Το θέατρο Πάνθεον, ένας συγκλονιστικά υπέροχος χώρος, μετά το "Nine" και την μεγάλη επιτυχία που αυτό γνώρισε, φιλοξενεί -για λίγες ακόμα παραστάσεις-, το κλασσικό και πολύ αγαπημένο μιούζικαλ, "Victor / Victoria", που αφηγείται την ιστορία της Victoria Grand, η οποία φτάνει στο Παρίσι διεκδικώντας το όνειρό της να κάνει καριέρα ως τραγουδίστρια. Βέβαια, η παριζιάνικη κουλτούρα και το γεγονός ότι είναι γυναίκα, δεν την βοηθάνε και πολύ, μέχρι τη στιγμή που στο δρόμο της μπαίνει ο ιμπρεσάριος Toddy. Το σχέδιό του ακούγεται τρελό αρχικά, καταλήγει ωστόσο να έχει τεράστια επιτυχία, με την Victoria να μεταμορφώνεται σε Victor, έναν καλλιτέχνη αριστοκρατικής καταγωγής που η οικογένειά του έχει αποκληρώσει, και ο οποίος μιμείται εξαιρετικά τη γυναίκα, προσφέροντας ένα θέαμα υψηλής αισθητικής. Και όλα βαίνουν καλώς για την Victoria, μέχρι που ο έρωτας μπαίνει στο δρόμο της και εκείνη πρέπει να αποφασίσει ποια ζωή θέλει να ζήσει.

Το cast:
Η Εβελίνα Παπούλια, όπως ήταν αναμενόμενο, παρά την μικροκαμωμένη φιγούρα της, κατάφερε να γεμίσει την σκηνή του Πάνθεον με την παρουσία της. Στα χορευτικά μέρη, είναι κάτι παραπάνω από εξαιρετική, κάτι στο οποίο βοηθάει όχι μόνο το ταλέντο της αλλά και η σπουδή της πάνω στο μιούζικαλ, ενώ καταφέρνει να ισορροπήσει άψογα στην μετάβαση από θηλυκή Victoria σε στιβαρό και αρρενωπό Victor, χωρίς να δυσκολεύεται καθόλου. Φωνητικά, είναι επίσης πολύ καλή, αν και στα πολλά ψηλά ερμηνευτικά σκέλη, φαίνεται να έχει κάποιες αδυναμίες, πράγμα αρκετά λογικό δεδομένου ότι δεν είναι σοπράνο.
Ο Γιάννης Ζουγανέλης, αν και κρατά τον ρόλο εκείνο που προσφέρει τις μεγαλύτερες και πιο έντονες στιγμές γέλιου, σε αρκετά σημεία της ερμηνείας του ήταν κάπως υπερβολικός, έχοντας φέρει το ρόλο πολύ στα μέτρα του, θυμίζοντάς μας πολύ... Ζουγανέλη. Ωστόσο, οφείλω να αναγνωρίσω πως όσο η παράσταση προχωρούσε, τόσο έμοιαζε να βρίσκει τον ρυθμό του και να δείχνει πιο φυσικός. Όπως και να ΄χει, όμως, ήταν άκρως απολαυστικός, όπως πάντα.
Ο Γιάννης Στάνκογλου, στον ρόλο του μυστηριώδη Αμερικάνου γκάνγκστερ King Marchand, τα κατάφερε αρκετά καλά, αν και πρέπει να ομολογήσουμε πως ως προς το ερμηνευτικό κομμάτι φάνηκε να αντιμετωπίζει δυσκολίες. Λογικό, εν μέρει, και ίσως κάποιος άλλος να είχε μεγαλύτερες φωνητικές δυνατότητες, αλλά τουλάχιστον, όσον αφορά το ερμηνευτικό κομμάτι, κατάφερε να υποστηρίξει τον ρόλο του άρτια και να είναι στιβαρός και γοητευτικός, όπως άρμοζε, ενώ είχε ιδιαίτερα καλή χημεία με την Παπούλια, πράγμα που δεν περίμενα.
Αναμφίβολα, τη μεγαλύτερη ερμηνευτική έκπληξη αποτέλεσε η μεταμόρφωση της Θεοδώρας Τζήμου σε Norma Cassidy, ένας ρόλος που αρχικά κανείς δεν πίστευε πως της ταίριαζε. Και όμως, χωρίς η μορφή της να γίνεται καρικατουρίστικη, κάτι που θα μπορούσε να συμβεί πολύ εύκολο λόγω της ιδιαιτερότητας του χαρακτήρα που υποδύεται, με την αεικίνητη και χειμαρρώδη παρουσία της κατάφερε να αιχμαλωτίσει τα βλέμματα και να κερδίσει το πιο θερμό χειροκρότημα του κοινού.
Ενδιαφέρουσα θα χαρακτηρίζαμε την παρουσία του Γιώργου Κοψιδά στο ρόλο του Squash Bernstein, ο οποίος έδειξε μια αρκετά διαφορετική και πιο ευαίσθητη πλευρά του εαυτού του απ' αυτήν που τον έχουμε συνηθίσει, ενώ στο ρόλο του Lebisse ο Δημήτρης Φραγκιόγλου βρίσκεται στα νερά του, υποδυόμενος μία ακόμα προσωπικότητα που μοιάζει πολύ στους ρόλους που τον έχουν αναδείξει όλα αυτά τα χρόνια.


Απόδοση τραγουδιών και κειμένων:
Σε αυτό το σημείο βρίσκονται οι όποιες ενστάσεις μου αφορούν την παράσταση. Η Μυρτώ Κοντοβά ανέλαβε αυτό το δύσκολο εγχείρημα, προσαρμόζοντας τα κείμενα σε αρκετά σημεία έτσι ώστε να τα φέρει πιο κοντά στην αισθητική της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας. Αυτό από τη μία είναι καλό καθώς προσφέρει άπλετες στιγμές γέλιου, με μια αισθητική που γίνεται άμεσα κατανοητή και αντιληπτή από το κοινό, αλλά από την άλλη απαιτεί μια αρκετά μεγάλη παρέμβαση στην συνολική αισθητική του ύφους της παράστασης. Δεδομένου ότι η δράση εξελίσσεται στο Παρίσι μιας άλλης εποχής, οι εξελληνισμένες κωμικές νότες δημιουργούν μια σύγχυση κειμένου-εικόνας, που αν το κρίνουμε καθαρά θεατρικά, προσφέρουν ένα αποτέλεσμα που στα σημεία είναι παράταιρο. Ωστόσο, δεν μπορώ να μην αναγνωρίσω πως με τον τρόπο αυτό στοχεύει και στο μη μυημένο στο μιούζικαλ κοινό, διατηρώντας όσο είναι δυνατόν την ρετρό αισθητική του συνόλου.

Σκηνοθεσία:
Ο Απόλλων Παπαθεοχάρης, χωρίς να ρισκάρει ιδιαίτερα, επιλέγει να μην δώσει στην παράσταση το προσωπικό του στίγμα προχωρώντας σε καινοτομίες, αλλά ακολουθεί τους κλασσικούς, παραδοσιακούς κανόνες των μιούζικαλ, προσφέροντας ένα άρτιο και δομημένο αποτέλεσμα που ικανοποιεί σε μεγάλο βαθμό, τόσο τους φανατικούς του είδους, όσο και εκείνους που είναι πρωτάρηδες. Η αλήθεια είναι πως θα μου άρεσε να τον δω να τολμά και να δίνει στην παράσταση κάτι από τον χαρακτήρα του, αλλά και το ότι επέλεξε να ακολουθήσει την αισθητική της ταινίας με την Julian Andrews, δεν με χάλασε, εν τέλει. Ειδική μνεία θα ήθελα να κάνω στην σκηνοθεσία όσον αφορά τις στιγμές που η δράση εξελίσσεται στο ξενοδοχείο όπου διαμένουν οι ήρωές μας, κάτι πολύ δύσκολο που ο Παπαθεοχάρης το έχει χειριστεί με απίστευτη μαεστρία, ενώνοντας δύο πράξεις σε μία εικόνα με τρόπο μοναδικό και ανεπανάληπτο.

Σκηνικά - Κοστούμια:
Η ρετρό, μποέμ και άκρως ερωτική αισθητική του Παρισιού ζωντανεύει στη σκηνή του θεάτρου Πάνθεον. Τα σκηνικά είναι μοναδικά και υπέροχα, απόλυτα ταιριαστά με την εκάστοτε σκηνή, δεν είναι φλύαρα ή υπερβολικά σε βαθμό που να κουράζουν το μάτι του θεατή ή να αποσπούν την προσοχή του από άλλα πράγματα, αλλά παραμένουν εντυπωσιακά, όχι μόνο ως προς την ποικιλία τους, αλλά και ως προς τον τρόπο που αυτά εναλλάσσονται μαγικά πάνω στη σκηνή και ενώ η δράση εξελίσσεται.
Το ίδιο ισχύει και για τα κοστούμια, που θα μπορούσαν να είναι υπερβολικά και ακραία αλλά που -ευτυχώς- δεν είναι. Αντίθετα, ακολουθούν τη γραμμή που ακολουθεί το μιούζικαλ από τότε που πρωτοέκανε την εμφάνισή του, με τους υπεύθυνους κοστουμιών να επιλέγουν την ασφαλή οδό μεν, αυτή που είναι απόλυτα ταιριαστή δε. Και ναι, οφείλω να ομολογήσω πως τα παπούτσια της Παπούλια στο "Η τζαζ που καίει" και το φόρεμά της στην τελευταία σκηνή, πολύ τα ζήλεψα.


Μουσική - Χορογραφίες:
Την πρωτότυπη μουσική της παράστασης υπογράφει ο Αλέξανδρος Πρίφτης, για την οποία έχουν ακουστεί πολλά σχόλια κατά καιρούς και δεν θα έλεγα πως είναι όλα τους κολακευτικά. Για μένα, η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση. Ο Πρίφτης έχει δημιουργήσει τη δικιά του μουσική για να ντύσει την παράσταση, κάτι που από μόνο του είναι πολύ δύσκολο και αξίζει ένα μπράβο, με ορισμένες στιγμές να είναι απόλυτα ταιριαστές με την εικόνα και κάποιες άλλες να είναι μάλλον άνευρες, ίσως και λίγο άστοχες. Παρ' όλα ταύτα, η ζωντανή ορχήστρα δίνει άλλη διάσταση στο σύνολο της παράστασης, οπότε το ότι μουσικά και ακουστικά δεν καθηλωνόμαστε, είναι κάτι που μπορούμε να διαχειριστούμε, κυρίως επειδή σε παραγωγές όπως αυτή, ο θεατής, δίνει μεγαλύτερη έμφαση στα ήδη γνωστά κομμάτια και στην απόδοσή τους, παρά στα πρωτότυπα.
Η Chali Jennings με τη σειρά της, υπογράφει τις χορογραφίες της παράστασης που θα λέγαμε πως είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακές, τουλάχιστον στην πλειοψηφία τους. Υπήρχαν κάποια κομμάτια που θα μπορούσαν να έχουν αποδοθεί με περισσότερη ένταση και πάθος, αλλά δεδομένου ότι δεν έχουν όλοι οι ηθοποιοί σπουδές στο μιούζικαλ και στον χορό, όπως η Παπούλια, αντιλαμβάνομαι την ανάγκη να διατηρηθούν ορισμένες χορογραφίες σε πιο βατά και ομαλά επίπεδα. Πολύ καλή δουλειά, λοιπόν, από την Jennings, με το μπαλέτο να δίνει εξίσου τον καλύτερό του εαυτό.

Εν κατακλείδι:
Το "Victor / Victoria" δεν είναι το καλύτερο μιούζικαλ που έχω δει ποτέ, αλλά σε μια Ελλάδα του σήμερα όπου το θέατρο φυτοζωεί και δεν έχει τους απαραίτητους πόρους να δημιουργήσει μεγαλειώδεις παραστάσεις, καταφέρνει να ξεχωρίσει. Πολύ καλό cast, εντυπωσιακά σκηνικά, όμορφη μουσική και δυνατές χορογραφίες, άρτια σκηνοθεσία και ένα αρκετά καλό κείμενο, συνθέτουν μία παράσταση που δεν θα αλλάξει τη ζωή σας αλλά θα σας κάνει να περάσετε όμορφα και να γελάσετε με την ψυχή σας, ίσως και να προβληματιστείτε λιγάκι σκεπτόμενοι την διαφορετικότητα και το πως αυτή ορίζεται, τις έμφυλες ανισότητες και πως αυτές αντιμετωπίζονται από θύτες και θύματα και, κυρίως, πως εμείς οι ίδιοι ορίζουμε τις επιθυμίες μας και παλεύουμε γι' αυτές, είτε υπάρχουν συνέπειες είτε όχι. Τρέξτε, λοιπόν, να παρακολουθήσετε την παράσταση, όσο ακόμα προλαβαίνετε.