"Ο ταχυδρόμος των βιβλίων" του Carsten Henn

O Καρλ Κόλχοφ δεν είναι ένας συνηθισμένος 75χρονος. Λάτρης των βιβλίων και παλιός βιβλιοπώλης, ζει προσκολλημένος, θα έλεγε κανείς, σε μια παλιότερη εποχή, με έναν ρομαντισμό πρωτόγνωρο. Έτσι, δουλεύει στο βιβλιοπωλείο του μέντορά του Γκούσταβ – και μένει εκεί παρότι διαπιστώνει την αντιπάθεια της νέας διευθύντριας και κόρης του Γκούσταβ απέναντί του. Γιατί ο Κόλχοφ, μόνος στη ζωή, δεν έχει μάθει να ζει αλλιώς. Είναι μοναχικός και οι φίλοι του είναι τα βιβλία. Τα βιβλία και οι παράξενοι πελάτες του: άνθρωποι μοναχικοί και οι ίδιοι, εγκλωβισμένοι ο καθένας στο δικό του μεγαλύτερο ή μικρότερο δράμα, που έχουν καθιερώσει μια ιδιότυπη συνήθεια: περιμένουν κάθε εβδομάδα τον βιβλιοπώλη της καρδιάς τους να τους φέρει στο σπίτι το κατάλληλο γι’ αυτούς βιβλίο. Η επίσκεψη του Καρλ και οι επιλογές του αποδεικνύονται ευεργετικές για τους ανθρώπους αυτούς. Ειδικά όταν στο παιχνίδι μπαίνει και μια παράξενη εννιάχρονη, το κορίτσι-σίφουνας με την ώριμη σκέψη και τόλμη, που, δίνοντας και αυτή διέξοδο στη δική της μοναξιά (ορφανή από μητέρα, με έναν πατέρα παρόντα-απόντα και δεχόμενη πειράγματα στο σχολείο), ακολουθεί τον Καρλ παντού και αλλάζει, με την ανέμελη παιδικότητά της, τις ζωές των πελατών του.

"Η κούκλα" της Yrsa Sigurdardottir

ΥΠΟΤΙΘΕΤΑΙ ΟΤΙ ΘΑ ΗΤΑΝ ΜΙΑ ΗΣΥΧΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΕΚΔΡΟΜΗ. ΑΛΛΑ ΑΠΟΔΕΙΧΤΗΚΕ ΘΑΝΑΣΙΜΗ.
Πέντε χρόνια πριν μια μητέρα με την κόρη της και έναν οικογενειακό φίλο ανοίγονται με μια μικρή βάρκα για ψάρεμα. Το μόνο που πιάνουν στα δίχτυα τους, όμως, είναι μια κούκλα γεμάτη κοχυλάκια και φύκια. Η όψη της είναι τρομακτική. Η μητέρα υποκύπτει στις παρακλήσεις της κόρης της να την κρατήσουν. Το επόμενο πρωί η μητέρα θα είναι νεκρή και η κούκλα εξαφανισμένη.
Στο παρόν ο ντετέκτιβ Χούλνταρ βρίσκεται πάνω σε ένα σκάφος, αναζητώντας ανθρώπινα οστά στον βυθό της θάλασσας. Όταν τα εντοπίσει θα χρειαστεί τη βοήθεια της Φρέιγια για την ταυτοποίηση του νεκρού. Καθώς το μυστήριο πυκνώνει, ο Χούλνταρ αρχίζει να ερευνά και τον φόνο ενός άστεγου, ενώ η Φρέιγια καταπιάνεται με μια υπόθεση παιδικής κακοποίησης.
Σύντομα θα αποδειχτεί ότι οι υποθέσεις σχετίζονται μεταξύ τους. Το κλειδί το κρατάει το κορίτσι, που ήθελε εκείνη την κούκλα. Και που τώρα πια αγνοείται…

"Κάλμαν" του Joachim Schmidt

Ο Κάλμαν Όντινσον είναι κυνηγός και αλιευτής καρχαριών στο πιο απομακρυσμένο χωριό της Ισλανδίας. Όταν μια μέρα ανακαλύπτει μια λακκούβα γεμάτη αίμα στο χιόνι, πλάι στο μεγαλιθικό μνημείο του Άρκτικ Χεντζ, δεν μπορεί να κρατήσει το στόμα του κλειστό. Κι έτσι αρχίζουν τα προβλήματα. Ανήκει άραγε το αίμα στον εξαφανισμένο Ρόμπερτ Μακένζι, τον «βασιλιά» του χωριού; Τι σχέση έχει η εξαφάνισή του με ένα βαρέλι που επιπλέει στα κύματα, τους Λιθουανούς εργαζόμενους στο ξενοδοχείο του και τους κατοίκους του χωριού που αργοπεθαίνει; Ο Κάλμαν, ο «σερίφης του Ρέιβαρχεπν», φοράει το αστέρι του, παίρνει το καουμπόικο καπέλο του και αποφασίζει να διαλευκάνει την υπόθεση. Μόνο που έχει ένα ακόμα πρόβλημα: είναι «ο τρελός του χωριού».
Με ανθρωπιά και χιούμορ ο Joachim B. Schmidt αφηγείται το χρονικό μιας μυστηριώδους εξαφάνισης και μαζί μ’ αυτό την ιστορία ενός ολόκληρου τόπου, ενός τρόπου ζωής που χάνεται, ενός φυσικού τοπίου απαράμιλλης γοητείας και ενός ανθρώπου που μας ξαναθυμίζει τι σημαίνει απλότητα, γενναιοδωρία και θάρρος.

"Ένα παιδί μετράει κεφάλια" του Βασίλη Ι. Τζανακάρη

Βίωσα µια σειρά από γεγονότα που συνέβησαν στην πόλη µου τις Σέρρες αλλά και σ’ εµένα προσωπικά, που µε σηµάδεψαν από την παιδική µου ηλικία και που νοµίζω ότι έπρεπε να τα καταγράψω µε τη µορφή µιας σειράς βιωµατικών αφηγηµάτων ή και διηγηµάτων, στα οποία τα ίχνη της µυθοπλασίας που χρησιµοποίησα δεν αποτελούν το κεντρικό σηµείο αναφοράς αλλά βοηθούν στην καλύτερη κατανόησή τους. Όπως η ιστορία που δάνεισε τον τίτλο του βιβλίου, µε την εικόνα των κοµµένων κεφαλιών ανταρτών και κυρίως η τοποθέτησή τους στο πλέον κεντρικό σηµείο της πόλης µου ήταν κάτι σαν την οµηρική ύβρη που έµεινε ανεξίτηλα αποτυπωµένη στην παιδική µου µνήµη, καθώς αυτή και µόνο αυτή µπορούσε να καταγράφει µε ιδιαίτερα οδυνηρό τρόπο το βιωµατικό γεγονός.
Για το κατάκλειστο και σφραγισμένο σπίτι της περιοχής του Ιμαρέτ έμαθα διαβάζοντας γι’ αυτό κάτι παλιές κιτρινισμένες εφημερίδες της εποχής του Εμφύλιου. Εκείνα τα χρόνια ζούσε σ’ αυτό ένα αντρόγυνο με το μοναχοπαίδι τους, ένα αγόρι στις πρώτες τάξεις του γυμνασίου. Oι γονείς, οργανωμένα στελέχη, πιστά στο κόμμα και φανατισμένα. Στο σπίτι τους, καθώς αυτό βρισκόταν στην άκρη της πόλης, απ’ όπου άρχιζαν ένα σωρό δίοδοι και μονοπάτια που οδηγούσαν στα γύρω βουνά, έκρυβαν όπλα, νάρκες, πολεμοφόδια. Tα βράδια κατέβαιναν οι αντάρτες, τα έπαιρναν με μουλάρια ή έφερναν καινούργια. O κίνδυνος ήταν τρισμέγιστος.
Aλλά όχι μόνο από αυτό. Yπήρχαν έγγραφα, κατάλογοι με ονόματα, κουπόνια εισφορών. Oι γονείς έτρεχαν δεξιά κι αριστερά να τα μοιράσουν, να μαζέψουν χρήματα για το κόμμα, τον αγώνα. Γι’ αυτό µπορώ να πω ότι οι 27 αφηγήσεις µου είναι µια εσωτερική συνάντηση µε τον εαυτό µου, η ιχνηλάτηση µιας προσωπικής διαδροµής και αναζήτησης, µε ιδιαίτερα εµφανές το στοιχείο της απώλειας.
B. Tζ.

"Πλατεία Κλαυθμώνος" του Γιώργου Συμπάρδη

Ο πρώτος χρόνος της δικτατορίας των Συνταγματαρχών μέσα από τα μάτια ενός δεκαεννιάχρονου φοιτητή της Νομικής.Η σύλληψή του στο κηπάριο της πλατείας Κλαυθμώνος και η περιπλάνησή του στον κόσμο των ομοφυλοφύλων της εποχής.
Η αναδρομή στο παρελθόν της ενηλικίωσης του νεαρού αφηγητή και ταυτόχρονα μία κατάδυση στον θολό βυθό του οικογενειακού του περιβάλλοντος:Η μητέρα, ο πατέρας και ο τρίτος άνθρωπος που μπαινόβγαινε παλιά στο σπίτι.

"Εφιαλτικές νύχτες: Νοέμβριος 1942: Καθοριστικές στιγμές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου σε 360 σύντομα κεφάλαια" του Peter Englund

Στις αρχές του Νοέμβρη του 1942 φαινόταν ότι οι δυνάμεις του Άξονα μπορούσαν ακόμα να κερδίσουν· στο τέλος του μήνα, όλοι συνειδητοποιούσαν ότι το να χάσουν ήταν ζήτημα χρόνου. Μεσολάβησαν το Ελ Αλαμέιν, το Γκουανταλκανάλ, η απόβαση στη Γαλλοκρατούμενη Βόρεια Αφρική, η αποχώρηση των Ιαπώνων από το Κοκόντα στην Παπούα Νέα Γουινέα, και φυσικά η περικύκλωση του γερμανικού στρατού από τους Σοβιετικούς στο Στάλινγκραντ. Ήταν μόνο ένας μήνας, ίσως όμως ο σημαντικότερος του εικοστού αιώνα, όταν όλα κρέμονταν από μια κλωστή.
Το πρωταρχικό μέλημα του Peter Englund δεν είναι να προσφέρει άλλη μια στρατιωτική ιστορία του πολέμου «εκ των άνω προς τα κάτω», αλλά η κατανόησή του ως μιας βαθιά ανθρώπινης εμπειρίας. Στο βιβλίο ο λόγος δίνεται σε πολύ διαφορετικούς μεταξύ τους ανθρώπους και όχι μόνο σε στρατιώτες. Για παράδειγμα, εκτός από έναν Σοβιετικό πεζικάριο στο Στάλινγκραντ, έναν Αμερικανό πιλότο στο Γουανταλκανάλ, έναν Ιταλό φορτηγατζή στη Βορειοαφρικάνικη έρημο, έναν παρτιζάνο στα δάση της Λευκορωσίας, και έναν πολυβολητή σ’ ένα βρετανικό βομβαρδιστικό Lancaster, έχουμε και ένα δωδεκάχρονο κορίτσι στη Σανγκάη, έναν πρωτοετή φοιτητή στο Παρίσι, μια νοικοκυρά στο Λονγκ Άιλαντ, έναν Κινέζο ναυαγό, έναν αιχμάλωτο στην Τρεμπλίνκα, και μια Kορεάτισσα σε ιαπωνικό «σταθμό ανακούφισης» στο Μανταλέι.
Το βιβλίο βασίζεται εξολοκλήρου σε ημερολόγια, επιστολές και απομνημονεύματα ανθρώπων που ήταν εκεί. Πλούσιο υλικό που ζωντανεύει με βαθιά συγκινητικό και θαυμάσια διαφωτιστικό τρόπο από την πένα του Peter Englund.