"Τι θυμάσαι απ' τον θάνατό σου;" του Πυθαγόρα Ελευθεριάδη

«Δέχεσαι τη δεύτερη ευκαιρία;»
«Ποιος είναι; Πού είµαι; Δεν βλέπω τίποτα. Φοβάµαι. Ποιος µου µιλάει; Ποιοι µε φέρατε εδώ; Πού είµαι;»
«Δεν σε φέραµε εµείς. Νεκρός είσαι».
«Μα… µα, πώς;»
«Μην κάνεις ερωτήσεις που δεν µπορείς να αντέξεις τις απαντήσεις τους».
«Δεν µου είπατε, όµως. Γιατί εµένα; Τι το διαφορετικό έχω εγώ;»
«Πάντα δεν αισθανόσουν διαφορετικός;»
«Ναι, αισθανόµουν».
«Δέχεσαι τη δεύτερη ευκαιρία;»
«Ναι…»
«Ωραία, τότε. Τι θυµάσαι από τον θάνατό σου;»
Ήµουν είκοσι δύο χρόνων όταν πέθανα. Αυτή είναι η ζωή µου από τη στιγµή που µπήκα στον στρατό, εκείνο το καλοκαίρι. Από τότε που µου ανατέθηκε αυτή η περίεργη αποστολή. Ένας Έλληνας που ζούσε στο Λονδίνο, ο Έντουαρντ, παρουσιάστηκε για δύο εβδοµάδες στη µονάδα που ήµουν κι εγώ. Ήταν κωφός. Μόνο εγώ γνώριζα τη γλώσσα του, απ’ όλους τους στρατιώτες. Οπότε, έπρεπε να γίνω ο διερµηνέας του. Αυτή είναι η ιστορία µας. Μια ιστορία διαφορετική. Μια σχέση ιδιαίτερη, που δεν βασιζόταν, όµως, σε λόγια.
Πόσο δύσκολο είναι να είσαι ο εαυτός σου µέσα σ’ έναν τέτοιο κόσµο; Σ’ έναν κόσµο που σου επιβάλλει να αλλάξεις, πείθοντάς σε συνεχώς για τη διαφορετικότητά σου;