"Τομάρια" του Χρήστου Φλουρή

Τόσα χρόνια προσπαθούσε να το ξεχάσει, να διαγράψει από το μυαλό του και το μέρος και την ημέρα. Άδικος κόπος. Αρκούσε μια ματιά σε εκείνο το καταραμένο κτίριο για να καταλάβει ότι πάντοτε το κουβαλούσε στους ώμους του, ότι του πλάκωνε το στήθος. Το είχε μέσα του, αυτό και τη δυσώδη του κουστωδία, όπου και να έσερνε τα βήματά του, τη μέρα και τη νύχτα, στον ύπνο και στον ξύπνιο. Την ίδια ακριβώς έκπληξη και αγωνία, που είχε δοκιμάσει μόλις είχε σταθεί απέναντι στη μισάνοιχτη πόρτα του το 1946, δοκίμαζε και τώρα. Η καρδιά του χτυπούσε ανεξήγητα γρήγορα και οι άκρες από τα δάχτυλά του είχαν μουδιάσει.
Όλοι έχουμε ένα ‘σημείο μηδέν’· ένα γεγονός, ευχάριστο ή δυσάρεστο, στο οποίο το μυαλό επιστρέφει διαρκώς, θέλοντας και μη. Ο χρόνος εγγράφει μέσα μας τους κύκλους του, όπως ακριβώς και μέσα στους κορμούς των δέντρων. Καρφώνει κάπου την ακίδα του και γύρω από αυτό το σημείο σημειώνει, ή μάλλον χαράζει ανενόχλητος τις περιστροφές του.
Ο Σταύρος δεν είχε βγάλει από το μυαλό του εκείνην τη μέρα στο εργοστάσιο, καθ’ όλη τη διάρκεια των σαράντα και πλέον ετών της ηθελημένης του απουσίας. Μιας απουσίας εν μέρει υπαγορευμένης από την ψευδαίσθηση ότι η απόσταση του τόπου και του χρόνου θα λείαινε τις αιχμές των γεγονότων, θα τα έκανε λιγότερο τραγικά. Μα τώρα καταλάβαινε την πλάνη του. Το βάρος της συνείδησης δεν ελαφραίνει με τα χρόνια, δε μειώνεται, αντίθετα γίνεται ολοένα και πιο βαρύ, πιο ασήκωτο, πιο δύσκολο να το υποβαστάξει κανείς. Το ’χει αυτό ο χρόνος· να εξυψώνει τα ωραία στη σφαίρα του ιδανικού και να κάνει τα τραγικά, τραγικότερα.