"Λάβετε Φάγετε" του Χρήστου Ωραιόπουλου

Σήµερα το ‘χα πάρει απόφαση. Θα το έσκαγα από το τρελάδικο που µε είχε κλείσει η Πολιτεία. Αν και όχι γνήσιος τρελός, αλλά από ανάγκη ηµίτρελος, επειδή δεν είχα άλλους συγγενείς να µε φροντίζουν ή µάλλον να προστατεύουν το σύνολο από µένα. Βαρέθηκα να περιφέροµαι άσκοπα µέσα σε εκείνο το νεοκλασικό κτήριο που µόνο το ισόγειό του ήταν ανακαινισµένο. Οι υπόλοιποι τρεις όροφοι δεν είχαν ανάγκη καλού φαίνεσθαι, άλλωστε ήταν απροσπέλαστοι στο κοινό και αποκλειστικοί για εµάς και τις νταντάδες µας. […]
Καβάλησα ξανά εκείνα τα καράβια Playmobil, µε τα οποία µικρός χανόµουν για ώρες, για να αποδώσω µε λέξεις τα πράγµατα και τις σκέψεις που µε συγκλόνιζαν από τα παιδικά χρόνια, µέχρι τα εφηβικά µάτια, από την κούνια µέχρι τα θρανία και εν τέλει ως την ενήλικη ζωή. Έπιασα την πραγµατικότητα και τη γύρισα ανάποδα. Άλλες φορές την τράβηξα από τα µαλλιά και άλλες τη σιδέρωσα µε ψυχαναγκαστική ακρίβεια µε τσάκα. Την κλώτσησα και τη χάιδεψα. Την πέταξα στη µικρή, αλλά εκρηκτική φόρµα του διηγήµατος, προκαλώντας της επώδυνες, αλλά ελεγχόµενες αιµορραγίες, εσωτερικές και εξωτερικές. Έγραψα ιστορίες για ανθρώπους που σκόνταψαν ή τους έσπρωξαν, µε αποτέλεσµα να βυθιστεί το πόδι τους σε έναν κουβά σκατά, και για άλλους που η τύχη τούς άφησε να χώσουν βαθιά το χέρι τους σε ένα βεδούρι µέλι.

"Μυθοσκορπίσματα και άλλες Δεισιδαιμονίες" της Σωτηρίας Ιωαννίδου

Λένε πως, κάποτε από τον φόβο των ανθρώπων για όσα βίωναν και δεν µπορούσαν να εξηγήσουν, γεννήθηκαν ιστορίες και µύθοι, που µεταµορφώθηκαν σε πουλιά και πέταξαν από πόλη σε πόλη και από χωριό σε χωριό. Και µπήκαν, λέει, κρυφά στα σπίτια των ανθρώπων και κάθισαν επάνω στα χείλη τους. Και τότε οι άνθρωποι άρχισαν να λαλούν πράγµατα ανείπωτα…
Και γέµισαν οι λίµνες και τα βουνά µε ξωθιές και χαµοδράκια. Τα πηγάδια και οι βρύσες στοίχειωσαν, και οι γριές στα σταυροδρόµια έψελναν ανάποδα τις προσευχές. Νεκροί επέστρεψαν στο γέµισµα του φεγγαριού και οι αλαφροΐσκιωτοι δεν βρήκαν πουθενά τη γιατρειά τους.
Πού να πάς και πού να σταθείς. Μικροί διάβολοι ξετρύπωναν από παντού και τα στοιχειά στα γιοφύρια ζητούσαν θυσίες. Βλάφτηκαν παιδιά, βλάφτηκαν λεχώνες. Στα ξέφωτα µάγισσες χόρευαν και έσπερναν κατάρες. Και ο απήγανος φύτρωσε στις αυλές και στις τενεκεδένιες γλάστρες και η φλόγα από το εικονοστάσι έκαιγε ως το πρωί…

"Με τη δεύτερη ματιά, μπερδευτήκαμε ξανά" του Κανάκη Χάτσιου

Οι ιστορίες των άλλων καραδοκούν, για ξενιστές γνώσης, άλλοτε άχρηστες άλλοτε ουσιώδεις… Εξαρτάται από αρκετούς παράγοντες, με κρισιμότερο την ευαισθησία δεκτικότητας του θύτη. Έτσι κι αυτά τα διηγήματα, με την ένδυση του φανταστικού, στον λήθαργο της εκτύπωσης, αναμένουν τη νοητική αγκάλη ή απώθηση του αναγνώστη.
Και μια που βρισκόμαστε όπισθεν του βιβλίου, κάπου στην αρχή συναντάμε πως «… όλες οι ιστορίες έχουν ειπωθεί, επαναλαμβάνονται, κλωθογυρίζουν. Και όπως σε κολλητική ταινία που ενώ ψαχουλεύεις την άκρη, τελικά καταφεύγεις σε κοπίδι χαράζοντας νέα αρχή, για να σταματήσεις στην παλιά, έτσι και η αφήγηση μιας ιστορίας…».