"Άκου το λιοντάρι" της Σώτης Τριανταφύλλου

Το «Άκου το λιοντάρι» είναι το πορτρέτο μιας αθηναϊκής οικογένειας. Η ιστορία των Λεοντάρηδων μοιάζει με την ιστορία της γειτονιάς τους, της Φωκίωνος Νέγρη, που στη δεκαετία του 1960 και του 1970 ήταν γνωστή με το όνομα Βία Βένετο. Αργότερα, όλα πήγαν στραβά, σχεδόν όλα: οι Λεοντάρηδες χωρίστηκαν σε εχθρικές φατρίες και είχαν το μερίδιό τους σε πόνο, αρρώστια, λάθη κι απογοήτευση. Η Φωκίωνος Νέγρη παρήκμασε μαζί με τους Λεοντάρηδες. Σ’ αυτό το μυθιστόρημα, ο αιφνίδιος θάνατος του Ηλία φέρνει στη μνήμη των επιζώντων μια γιορταστική παιδική ηλικία –στο κέντρο της πόλης και μέχρι την πίστα των Go-karts στην αθηναϊκή Ριβιέρα– και όλες τις χαμένες ελπίδες της νιότης τους.

"Τζέρι" του Αύγουστου Κορτώ

Τζέρι, αυτό το βιβλίο είναι για σένα.
Γιατί μπήκες στη ζωή μας και τη μεταμόρφωσες.
Σαν όλα τα σκυλιά, είσαι μια ανεξάντλητη μηχανή χαράς, κι η απλή σου ευτυχία, η ευγνωμοσύνη για το κάθε μας χάδι, η αστείρευτη, ανόθευτη αγάπη σου είναι ένα καθημερινό μάθημα – το δώρο μιας καθαρής καρδιάς.
Κι έτσι, Τζεράκι, αυτό το βιβλίο είναι δικό σου, κι ας μην το διαβάσεις.
Γιατί όποιος αγαπάει, υμνεί. Όποιος αγαπάει, λέει ιστορίες του αγαπημένου.
Αν είχαμε όλοι την ψυχή σου, ο κόσμος θα ’ταν Παράδεισος.

"Η ευτυχία του λύκου" του Paolo Cognetti

Η Σίλβια γέλασε. «Και πώς µυρίζει ο Γενάρης;»
Πώς µύριζε ο Γενάρης; Καπνό από σόµπα. Αγρούς ξερούς και παγωµένους σε αναµονή του χιονιού. Το γυµνό σώµα µιας κοπέλας µετά από µια µακρά µοναξιά. Μύριζε σαν θαύµα. Φτάνοντας στο τέλος µιας µακράς σχέσης, ο Φάουστο βρίσκει καταφύγιο στους τόπους των παιδικών του χρόνων. Εκεί, στο ορεινό χωριό της Φοντάνα Φρέντα, θα γνωρίσει τη Σίλβια, και θα περάσουν µαζί τον µακρύ χειµώνα που θα σκεπάσει το χωριό και τους κατοίκους του. Ο Φάουστο µαγειρεύει για τους χειριστές των χιονοστρωτήρων τον χειµώνα και για τους δασονόµους το καλοκαίρι που έρχεται, και σ’ αυτόν τον τόπο ξαναβρίσκει σιγά σιγά το ενδιαφέρον του για τα πράγµατα και τους ανθρώπους. Ώσπου µια µέρα αποφασίζει να επιστρέψει στην πόλη, αφήνοντας πίσω τα βουνά, και µαζί µε αυτά και τη Σίλβια...

"Εργαζόμενο αγόρι (νέα έκδοση)" της Λένας Διβάνη

Έχετε αναρωτηθεί ποτέ πώς θα ήταν ο κόσμος ανάποδα; Πώς θα ζούσαμε αν αντί για την πατριαρχία μάς άλλαζε τα φώτα η μητριαρχία; Πώς θα ένιωθαν οι άντρες αν οι γυναίκες είχαν την εξουσία αφήνοντάς τους να παλεύουν με τα οικιακά, τα παιδιά και τα μπότοξ;
Σ’ έναν τέτοιο κόσμο, ο Χάρης, ένα όμορφο δεκαοχτάχρονο αγόρι από την Κρήτη, το σκάει νύχτα από το χωριό του γιατί δε θέλει να παντρευτεί την πλούσια σαραντάρα βουλευτίνα που του προξένευε η μάνα του. Το δικό του όνειρο είναι να γίνει ένα ανεξάρτητο, εργαζόμενο αγόρι στην Αθήνα. Θα μπορέσει να επιβιώσει όμως στη μεγαλούπολη όπου τα ωραία, νεαρά αρσενικά είναι απλώς αντικείμενα πόθου; Πώς θα αποκρούσει τις σεξουαλικές επιθέσεις της αδίστακτης διευθύντριάς του; Πώς θα ξεμπλέξει από τις επαγγελματικές ίντριγκες, τις προδοσίες και τα βρόμικα κόλπα του κόσμου των γυναικών;
Το "Εργαζόμενο αγόρι" είναι μια κωμωδία γεμάτη δράματα. Τι άλλο μπορεί να είναι, αφού επιχειρεί να ξεσκεπάσει όλα τα ξεπερασμένα αλλά αθάνατα στερεότυπα για τους ρόλους των φύλων, αυτά που φυλακίζουν άντρες και γυναίκες ακόμα και στον 21ο αιώνα;

"Η πιο σωστή στιγμή για να πεθάνεις. Αρχέγονο εγχειρίδιο ζωής εναρμονισμένο με τον 21ο αιώνα" του Γ.Π. Μαλούχου

Είναι ένα µέγα θέµα για το οποίο όµως δεν θέλουµε να µιλάµε. Ποτέ. Γιατί; Επειδή µας φοβίζει. Αλλά η ζωή µας είναι γεµάτη από αυτό: όχι µόνον επειδή κάποτε νοµοτελειακά η ζωή τελειώνει µε τον θάνατο, µα και καθ’ όλη τη διάρκειά της. Από τις τέχνες στην πιο υψηλή τους έκφραση, τη µουσική, την παγκόσµια λογοτεχνία και τη ζωγραφική µέχρι τον κινηµατογράφο και τις τηλεοπτικές σειρές, ακόµα και στα video games που παίζουν τα παιδιά, ο θάνατος πρωταγωνιστεί παντού. Μοιάζει περίπου σαν να προσπαθούµε να τον πλησιάσουµε χωρίς να µας καταλάβει, για να τον δούµε από κοντά και να ξεπεράσουµε τον φόβο µας απέναντί του. Και, φυσικά, πολύ περισσότερο, καταφεύγοντας στις θρησκείες, που όλες υπόσχονται ότι, όταν αυτός επέλθει, τότε ξεκινά η πραγµατική ζωή µας, γι’ αυτό πρέπει εν τω µεταξύ να πορευθούµε ανάλογα µε τους κανόνες τους.
Στο βιβλίο αυτό επιχειρείται µία ακτινογραφία του τρόπου που βλέπουµε τον θάνατο. Ως πρόσωπα, ως σύνολα, ως πολιτισµοί. Και, κυρίως, προτείνεται ένας τρόπος να µετατρέψουµε τον φόβο του θανάτου που, συνειδητά ή όχι, κυριαρχεί στις ζωές των περισσότερων ανθρώπων στο αντίθετό του: σε ελευθερία και θέληση για καλύτερη ζωή, της οποίας αποτελεί το πραγµατικό τέλος. Σε συνειδητοποίηση που θα αξιοποιή-σει τη γνώση αυτού του τέλους, προκειµένου να µη σπαταλιέται άδικα η ζωή, να µην υποβαθµίζεται δραµατικά, όπως συχνά συµβαίνει. Γιατί εκεί, έχουµε λόγο. Με πυκνές πολιτισµικές, πνευµατικές, ιστορικές αλλά και τρέχουσες αναφορές και µε αρκετό χιούµορ, ο δηµοσιογράφος και συγγραφέας αυτού του διαφορετικού βιβλίου, Γ. Π. Μαλούχος, επιχειρεί µια διαχρονική µελέτη ζωής και θανάτου, ένα εγχειρίδιο θνητότητας εµπευσµένο από τον Όµηρο, τον Επίκτητο, τον Μπετόβεν, τον Μάλερ, τον Βάγκνερ, τον Χάινε, τον Ρεµάρκ και άλλους µεγάλους διαµορφωτές της ευρωπαϊκής τέχνης και σκέψης.

"Κλαγγή των όπλων" του Αλέξανδρου Μηλιά

Η Μούσα (όποια, όπου και όπως) δεν εμφανίζει απλώς το πρόσωπό της σύνθετο, με πολυμορφίες και παραλλαγές, αποκαλύπτοντας συγχρόνως αλλαγές της εποχής, αλλά συχνά καταλήγει να φυλακίζεται σε μάσκες και αναίσθητα στολίδια. Κλαγγή των όπλων ακούγεται από μια μάχη χωρίς τέλος: απ’ τις πληγές των αισθήσεων, της σκέψης, της ιστορίας έως τη δημιουργία της αισθητικής μορφής, σωματικές ίνες, ρίζες, λέξεις, μουσική διαπλέκονται και πασχίζουν να διαφυλάξουν και να προεκτείνουν ρίγος άλλης ζωής μες στο ατέλειωτο νεκροταφείο εμπειρίας και λογοτεχνίας.