"Τζεσεό" του Γιάννη Λάμαρη

Ο Μενέλαος –Μάγιας– σπουδάζει στην Κρήτη και αντιλαμβάνεται ότι η κοινωνική πραγματικότητα ξεγελάει τις ρεαλιστικές του ελπίδες. Απρόσμενα τον συνδέει μια βαθιά φιλία με τον Τζεσεό –Τζέσε Όουεν–, έναν ταλαντούχο μηχανικό που κατάγεται από την Αλαμπάμα και τα Ιωάννινα.
«Πρόσεχε! Λειτουργούν όπως το κουρδισμένο γραμμόφωνο αν…»
Τέτοιου είδους εκμυστηρεύσεις με αποδείξεις αποτελούν φυλαχτό και ευαγγέλιο για τον φοιτητή, ο οποίος ταλαντεύεται ανάμεσα στην αλληλεγγύη και τις αντιπαλότητες μιας μικρής κοινωνίας. Ουρλιαχτά αγανάκτησης, φορμαλισμός και σιβυλλική ειρωνεία αφενός. Παθιασμένοι σκοποί, επιδεξιότητες και αυτοσχεδιασμός απ’ την άλλη. Δυο κόσμοι συνυπάρχουν! Ο ένας είναι λουσμένος από τη λάμψη της αρμονίας, ενώ ο δεύτερος ξεπερνάει τα όρια της βαρβαρότητας.
Επιπρόσθετα, ο φοιτητής αισθάνεται παγιδευμένος σε ανοησίες με τη Σοφία και τη Μυρτώ –τις γυναίκες της ζωής του– και τον φοιτητικό κύκλο εν εξελίξει. Ανακαλύπτει καταπιέσεις, προκαταλήψεις και απροσδιόριστους φόβους να αιωρούνται διαρκώς. Όμως, μακριά απ’ το πανεπιστήμιο ψυχανεμίζεται στον Τζεσεό την έκφραση ενός ιδιαίτερου ανθρώπου. Αυτός κινείται ευέλικτα! Αιωρείται σχεδόν ανάμεσα στο λευκό γιασεμί των ποιητών και τα γενικότερα πάθη. Η ρήξη τους θα είναι αναπόφευκτη αφού επικρατεί η αμφισβήτηση των πάντων.
Πέφτουν στην “κολυμπήθρα του Σιλωάμ” όπου θα βρεθούν αντιμέτωποι με ολόκληρο σχεδόν τον υπόκοσμο του Ρεθύμνου. Τυλιγμένοι σε δίχτυ από φαρισαϊκά προσχήματα και κάποιο σύνδρομο της Στοκχόλμης, ο αφηγητής νιώθει το τεράστιο ‘εγώ’ να αιμορραγεί. Κι ο ιδιόρρυθμος Τζεσεό επιμένει –σε εκείνο το δονκιχωτικό πλάνο– να στοχεύει το μέλλον, μέσα απ’ τις πληθωρικές στιγμές και την ενσυναίσθηση στο απίθανο παρόν.