Η Ελευθερία Μεταξά γεννήθηκε στο Αιγάλεω το 1970. Είναι πτυχιούχος της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών, της Δραματικής Σχολής Διομήδη Φωτιάδη και του τμήματος Δημοσιογραφίας του Εργαστηρίου Ελευθέρων Σπουδών ΑΝΤ1. Εργάστηκε ως ηθοποιός, λαμβάνοντας μέρος σε θεατρικές παραστάσεις και τηλεοπτικές σειρές, ως ασκούμενη δημοσιογράφος στο δελτίο ειδήσεων του ΑΝΤ1 και ως φιλόλογος σε φροντιστήρια Μέσης Εκπαίδευσης. 
Εδώ και πολλά χρόνια ασχολείται με τη συγγραφή αστυνομικών μυθιστορημάτων, με τη μετάφραση και την επιμέλεια βιβλίων και με μεταγλωττίσεις ξένων τηλεοπτικών σειρών. Μάλιστα, το διήγημά της με τίτλο «Το τελευταίο ταξίδι» απέσπασε έπαινο στον 34ο Πανελλήνιο Διαγωνισμό της ΠΕΛ. 
Πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Μίνωας, που αποτελεί την εκδοτική της στέγη από το 2019, το τελευταίο της βιβλίο με τίτλο "Ο θησαυρός της Σμύρνης", για το οποίο και μας μίλησε.

Αν και αρχικά συστηθήκατε στο αναγνωστικό κοινό με μυθιστορήματα άλλου είδους, τα τελευταία χρόνια βλέπουμε πως σας έχει κατακτήσει απόλυτα το αστυνομικό μυθιστόρημα. Τι σας ώθησε ν' ασχοληθείτε μαζί του και πόσο εύκολο ή δύσκολο αποδείχτηκε αυτό;

Από το πρώτο μου μυθιστόρημα, το “Όταν μιλούν τα φεγγάρια”, μέχρι σήμερα, βαδίζω στον δρόμο της αστυνομικής λογοτεχνίας. Ίσως ο κόσμος θεωρεί πως τα πρώτα μου βιβλία είχαν περιεχόμενο περισσότερο κοινωνικό, λόγω των εξωφύλλων που επέλεγε ο εκδοτικός οίκος στο δυναμικό του οποίου ανήκα τότε. Το θέμα τους, όμως, ήταν ανέκαθεν αστυνομικό, με έντονο το στοιχείο του ψυχολογικού θρίλερ. Ανέκαθεν με γοήτευε το μυστήριο, οι γρίφοι, τα αινίγματα, οτιδήποτε προκαλεί το μυαλό. Μάλλον αυτός είναι και ο λόγος που ασχολήθηκα με το αστυνομικό μυθιστόρημα, για να πλάθω τα δικά μου μυστήρια κι έπειτα να τα μοιράζομαι με τους αναγνώστες. Το δύσκολο στο συγκεκριμένο είδος νομίζω πως είναι να διατηρηθεί η αγωνία και να υπάρξουν οι απαραίτητες ανατροπές, χωρίς όμως να μείνει κανένα κενό στην ιστορία και καμία απορία στον αναγνώστη. Τα πάντα πρέπει να δικαιολογούνται και μάλιστα με τρόπο πειστικό, με τη λογική και όχι με την παρέμβαση της μοίρας ή της τύχης. Μεγάλη σημασία δίνω, επίσης, και στην ψυχογραφία των ηρώων, γιατί πιστεύω ότι όσο βαθύτερα ψυχογραφημένοι είναι, τόσο πιο αληθινοί γίνονται.

Τα αστυνομικά μυθιστορήματα, και οι συγγραφείς αυτών, κατακτούν όλο και μεγαλύτερο αναγνωστικό κοινό στη χώρα μας. Πιστεύετε πως υπάρχει διάκριση ανάμεσα στις γυναίκες και στους άντρες συγγραφείς του είδους, με το κοινό να δείχνει μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στους δεύτερους;

Ίσως πριν από μερικά χρόνια να ίσχυε όντως η διάκριση στην οποία αναφέρεστε και το αναγνωστικό κοινό να προτιμούσε τους άντρες συγγραφείς στο αστυνομικό μυθιστόρημα. Νομίζω, όμως, πως εδώ και αρκετό καιρό αυτό έχει αλλάξει τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, αφού άλλαξε γενικά η νοοτροπία για τη θέση της γυναίκας. Άλλωστε, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η αστυνομική λογοτεχνία στο μυαλό των περισσότερων ανθρώπων είναι ταυτισμένη με την Αγκάθα Κρίστι.

Ποια ήταν η πηγή έμπνευσή σας όσον αφορά το νέο σας μυθιστόρημα “Ο θησαυρός της Σμύρνης”;

Πηγή έμπνευσης για το νέο μου μυθιστόρημα αποτέλεσε μια τυχαία συζήτηση, πριν από αρκετό καιρό, με τον εκδότη μου, τον Γιάννη Κωνστανταρόπουλο. Μου αφηγήθηκε την ιστορία κάποιου συγγενικού του προσώπου που έφυγε από τη Σμύρνη και ήρθε πρόσφυγας στην Ελλάδα, αφήνοντας πίσω του την περιουσία που είχε με μόχθο δημιουργήσει. Όση ώρα ο Γιάννης μού μιλούσε, στο μυαλό μου γεννιόταν ο χαρακτήρας του Αρίστου, ενός άντρα που, συνειδητοποιώντας ότι η καταστροφή πλησιάζει, αποφασίζει να πάρει την οικογένειά του από τη Σμύρνη και να καταφύγει στην Αθήνα. Έχει κανονίσει να πάρει μαζί του χρήματα και κοσμήματα, καθώς και το σεντούκι με τον «θησαυρό» του, η παρέμβαση όμως του νεαρού Γαβρίλη όχι μόνο ανατρέπει τα σχέδιά του, αλλά αποτελεί την αφορμή για μια σειρά εγκλημάτων που θα διαπραχθούν πολλά χρόνια αργότερα και τον συνδετικό κρίκο που θα ενώσει τη Σμύρνη του 1922 με την Αθήνα του σήμερα.
 
Στο βιβλίο σας αυτό βλέπουμε πως υπάρχουν κι αρκετές ιστορικές αναφορές. Το κομμάτι της έρευνας και της συλλογής των πληροφοριών που χρειαζόσασταν για την ολοκλήρωση του βιβλίου ήταν εύκολη υπόθεση ή αποδείχτηκε αρκετά απαιτητική;

Η έρευνα για το συγκεκριμένο βιβλίο αποδείχτηκε πολύ πιο δύσκολη από όσο είχα αρχικά πιστέψει. Σε όλα μου τα βιβλία πραγματοποιώ την απαραίτητη έρευνα, για να συλλέξω τα στοιχεία που αφορούν το θέμα μου. Στον “Θησαυρό της Σμύρνης”, όμως, ακριβώς επειδή ένα μεγάλο κομμάτι της υπόθεσης εκτυλίσσεται στο παρελθόν και αναφέρεται σε πραγματικά γεγονότα, χρειάστηκε μεγάλη προσοχή για να διασταυρωθούν όλα τα ιστορικά στοιχεία και να εξακριβωθεί η αλήθεια τους. Εκτός από τα αμιγώς ιστορικά βιβλία που αφορούσαν τη μικρασιατική τραγωδία, πληροφορίες άντλησα και από εφημερίδες της εποχής αλλά και από προσωπικές μαρτυρίες προσφύγων που βίωσαν εκείνες τις τόσο δραματικές τελευταίες στιγμές της Σμύρνης. Ειδικά οι μαρτυρίες αποδείχτηκαν πολύτιμες, γιατί εκτός από τις πληροφορίες που έδιναν, με βοήθησαν πολύ να αναπαραστήσω το κλίμα και την ατμόσφαιρα της εποχής και να μπω στην ψυχολογία των ηρώων μου. Πολλές φορές με απορροφούσε τόσο πολύ η έρευνα, που άφηνα στην άκρη τη συγγραφή. Υπάρχουν γεγονότα μέσα στο βιβλίο που μοιάζουν απίστευτα, δυστυχώς όμως είναι πέρα για πέρα αληθινά, γεγονότα που δεν αφορούν μόνο την αγριότητα των Τσετών αλλά και τη στάση τόσο των Ευρωπαίων συμμάχων μας όσο και των Ελλήνων πολιτικών.


Ποιος είναι ο λόγος που επιστρέφετε ξανά και ξανά στην Έλσα Γληνού και στον Μάνο Βαρσάμη;


Και τους δύο αυτούς ήρωες τους αγάπησα πολύ, τον καθένα για διαφορετικό λόγο. Θεωρώ ότι ταιριάζουν πολύ, ότι συμπληρώνουν ο ένας τον άλλο. Αποφάσισα να τους «παντρέψω» στο βιβλίο Αθώοι ένοχοι, κάνοντάς τους το πρωταγωνιστικό αστυνομικό δίδυμο. Από τις πρώτες κιόλας σελίδες που έγραψα, συνειδητοποίησα πόσο μου άρεσε η συνύπαρξή τους. Ο Βαρσάμης έχει την αλάνθαστη όσφρηση του λαγωνικού –έστω και γέρικου– και την εμπειρία του ανθρώπου που έχει έρθει πολλές φορές αντιμέτωπος με το έγκλημα. Η Έλσα, από την άλλη μεριά, διαθέτει τη διεισδυτική ματιά της ψυχολόγου, «διαβάζει» τους υπόπτους, καταγράφει τις αντιδράσεις και παρατηρεί τη συμπεριφορά τους. Χαίρομαι πάρα πολύ που και οι αναγνώστες τούς έδειξαν από την αρχή την ίδια αγάπη μ’ εμένα κι εξακολουθούν να τους αγαπούν και να τους ακολουθούν στις περιπέτειές τους.

Ανάμεσα σε αυτούς τους δύο, έχετε κάποιον που ξεχωρίζετε λίγο περισσότερο από τον άλλο, κι αν ναι, για ποιο λόγο;

Δεν νομίζω ότι μπορώ να ξεχωρίσω κάποιον από τους δύο περισσότερο. Τους αγαπώ εξίσου, τον καθένα για διαφορετικούς λόγους. Έχουν και οι δύο πολλά στοιχεία από εμένα, από τον δικό μου χαρακτήρα και την προσωπικότητά μου.

Αν και συνήθως οι χαρακτήρες σας βρίσκονται στο φως του προβολέα, αυτή τη φορά μου δόθηκε η αίσθηση πως δεν πρωταγωνιστούσαν τόσο όσο σε άλλες ιστορίες. Ήταν μια συνειδητή επιλογή που εξυπηρέτησε συγκεκριμένους σκοπούς ή απλώς προέκυψε στην πορεία;

Δεν μπορώ να πω ότι αυτό αποτέλεσε συνειδητή επιλογή και, για να είμαι ειλικρινής, το αντιλήφθηκα μόνο όταν το επισήμαναν οι αναγνώστες. Επομένως, ήταν κάτι που προέκυψε αυθόρμητα, με οδήγησε η ίδια η ιστορία να πάρω τους προβολείς από την Έλσα και τον Μάνο και να τους στρέψω πάνω στους άλλους χαρακτήρες της υπόθεσης που το αστυνομικό μου δίδυμο καλείται να επιλύσει. Άλλωστε, δεν πιστεύω ιδιαίτερα σε πρωταγωνιστές και μη. Για μένα όλοι οι ήρωες είναι σημαντικοί, από αυτόν που εμφανίζεται σε κάθε σχεδόν σελίδα του βιβλίου μέχρι εκείνον που αναφέρεται σε λίγες μόνο γραμμές. Καθένας επιτελεί τον ρόλο του, δίχως τον οποίο δεν μπορεί να ολοκληρωθεί η ιστορία.

Έχετε κάνει ήδη σχέδια για κάποιο επόμενο βιβλίο; Θα δούμε την Έλσα και τον Μάνο να επιστρέφουν σε κάποιο μελλοντικό σας έργο;

Στο βιβλίο που γράφω τώρα ο Μάνος και η Έλσα είναι και πάλι παρόντες και προσπαθούν να επιλύσουν άλλη μια σκοτεινή υπόθεση. Δεν έχω ακόμα σκοπό να τους αποχωριστώ και θα συνεχίσουν να συντροφεύουν τόσο εμένα όσο και τους αναγνώστες για πολύ καιρό.

Σας ευχαριστώ θερμά για τον χρόνο σας!

Εγώ ευχαριστώ για τη φιλοξενία και εύχομαι πάντα επιτυχίες!

Διαβάστε την άποψή μας για "Ο θησαυρός της Σμύρνης" ΕΔΩ.