"Το ημερολόγιο της Μικρασιατικής Εκστρατείας - Δίκη των Εξ" των Νίκου & Βασίλη Βασιλικού

Ο Βασίλης Βασιλικός λαμβάνει το 1971 στο Παρίσι, όπου βρισκόταν αυτοεξόριστος από το 1967, έναν συστημένο φάκελο από τον πατέρα του, Νίκο: "Ήταν το ημερολόγιο που σε λίγο θα διαβάσεις, αναγνώστη. Ο πατέρας μου, θυμόμουν, είχε αναφερθεί κάνα δυο φορές σε αυτό. Ότι είχε κρατήσει ημερολόγιο από τη Μικρασιατική Εκστρατεία... Και να τώρα το κρατούσα στα χέρια μου, σε δερματόδετο παραλληλόγραμμο λεύκωμα, χειρόγραφο, καθαρό, αντιγραμμένο από τις σημειώσεις του στο μέτωπο... Επηρεασμένος από το ημερολόγιο του πατέρα μου, βάλθηκα να μελετώ τα πρακτικά της Δίκης των Εξ που μου είχε χαρίσει δύο χρόνια νωρίτερα, στη Γενεύη, ο Αλέκος Λεβίδης... Τα πρακτικά της πολύκροτης εκείνης δίκης που κατέληξε στην εκτέλεση των έξι που θεωρήθηκαν υπεύθυνοι για τη Μικρασιατική Καταστροφή υπήρχαν σε έναν τόμο περίπου 700 σελίδων... Έπεσα με τα μούτρα στην ανάγνωση των πρακτικών, και τότε μου γεννήθηκε η ιδέα ενός έργου το οποίο, συνοψίζοντας την ουσία της δίκης, χωρίς προσθήκες ή αλλαγές, θα παλλόταν από μια ιδιότυπη θεατρικότητα".
(από τον Πρόλογο του βιβλίου)
Το "Ημερολόγιο της Μικρασιατικής Εκστρατείας" (1918-1922) -μια προσωπική μαρτυρία για τις πολεμικές συγκρούσεις και τον τραγικό επίλογο της κατάρρευσης του μετώπου, γραμμένη από τον πατέρα- προσφέρει τις πολύτιμες πληροφορίες μιας ιστορικής πηγής και καταγράφει, με μεστό και άμεσο λόγο, αφηγηματική δεινότητα και συγκλονιστικές περιγραφές, τα βάσανα ενός νέου είκοσι δύο ετών ο οποίος βιώνει τον εφιάλτη του πολέμου που θα έχει ως αποτέλεσμα την εθνική συμφορά του 1922.
Η "Δίκη των Εξ" -βασισμένη στα στενογραφημένα πρακτικά της εφημερίδας "Πρωία" και μονταρισμένη από τον γιο- παρουσιάζει, με τον ευσύνοπτο τρόπο ενός ιδιότυπου θεατρικού έργου, ένα από τα πιο δραματικά επεισόδια του Eθνικού Διχασμού: τη δίκη των οκτώ θεωρούμενων ως υπαιτίων της Καταστροφής ενώπιον έκτακτου στρατοδικείου (31 Οκτωβρίου-15 Νοεμβρίου 1922).

"Το μουσείο των τύψεων και άλλα διηγήματα" του Αχιλλέα Κυριακίδη

Ένας επιµελητής εκδόσεων βελτιώνει το ύφος συγγραφέων και επεµβαίνει ακόµα και σε κλασικά κείµενα. Ένας παθιασµένος αναγνώστης χάνεται στα λαβυρινθώδη προσχέδια διηγηµάτων του αγαπηµένου του συγγραφέα. Ένας άλλος γευµατίζει µε τον µπορχεσιανό Φούνες τον µνήµονα, την ώρα που ο νεαρός Μπόρχες βρίσκεται αντιµέτωπος µε το αίνιγµα του χρόνου στην τοποθεσία Σαράντα Χώµατα. Κι ενώ γνωστοί µυθιστορηµατικοί χαρακτήρες αναζητούν τη θέση τους σ’ ένα καινούργιο αφήγηµα, µια τσεστερτονικής εµπνεύσεως λέσχη επιτρέπει στα µέλη της να µελαγχολούν απερίσπαστα.
"Σύντοµες και παράξενες" ιστορίες, παγιδευµένες στις συµπληγάδες ενός µεταφυσικού ρεαλισµού, που αρδεύονται όλες τους από την ανεξάντλητη πηγή του µεγάλου Αργεντινού, κρυµµένου δίκην υποβολέως πίσω από κάθε γραµµή τους. Έκπληξη της συλλογής, ένα διήγηµα που ο Μπόρχες δεν εξέδωσε (µπορεί και να µην έγραψε) ποτέ. Κάιρο, 1946.

"Άνθρωπος στη θάλασσα" της Έρσης Σωτηροπούλου

Ο πρώτος που θα το αντιληφθεί φωνάζει: Άνθρωπος στη θάλασσα. Tον παρακολουθεί διαρκώς και δεν τον αφήνει ούτε στιγµή από τα µάτια του δείχνοντας πάντα µε το χέρι προς την κατεύθυνση του ναυαγού.

"Όσα δεν έζησαν" της Μαρίας Σκιαδαρέση

Ο έως χτες άγνωστος, ο άλλος· ο όποιος άλλος, ο διαφορετικός, κάποιος µε άλλο χρώµα, άλλη θρησκεία, άλλη πατρίδα, άλλο πολιτισµό, άλλες συνήθειες, άλλη ζωή.
Τέσσερις ιστορίες, όπου το ξένο εισδύει στο οικείο άλλοτε σαν επισκέπτης, άλλοτε σαν εισβολέας, συχνά ενοχλητικός, καµιά φορά προκλητικός ή αλλόκοτος, κάποτε γοητευτικός ή ερωτεύσιµος.
Ένας Κούρδος µετανάστης από την Τουρκία στο Λαύριο, µια µουσουλµάνα από τον κήπο της στην Κοµοτηνή σε πολυκατοικία της Ξάνθης, ένας Ιρανός αρχαιολόγος από την Τεχεράνη στην Αθήνα, ένας πρόσφυγας από τον πόλεµο της Σοµαλίας στην πλατεία Βικτωρίας. Άνθρωποι που έφυγαν απ’ την πατρίδα, τον τόπο, την πόλη τους για να ζήσουν κάπου αλλού όσα δεν πρόλαβαν, δε θέλησαν, δεν µπόρεσαν, δε σκέφτηκαν ποτέ να ζήσουν· όλα όσα δεν έζησαν.
Τέσσερις δεκαετίες της Ελλάδας στο πέρασµα από τον 20ό στον 21ο αιώνα. Τέσσερις δεκαετίες ερχοµού προσφύγων και οικονοµικών µεταναστών, κοινωνικής ανακατάταξης, επαναπροσδιορισµού των σχέσεων ανάµεσα σ’ εµάς και στους άλλους, τους άλλους που ζουν από χρόνια δίπλα µας κι αυτούς που ήρθαν κάποτε και συνέχισαν να έρχονται αλλάζοντας το ανθρώπινο τοπίο της χώρας αλλά και τη δική µας µατιά απέναντί τους. Μια αναζήτηση των ορίων ανάµεσα στο οικείο και στο ξένο στην κόψη µιας αόρατης κλωστής, που διαπερνά ρόλους ασαφείς, ρόλους που αλλάζουν κάθε µέρα, κάθε ώρα, ως τη στιγµή που θα αναρωτηθούµε πώς κι αυτός που θεωρούµε ξένο µπορεί να γίνει φίλος, ακόµα κι αδερφός, ή πώς κι εκείνος που θεωρήθηκε φίλος δείχνει στο τέλος άγνωστος, ίσως και αντίπαλος. Και τότε καταρρέουν τα στερεότυπα κι έρχεται η κάθαρση µε τη µορφή της ρήξης ή της συµφιλίωσης.