Η Χριστίνα Ζέμπη γεννήθηκε στη Μαλακάσα Αττικής και είναι νηπιαγωγός. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Είναι παντρεμένη και μητέρα δύο παιδιών.
Το πρώτο της μυθιστόρημα κυκλοφόρησε το 2013 με τον τίτλο "Πέτρα και Μέλι" από τις εκδόσεις Ωκεανίδα, μεταφράστηκε στα αγγλικά και κυκλοφορεί στην Αγγλία από τις εκδόσεις Arcadia (2016).
Μετά από 6 χρόνια αποχής, πριν από λίγο καιρό κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Διόπτρα το δεύτερό της μυθιστόρημα με τίτλο "Οι δρόμοι της λήθης", για το οποίο και δέχθηκε να μας μιλήσει, πράγμα για το οποίο την ευχαριστούμε θερμά.
Απολαύστε την, λοιπόν...

Έχουν περάσει έξι ολόκληρα χρόνια απ' όταν κυκλοφόρησε το πρώτο σας βιβλίο, “Πέτρα και μέλι”. Ποιος ο λόγος της τόσο μακρόχρονης αποχής σας από τη λογοτεχνική σκηνή;

Δεν υπάρχει κανένα μυστήριο στην αποχή μου από τη λογοτεχνική σκηνή. Απείχα γιατί το βιβλίο δεν ήταν έτοιμο. Εξάλλου δεν χρειάζεται να μιλάει κανείς, όταν δεν έχει κάτι να πει.

Πώς αισθάνεστε σήμερα, με την πρόσφατη κυκλοφορία του “Οι δρόμοι της λήθης” και ποιες είναι οι προσδοκίες σας σχετικά με αυτό;

Είμαι πολύ χαρούμενη, γιατί κατάφερα να γράψω ένα ακόμα βιβλίο. Θα ήθελα να το αγαπήσει ο κόσμος γιατί αυτό πρακτικά θα σημαίνει ότι μπόρεσα να επικοινωνήσω τις σκέψεις μου.

Η αποδοχή και η υπέρμετρη αγάπη του κοινού για το πρώτο σας έργο είναι αδιαμφισβήτητη. Μάλιστα, θα λέγαμε πως αποτελεί σπάνιο φαινόμενο το ν' αγκαλιάζει ο κόσμος τόσο ένθερμα το πρωτόλειο έργο ενός συγγραφέα. Θεωρείτε πως αυτό είναι κάτι που αύξησε το αίσθημα ευθύνης που πιθανόν νιώθετε απέναντι στους αναγνώστες σας;

Ίσως η πρώτη μου συγγραφική προσπάθεια να είχε αδυναμίες, όμως το «Πέτρα και μέλι» Ήταν ένα βιβλίο γραμμένο με σεβασμό και αποτέλεσμα σκληρής προσπάθειας. Η ευθύνη που αισθάνομαι απέναντι στον εαυτό μου και στους αναγνώστες έχει να κάνει μ’ αυτά τα δυο και προσπαθώ να μην παραδίδω πρωτόλεια κείμενα. «Οι δρόμοι της λήθης» δεν μοιάζουν με το «Πέτρα και μέλι», εστιάζουν σε διαφορετικά πράγματα, και οι αναγνώστες που θα το επιλέξουν θέλω να το γνωρίζουν. Η δομή του ωστόσο είναι καλύτερη, πιο «σφιχτή» και τα θέματα που αγγίζει είναι αυτά που μας απασχολούν όλους μας.

Μια πιθανή σύγκριση, ανάμεσα στα δύο έργα σας, σας τρόμαξε ή έστω, σας άγχωσε ως προοπτική;

Η σύγκριση είναι αναπόφευκτη. Η θεματολογία είναι διαφορετική κι όποιος περιμένει ένα βιβλίο ίδιο με το προηγούμενο, πιθανόν ν’ απογοητευτεί. Όμως ο συγγραφέας δεν πρέπει να επαναλαμβάνεται, δεν μπορεί κιόλας, επειδή εξελίσσεται κι ο ίδιος, ωριμάζει. Ούτε το κριτήριο για να εκφράζεται κανείς μέσα από τη γραφή είναι το τι περιμένουν απ’ αυτόν οι αναγνώστες. Για μένα ο συγγραφέας πρέπει να είναι αληθινός. Οι άνθρωποι που διαβάζουν το καταλαβαίνουν αυτό και αγκαλιάζουν βιβλία που εκφράζουν την αλήθεια του. Έτσι λοιπόν δεν έχω κανένα άγχος.

Το “Οι δρόμοι της λήθης” είναι ένα βιβλίο εξαιρετικά σύγχρονο, τοποθετημένο στην Ελλάδα της κρίσης που όλους μάς έχεις επηρεάσει με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Εσάς, πώς σας έχει επηρεάσει;

Δεν νομίζω ότι υπάρχει κάτοικος αυτής της χώρας που δεν επηρεάστηκε. Το βιοτικό επίπεδο έπεσε κι αυτό πυροδότησε πλήθος συνεπειών. Τα μάτια μας εξοικειώθηκαν με εικόνες που παλιότερα ήταν σπάνιες, ανθρώπους που κοιμούνται στο δρόμο ή ψάχνουν στα σκουπίδια για τροφή. Παιδιά που τους λείπουν τα απαραίτητα. Επειδή οι δάσκαλοι είναι σ’ άμεση επαφή με τον κόσμο και τα προβλήματα, ως νηπιαγωγός, είδα με τα μάτια μου τι υπέστη η ελληνική οικογένεια και το σχολείο. Ποιος μπορεί να μείνει ασυγκίνητος σ’ αυτό;

Πιστεύετε πως ο κόσμος έχει “παραδοθεί” στις κακές συνθήκες των ημερών περισσότερο απ' όσο θα έπρεπε και ποια συμβουλή θα του δίνατε;

Σίγουρα ο κόσμος είναι απελπισμένος, κυρίως οι νέοι άνθρωποι που εγκαταλείπουν τη χώρα για μια καλύτερη τύχη. Δεν θα μιλούσα για «παράδοση», για προσπάθεια για επιβίωση πρόκειται. Εννοείται πως δεν αισθάνομαι ικανή να συμβουλέψω κανέναν, ένα μόνο θα ήθελα να πω, σαν εμπειρία ζωής. Θα περάσει κι αυτό, όπως τόσα και τόσα. Ας έχουμε υπομονή κι ας είμαστε αισιόδοξοι.

Το βιβλίο σας αποτελείται, επί της ουσίας, από διάφορες υποϊστορίες, οι δρόμοι των οποίων κάποια στιγμή διασταυρώνονται. Οι ιστορίες αυτές έχουν κάποια βάση στην οικεία σας πραγματικότητα -ή και κάποιων δικών σας ανθρώπων- ή πρόκειται καθαρά για μυθοπλασία;

Πρόκειται για μυθοπλασία, ωστόσο διαβάζοντας κάποιος το βιβλίο θα δει ότι οι ιστορίες αυτές του είναι οικείες. Αυτό συμβαίνει γιατί είναι εμπνευσμένες από τη σκληρή καθημερινότητα που όλοι βιώνουμε, από τα δελτία ειδήσεων, από όλα αυτά που συμβαίνουν γύρω μας και μας θλίβουν ή μας κάνουν να θυμώνουμε.


Πιστεύετε στη μοίρα, στο πεπρωμένο, όπως θέλει κανείς να το ονομάσει, ή στο τέλος της ημέρας όλα εξαρτώνται από εμάς, τις αποφάσεις και τις επιλογές μας;

Στη ζωή υπάρχουν πράγματα που δεν ελέγχουμε. Δεν ξέρουμε αν την επόμενη στιγμή θα είμαστε ζωντανοί, υγιείς ή αρτιμελείς. Μπορεί όλα να είναι καλά και ξαφνικά να συμβεί ένα ατύχημα και να χάσεις την όρασή σου ή την ικανότητά σου να περπατάς. Ή να χαθεί δικός σου άνθρωπος, αγαπημένος. Μ’ αυτή την έννοια πιστεύω στη μοίρα. Όμως εκεί φαίνεται και η ποιότητα του ανθρώπου, από τον τρόπο που αντιδρά στα δύσκολα. Είναι επιλογή μας αν θα παραδοθούμε στη μοίρα ή αν θα παλέψουμε. Δεν είναι εύκολο, όμως γνωρίζω ανθρώπους που βίωσαν τραγωδίες και συνέχισαν να ζουν με αξιοπρέπεια και που μας δίνουν μαθήματα ζωής κάθε μέρα.

Ξέρω πως η απάντηση σε μια τέτοια ερώτηση συνήθως είναι σε δύσκολη, υπάρχει, όμως, κάποιος χαρακτήρας του βιβλίου σας που ξεχωρίζετε λίγο περισσότερο από τους άλλους κι αν ναι, ποιος είναι αυτός και για ποιον λόγο;

Ο κεντρικός ήρωας του βιβλίου, ο Διομήδης, είναι ένας χαρακτήρας που αγαπώ πολύ, γιατί παρά την αδικία που υπέστη και τον λάθος δρόμο που πήρε η ζωή του, βρήκε στο τέλος το κουράγιο να κάνει το σωστό. Στην πορεία αγάπησα πολύ και το alter ego του, τον Μάνο. Με γοήτευσε ο τρόπος που είναι ικανός για το καλύτερο και για το χειρότερο, το πώς κινείται δηλαδή στην κόψη του ξυραφιού.

Πολύ σημαντικό ρόλο στη εξέλιξη της ιστορίας του νέου σας βιβλίου παίζει η αγάπη, είτε αυτή είναι φιλική, είτε ερωτική. Στη δική σας ζωή, πόσο καθοριστικό ρόλο έχει παίξει μέχρι σήμερα;

Στάθηκα πολύ τυχερή γιατί ως μοναχοπαίδι, παρά τα όσα αρνητικά συνεπάγεται αυτό, η αγάπη που πήρα ήταν απέραντη. Καθόρισε τη ζωή μου, με αποτέλεσμα να προσπαθήσω να αναπαράγω το ίδιο μοτίβο παντού, στην οικογένεια που έφτιαξα, στους φίλους. Ν’ αναζητώ τη σταθερότητα.

Η αγάπη είναι αρκετή για να μας κάνει να αλλάξουμε και μέσα από εμάς, να αλλάξουμε και τη ζωή μας;

Η αγάπη που παίρνουμε στα πρώτα χρόνια της ζωή μας, μας μαθαίνει να είμαστε δοτικοί με τους άλλους, ν’ αγαπάμε. Αν λείψει αυτή, η ζημιά είναι δύσκολο να διορθωθεί. Δεν ξέρω λοιπόν αν είναι αρκετή, αφού οι άνθρωποι είμαστε τόσο πολύπλοκοι, είναι όμως σίγουρα ο μόνος τρόπος. Μόνο η αγάπη μπορεί να δώσει ισχυρό κίνητρο σε κάποιον να αλλάξει τον εαυτό του και τη ζωή του. Κανένα άλλο συναίσθημα.

Το πρώτο σας βιβλίο έχει κυκλοφορήσει και στην αγγλική γλώσσα, γεγονός που από μόνο του αποτελεί τεράστια επιτυχία. Ποια τα δικά σας συναισθήματα πάνω σε αυτό;

Οπωσδήποτε αυτή η μετάφραση μου έδωσε μεγάλη χαρά. Απόλαυσα τη διαδικασία, είδα το «Πέτρα και μέλι» μου να γίνεται “Stone and honey” και να ταξιδεύει πέρα από τα σύνορα σε μια γλώσσα που δεν γνωρίζει σύνορα. Δεν είναι λίγο αυτό για κάποιον που έχει γράψει ένα μόνο βιβλίο.

Ποια τα μελλοντικά σας σχέδια, τα όνειρά σας;

Να είναι γεροί κι ευτυχισμένοι οι αγαπημένοι μου, γιατί έτσι θα είμαι κι εγώ καλά. Και τότε ίσως να τα καταφέρω να γράψω άλλο ένα βιβλίο.

* Διαβάστε την άποψή μας για το "Οι δρόμοι της λήθης" ΕΔΩ.