, τα βιβλία της οποίας έχουν μεγάλο κοινό και στη χώρα μας, για την οποία έχει μια παρόμοια άποψη με την Slaughter, τονίζοντας πως οι ιστορίες τους είναι αυθεντικές και πρωτότυπες και πως μπορεί να γίνονται σκληρές, αλλά δεν αναλύουν υπερβολικά πληροφορίες που θα μπορούσαν να σοκάρουν, απλά για να πετύχουν το σκοπό τους. Μπορούν και μας τρομάζουν, απλά και μόνο βάζοντάς μας στη θέση τους θύματος, ως γυναίκες, μητέρες, ανθρώπους.

Γ.Π.: Αν δεν ήσασταν συγγραφέας -ή δημοσιογράφος-, τι άλλο θα θέλατε -ή θα μπορούσατε- να είστε;

S.B.: Βασικά, έχω υπάρξει επαγγελματίας σερβιτόρα σε πολύ μεγάλα εστιατόρια στη Δανία για πολλά χρόνια. Έχω μεγάλη εκπαίδευση πάνω στο αντικείμενο. Οπότε, πιθανότατα να δούλευα ακόμα πάνω στο αντικείμενο. Ή θα μπορούσα να δουλεύω με άλογα. Αγαπώ τ' άλογα!

Γ.Π.: Ωωω... Κι εγώ το ίδιο! Είναι ένα πολύ ακριβό άθλημα, αλλά αν καταφέρεις να εξοικονομήσεις χρόνο και χρήμα, είναι υπέροχη εμπειρία και κάνει καλό στο μυαλό και στην καρδιά σου, εκτός απ' το σώμα σου.

S.B.: Ακριβώς! Τα άλογα είναι το πάθος μου. Και το φαγητό, επίσης! Το καλό φαγητό, όμως! (Κάπου εδώ γελάμε και οι δυο μας συνωμοτικά σαν να μοιραζόμαστε ένα κοινό μυστικό, αφού πρέπει να παραδεχτώ πως έχουμε τα ίδια πάθη.)

Γ.Π.: Υπάρχει κάτι που θα θέλατε να πείτε στους Έλληνες αναγνώστες σας;

S.B.: Ναι! Θέλω να πω: ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ! Ξέρω πως μπορεί ν' ακούγεται κοινότυπο και να σκέφτεσαι: “Όλοι αυτό λένε!”, αλλά πραγματικά νιώθω μεγάλη ευγνωμοσύνη -και έκπληξη, μπορώ να σου πω-, γιατί οι αναγνώστες μού στέλνουν μηνύματα ή κάνουν αναρτήσεις στο Facebook και στο Instagram με φωτογραφίες των βιβλίων μου, στέλνοντάς μου τους χαιρετισμούς τους ή τις εντυπώσεις τους, και είναι συγκινητικό το να βλέπω πως έχουν αγκαλιάσει με τόσο τρυφερότητα τα βιβλία μου και τα “φροντίζουν”. Όποτε, ναι, θέλω να πω ένα μεγάλο “ευχαριστώ”!

Γ.Π.: Με τη σειρά μου, θέλω κι εγώ να σας ευχαριστήσω για τον χρόνο σας. Πραγματικά, απόλαυσα τη συζήτησή μας και, χωρίς καμία διάθεση να σας κολακέψω, είναι η πρώτη φορά που νιώθω τόσο όμορφα μετά από μία συνέντευξη. Συνήθως, δεν το διασκεδάζω τόσο πολύ.

S.B.: Εγώ σ' ευχαριστώ που αφιέρωσες τον δικό σου χρόνο για να είσαι εδώ. Κι εγώ τ' απόλαυσα και αυτό οφείλεται στο ότι είσαι πολύ καλή δημοσιογράφος. Και, επίσης, θέλω να σου ευχηθώ πολύ καλή επιτυχία με τα δικά σου βιβλία και να θυμάσαι: ΜΗΝ ΔΙΑΒΑΖΕΙΣ ΤΙΣ ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΣΤΟ GOODREADS.

Το τι είπαμε από 'δω και μετά... ε, αυτά, είναι “κοριτσίστικες” συζητήσεις και off the record, που λέμε. Αυτό, όμως, που μπορώ να πω με μεγάλη σιγουριά, είναι πως η Sara Blaedel, εκτός από μια πολύ καλή συγγραφέας, είναι κι ένας εξαιρετικός άνθρωπος και, πραγματικά, νιώθω ευγνώμων που την γνώρισα κι ελπίζω στο μέλλον να την ξανασυναντήσω. Είτε εδώ, είτε... στη Νέα Υόρκη. Όσο για εσάς, αν θέλετε να την γνωρίσετε λίγο καλύτερα, δεν έχετε παρά ν' αναζητήσετε τα βιβλία της που κυκλοφορούν στη χώρα μας από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος.