Συνοπτική περίληψη του βιβλίου:

Καµιά φορά τους χειµώνες, όταν η θάλασσα µοιάζει να βαθαίνει και να σκοτεινιάζει, ακούγονται κραυγές που φτάνουν ως τη στεριά. Κραυγές παιχνιδιάρικες και δελεαστικές.
Ο Μάρτιν, που πάντοτε ένιωθε µια ανεξήγητη έλξη προς τη θάλασσα, µετακοµίζει µε τη σύζυγό του Αλεξάντρα και τα δυο µικρά παιδιά τους στο ειδυλλιακό εξοχικό της οικογένειάς του, σε ένα γραφικό χωριό στο νησί Ούρουστ, στις δυτικές ακτές της Σουηδίας.
Ένα Σαββατοκύριακο του Γενάρη, ένα τηλεφώνηµα αποσπά την προσοχή του και ο τρίχρονος γιος του εξαφανίζεται αφήνοντας πίσω του µόνο το κόκκινο κουβαδάκι του που επιπλέει στη θάλασσα. Παρά το γεγονός ότι το σώµα του δεν έχει βρεθεί, η αστυνοµία καταλήγει πως πρόκειται για πνιγµό.
Όταν η πρώην φωτογράφος της αστυνοµίας Μάγια Λίντε φτάνει στο Ούρουστ, µαθαίνει για την εξαφάνιση του αγοριού και αποφασίζει να κάνει τη δική της έρευνα. Με τη βοήθεια της Μάγιας ο Μάρτιν θα ανακαλύψει τις κρυµµένες αλήθειες της πόλης και των κατοίκων της που ανέκαθεν έδιναν µυθολογική διάσταση στη θάλασσα.
Μαζί θα κάνουν µια µακάβρια ανακάλυψη: και άλλα παιδιά έχουν βρει τραγικό θάνατο στα ίδια νερά την ίδια µέρα του Γενάρη, όλα στο ίδιο ακριβώς σηµείο, αν και µε µερικές δεκαετίες διαφορά. Είναι δυνατόν να πρόκειται για σύµπτωση ή µήπως η θάλασσα καλεί τα παιδιά στα σκοτεινά της βάθη;
Μια συναρπαστική ιστορία για τον χειρότερο φόβο κάθε γονιού, για τον πόνο, την απώλεια και την ελπίδα, αλλά και την οµορφιά της άγριας θάλασσας.

Προσωπική άποψη:
Τρία χρόνια μετά το "Ο βάλτος των χαμένων ψυχών", οι εκδόσεις Μεταίχμιο φέρνουν στα χέρια μας ένα ακόμα βιβλίο της Σκανδιναβής συγγραφέως Susanne Jansson, η οποία χαράχτηκε στο μυαλό μου εξαιτίας του τόσο ιδιαίτερου τρόπου γραφής της, αλλά και του χαρακτηριστικού ύφους απεικόνισης του μυστηρίου που επιλέγει κάθε φορά να πραγματευτεί στις ιστορίες της, συνδυάζοντας την πραγματικότητα με θρύλους και δοξασίες που έχουν έναν σχεδόν μυστικιστικό χαρακτήρα, ο οποίος ακόμα κι αν δεν καταφέρει να σε καθηλώσει, σίγουρα θα σε παρασύρει στον κόσμο του και θα σε τυλίξει με την αερική αισθητική του, όπως συμβαίνει και στην προκειμένη περίπτωση.

Ο Μάρτιν, μαζί με τη σύζυγό του Αλεξάντρα και τα δύο ανήλικα παιδιά τους, μετακομίζουν στο νησί Ούρουστ, στο παραθαλάσσιο εξοχικό της οικογένειας, προκειμένου να ξεκινήσουν μια νέα ζωή εκεί. Ο Μάρτιν πάντα γοητευόταν από τη θάλασσα κι ένιωθε μια ακατανίκητη έλξη γι' αυτήν, όμως ποτέ δεν φανταζόταν πως εξαιτίας της θα χανόταν ο τρίχρονος γιος του, όταν μια μέρα του Γενάρη εκείνος ξέφυγε της προσοχής του κι εξαφανίστηκε, μην αφήνοντας τίποτα άλλο πίσω του, εκτός από το κόκκινο κουβαδάκι του που βρέθηκε να επιπλέει στα κρύα νερά. Και κάπως έτσι, η Jansson ξεκινάει την αφήγησή της πατώντας πάνω στον μεγαλύτερο φόβο κάθε γονιού. Να χάσει το παιδί του και να νιώθει ανήμπορος να κάνει το οτιδήποτε για να το βοηθήσει και να το προστατέψει, βυθισμένος στην προσωπική του ενοχή, γιατί αυτό θα έπρεπε να έχει κάνει από την αρχή κι απέτυχε.

Κάπου εκεί, όμως, είναι που γεννιέται και η σπίθα της ελπίδας, η οποία στη συγκεκριμένη ιστορία έχει και φωνή και πρόσωπο, και δεν είναι άλλο από εκείνο της Μάγια Λίντε, μιας πρώην φωτογράφου της αστυνομίας, που μαθαίνοντας για την εξαφάνιση του μικρού αγοριού, αποφασίζει να κάνει τη δική της έρευνα, που θα την φέρει αντιμέτωπη, και μαζί μ' εκείνη και τον Μάρτιν, με τα μικρά -ή και μεγάλα- μυστικά της πόλης, οι κάτοικοι του οποίου ίσως να γνωρίζουν περισσότερα απ' όσα λένε, αλλά που την ίδια στιγμή έχουν δώσει στη θάλασσα έναν σχεδόν μυθολογικό χαρακτήρα, που μόνο αυτός μπορεί να δικαιολογήσει τ' ανεξήγητα. Γιατί ο Άνταμ δεν είναι το πρώτο παιδί που εξαφανίστηκε, αφού ανά κάποιες δεκαετίες, κάποιο παιδί εξαφανίζεται χωρίς ν' αφήσει ίχνη, στην ίδια ακριβώς παραλία, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, την ίδια μέρα του Γενάρη.

Αν κάτι μου αρέσει στις ιστορίες της Jansson, είναι ο τρόπος με τον οποίο προσεγγίζει και αναπτύσσει την ανθρώπινη ψυχολογία, βάζοντας τους χαρακτήρες της στο μικροσκόπιο κι αναλύοντας κάθε τους πτυχή, μέσα απ' όλα τα πρίσματα της ιστορίας που θέλει ν' αφηγηθεί. Γιατί όπως οι ιστορίες είναι πολύπλευρες, έτσι είναι και οι άνθρωποι, και οι αλήθειες τους που διαθλώνται μέσα από τα πρίσματα αυτά μπορούν να είναι τόσο όμορφες όσο και ξεχωριστές και ιδιαίτερες, και για την κάθε μία από αυτές θα έχεις κάτι διαφορετικό ν' ανακαλύψεις και κάτι το μοναδικό να πεις. Επιπλέον, με γοητεύει ο τρόπος με τον οποίο χειρίζεται το περιβάλλον στο οποίο λαμβάνει χώρα η δράση της εκάστοτε αφήγησής της, το οποίο δεν είναι απλά ένα σκηνικό, αλλά ένας επιπρόσθετος χαρακτήρας, πολύ σημαντικός, με τη δική του προσωπικότητα και τη δική του σημασία, γιατί χωρίς την παρουσία αυτού, όλα θα ήταν λιγότερο μαγικά.

Το "Σκοτεινά βάθη" είναι ένα θρίλερ μυστηρίου που εστιάζει στην απώλεια του γονιού όταν χάνει το παιδί του και στο πλήγμα που δέχεται η ζωή του όλη, ειδικά όταν βασανίζεται από τύψεις και το βαρύ φορτίο της ενοχής που δεν μπορεί ν' αποτινάξει από πάνω του. Όμως, την ίδια στιγμή, είναι κι ένα μυθιστόρημα για την ελπίδα που μπορεί ν' ανθίσει ακόμα και κάτω απ' τις πιο αντίξοες κι επίπονες συνθήκες, γιατί έτσι είμαστε καμωμένοι οι άνθρωποι, να κρατιόμαστε ακόμα κι απ' τις πιο λεπτές κλωστές, αν αυτό σημαίνει πως υπάρχει έστω και η απειροελάχιστη πιθανότητα να σώσουμε την ψυχή μας. Ουσιαστικά, έχουμε να κάνουμε με ένα κοινωνικό δράμα που εξελίσσεται σε ένα αγριευτικά όμορφο κι επικίνδυνο περιβάλλον, όπου ο μύθος και η πραγματικότητα περιπλέκονται σε ένα κουβάρι, που για να το ξετυλίξει κανείς πρέπει να πιστεύει και στα δύο, ακολουθώντας τα σημάδια που θα τον οδηγήσουν στη μοναδική αλήθεια.
Βαθμολογία 9/10

Ταυτότητα βιβλίου:
Συγγραφέας: Susanne Jansson
Μεταφραστής: Κονδύλης Γρηγόρης
Εκδόσεις: Μεταίχμιο
Κατηγορία: Ξένη Λογοτεχνία
Έτος Έκδοσης: 2021
Αρ. σελίδων: 312
ISBN: 978-618-03-1257-7