Συνοπτική περίληψη του έργου:
Λίγο πριν ο διάσημος ζωγράφος Δομήνικος Θεοτοκόπουλος αντιμετωπίσει την ισπανική Ιερά Εξέταση, μνημονεύει τη ζωή του.
Απ’ τα νεανικά του χρόνια στην πολιορκημένη από τους Ενετούς Κρήτη στη μαθητεία του δίπλα στον Τιτσιάνο στη Βενετία.
Κι απ’ τη Βενετία στις καλλιτεχνικές του ανησυχίες που θα τον οδηγήσουν στο Τολέδο όπου θα γνωρίσει τη σύντροφο της ζωής του και την καταξίωση, που όμως θα συμπέσουν με τη σύγκρουσή του με τον ιερωμένο Nino De Guevara όταν αυτός τον κατηγορεί για βλασφημία.
Προσωπική άποψη:
Μια υπερπαραγωγή που πολλοί περίμεναν επιτέλους έφτασε στις αίθουσες. Το αποτέλεσμα; Σίγουρα καταφέρνει να εκπλήξει ευχάριστα και τον πιο δύσκολο θεατή. Και το πραγματικά ευχάριστο είναι ότι τα τελευταία χρόνια οι ελληνικές παραγωγές –αν κι η συγκεκριμένη δεν είναι αμιγώς ελληνική μιας κι έχει και ισπανική συμβολή- ρίχνουν επιτέλους λεφτά στις ταινίες που γυρίζουν σε μια προσπάθεια να κοιτάξουν στα μάτια το Hollywood.
Βέβαια, επειδή έχουμε να κάνουμε με μια ταινία που ασχολείται με τη ζωή ενός υπαρκτού προσώπου, θεωρώ δύσκολο να μην σταθεί κανείς στην ιστορική πιστότητα. Όχι για κανέναν άλλο λόγο, αλλά γιατί στο τέλος του κατά τ’ άλλα εξαιρετικού trailer εμφανίζεται η φράση “γιατί οι Έλληνες αξίζουμε την ιστορία μας”. Ο Θεοτοκόπουλος αναμφίβολα υπήρξε ένας μεγαλειώδης καλλιτέχνης του εξπρεσιονισμού κι αυτό οφείλεται στο έργο του κι όχι στον χαρακτήρα του. Όσο κι αν στην ταινία προσπαθούν να τον αγιοποιήσουν, στην πραγματικότητα ήταν ένας ιδιόμορφος κι εριστικός χαρακτήρας. Αυτό όμως δεν μας τιμάει ως έθνος κι ως χώρα για να φανεί προς τα έξω. Αυτοί όμως που ξέρουν διαπιστώνουν πολύ εύκολα την πληθώρα των ιστορικών ανακριβειών. Δεν θα σταθώ όμως περαιτέρω σ’ αυτό.
Σίγουρα πρόκειται για μια ταινία που ξεπερνάει τα όρια του καλού. Αναλογιζόμενη όμως το μέγεθος των χρημάτων που δαπανήθηκαν θα μπορούσαμε να είχαμε το κάτι παραπάνω. Για τα ελληνικά δεδομένα τα σκηνικά είναι εντυπωσιακά. Η φωτογραφία ιδιαίτερα καλή με εξαίρεση τα εξωτερικά γυρίσματα τη Βενετία που στα δικά μου μάτια φάνταζαν τουλάχιστον φτηνιάρικα. Σαν καρικατούρα από κινούμενα σχέδια με κούκλες τις δεκαετίας του ’70. Ακριβώς τ’ αντίθετο ισχύει σε ότι έχει να κάνει σχέση με τα εξωτερικά γυρίσματα στα Ισπανικά εδάφη. Σε καμία περίπτωση όμως δεν αγγίζουν τα επίπεδα της “Πολίτικης Κουζίνας”. Τα κοστούμια υπέροχα, μεταφέρουν με ομορφιά κι ακρίβεια το πνεύμα τις εποχής. Αλλά αν κάτι είναι πραγματικά εντυπωσιακό κι όμορφο είναι η χρήση των χρωμάτων.
Η σκηνοθεσία από τον Γιάννη Σμαραγδή στην πρώτη του κινηματογραφική απόπειρα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί φιλότιμη. Παίζει με εμπειρίες και συναισθήματα κι ακολουθεί τον ήρωα απ’ το ξεκίνημα στην κορύφωση και στην ολοκλήρωση της καλλιτεχνικής του φύσης. Κάπου όμως το χάνει και πέφτει θύμα φτηνών συναισθηματισμών που ορισμένες στιγμές αγγίζουν τα όρια του μελοδραματισμού. Για τη μουσική του Βαγγέλη Παπαθανασίου τι θα μπορούσε να πει κανείς... Μεγαλοπρεπής, δραματική! Άλλωστε μιλάμε για έναν καλλιτέχνη που δεν χρειάζεται συστάσεις κι έχει αποδείξει επανειλημμένα ότι ξέρει καλά τι πρέπει να κάνει και τι αρμόζει σε κάθε περίσταση.
Πολυεθνικό cast κάτι που έχει σαν αποτέλεσμα να χρησιμοποιεί ο καθένας τη γλώσσα που θέλει όποτε θέλει άσχετα απ’ το ποιος είναι ο συνομιλητής του. Ευτυχώς επικρατεί η χρήση της αγγλικής οπότε δεν έχουμε αυτό το χαμό που επικρατούσε “Στο Μαντολίνο Του Λοχαγού Κορέλι”. Βέβαια απ’ τους Έλληνες ηθοποιούς υπάρχει πρόβλημα όχι στη χρήση της γλώσσας αλλά τις προφοράς. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η προφορά της Δήμητρας Ματσούκα η οποία είναι τουλάχιστον τραγική.
Στηριζόμενος στις θεατρικές του καταβολές ο Nick Ashdon χαρίζει μια πειστικότατη ερμηνεία γεμάτη πάθος, ένταση και δύναμη. Γοητευτικός, με μια απόκοσμη σχεδόν αύρα γεμίζει την οθόνη κάθε φορά που βρίσκεται στο πλάνο, καταφέρνοντας να μαγέψει. Επιπλέον είναι άξιος συγχαρητηρίων για το πεντοζάλη που χόρεψε που θα το ζήλευαν μέχρι και οι Κρητικοί.
Η Laia Marull αποτελεί μια δεσποτική παρουσία στους χώρους των γυρισμάτων. Καταφέρνει μ’ αυτό τον τρόπο να δικαιολογήσει τα πολλά βραβεία της και να δώσει μια συγκινητική ερμηνεία. Όσο για τον Juan Diego Botto στο ρόλο του καρδινάλιου Nino De Guevara συνταράζει μόνο και μόνο λόγο της ομοιότητάς του.
Στους υπόλοιπους ρόλους έχουμε τον Λάκη Λαζόπουλο όπου το γεγονός ότι αποτελεί σύνδεσμο μεταξύ παρόν και παρελθόντος είναι ιδιαίτερα εύστοχο αλλά χωρίς να με κάνει να τον θεωρώ κατάλληλο για τον κινηματογράφο. Η Δήμητρα Ματσούκα υπερφορτισμένη στο ρόλο μιας γυναίκας που θυσίασε τη ζωή της στο όνομα της αγάπης μάλλον παραμένει απλά μια ωραία γυναίκα με μεγάλη μύτη που πρέπει ν’ αποφεύγει τα κοντινά πλάνα. Και μην ξεχνιόμαστε... έχουμε τη μνημειώδη προφορά της που αν όχι για κλάματα είναι τουλάχιστον για γέλια.
Και θέλω σ’ αυτό το σημείο να σταθώ για λίγο στον τελευταίο ρόλο του μεγάλου Σωτήρη Μουστάκα. Στο εξαιρετικό και σκοτεινό ξεκίνημα της ταινίας σε συνδυασμό με την υποβλητική μουσική του Παπαθανασίου ανατρίχιασα και βούρκωσα όταν ανάμεσα στα ονόματα των πρωταγωνιστών εμφανίστηκε αυτό του Σωτήρη Μουστάκα με ένα σταυρό στο πλάι. Φορτισμένος συναισθηματικά, είναι ένας ρόλος που συγκλονίζει χάρη στην αμεσότητά του. Κι είναι εξαιρετικά συγκινητικό να βλέπεις έναν άνθρωπο σαν αυτόν, γεμάτο ζωή στον τελευταίο, έστω κι ολιγόλεπτο ρόλο της καριέρας του σε μια παραγωγή σαν αυτή, που δεν πρόλαβε καν να δει. Κατά τ’ άλλα πολλοί κομπάρσοι, πολλοί επώνυμοι κι ανώνυμοι κάνουν το πέρασμά τους απ’ την ταινία με τον Γιώργο Παλατζίδη, την Ντίνα Κώνστα και την Κατερίνα Χέλμη να μην περνούν απαρατήρητοι.
Συνοψίζοντας, δεν θέλω να κρίνω την ταινία μόνο βάση του ύψους των ποσών που δαπανήθηκαν. Το όνειρο του σκηνοθέτη, το όνειρο μιας ζωής σίγουρα άξιζε κάτι παραπάνω. Παρά τις όποιες δραματουργικές αστοχίες, τους όποιους άσκοπους μελοδραματισμούς και τις όποιες ιστορικές ανακρίβειες, σίγουρα πρόκειται για μια πολύ καλή προσπάθεια. Εξαιρετικές ερμηνείες από τους πρωταγωνιστές, κάπως αδύναμες απ’ τους δευτερεύοντες ρόλους. Μπορεί να μην είναι μια ταινία που θα επιζητήσω να ξαναδώ, σίγουρα όμως δεν έχασα τον χρόνο και τα λεφτά μου. Απλά ελπίζω ότι στην επόμενη τόσο μεγάλη ευκαιρία, ο ελληνικός κινηματογράφος θα μπορέσει να δώσει το κάτι παραπάνω.
Λίγο πριν ο διάσημος ζωγράφος Δομήνικος Θεοτοκόπουλος αντιμετωπίσει την ισπανική Ιερά Εξέταση, μνημονεύει τη ζωή του.
Απ’ τα νεανικά του χρόνια στην πολιορκημένη από τους Ενετούς Κρήτη στη μαθητεία του δίπλα στον Τιτσιάνο στη Βενετία.
Κι απ’ τη Βενετία στις καλλιτεχνικές του ανησυχίες που θα τον οδηγήσουν στο Τολέδο όπου θα γνωρίσει τη σύντροφο της ζωής του και την καταξίωση, που όμως θα συμπέσουν με τη σύγκρουσή του με τον ιερωμένο Nino De Guevara όταν αυτός τον κατηγορεί για βλασφημία.
Προσωπική άποψη:
Μια υπερπαραγωγή που πολλοί περίμεναν επιτέλους έφτασε στις αίθουσες. Το αποτέλεσμα; Σίγουρα καταφέρνει να εκπλήξει ευχάριστα και τον πιο δύσκολο θεατή. Και το πραγματικά ευχάριστο είναι ότι τα τελευταία χρόνια οι ελληνικές παραγωγές –αν κι η συγκεκριμένη δεν είναι αμιγώς ελληνική μιας κι έχει και ισπανική συμβολή- ρίχνουν επιτέλους λεφτά στις ταινίες που γυρίζουν σε μια προσπάθεια να κοιτάξουν στα μάτια το Hollywood.
Βέβαια, επειδή έχουμε να κάνουμε με μια ταινία που ασχολείται με τη ζωή ενός υπαρκτού προσώπου, θεωρώ δύσκολο να μην σταθεί κανείς στην ιστορική πιστότητα. Όχι για κανέναν άλλο λόγο, αλλά γιατί στο τέλος του κατά τ’ άλλα εξαιρετικού trailer εμφανίζεται η φράση “γιατί οι Έλληνες αξίζουμε την ιστορία μας”. Ο Θεοτοκόπουλος αναμφίβολα υπήρξε ένας μεγαλειώδης καλλιτέχνης του εξπρεσιονισμού κι αυτό οφείλεται στο έργο του κι όχι στον χαρακτήρα του. Όσο κι αν στην ταινία προσπαθούν να τον αγιοποιήσουν, στην πραγματικότητα ήταν ένας ιδιόμορφος κι εριστικός χαρακτήρας. Αυτό όμως δεν μας τιμάει ως έθνος κι ως χώρα για να φανεί προς τα έξω. Αυτοί όμως που ξέρουν διαπιστώνουν πολύ εύκολα την πληθώρα των ιστορικών ανακριβειών. Δεν θα σταθώ όμως περαιτέρω σ’ αυτό.
Σίγουρα πρόκειται για μια ταινία που ξεπερνάει τα όρια του καλού. Αναλογιζόμενη όμως το μέγεθος των χρημάτων που δαπανήθηκαν θα μπορούσαμε να είχαμε το κάτι παραπάνω. Για τα ελληνικά δεδομένα τα σκηνικά είναι εντυπωσιακά. Η φωτογραφία ιδιαίτερα καλή με εξαίρεση τα εξωτερικά γυρίσματα τη Βενετία που στα δικά μου μάτια φάνταζαν τουλάχιστον φτηνιάρικα. Σαν καρικατούρα από κινούμενα σχέδια με κούκλες τις δεκαετίας του ’70. Ακριβώς τ’ αντίθετο ισχύει σε ότι έχει να κάνει σχέση με τα εξωτερικά γυρίσματα στα Ισπανικά εδάφη. Σε καμία περίπτωση όμως δεν αγγίζουν τα επίπεδα της “Πολίτικης Κουζίνας”. Τα κοστούμια υπέροχα, μεταφέρουν με ομορφιά κι ακρίβεια το πνεύμα τις εποχής. Αλλά αν κάτι είναι πραγματικά εντυπωσιακό κι όμορφο είναι η χρήση των χρωμάτων.
Η σκηνοθεσία από τον Γιάννη Σμαραγδή στην πρώτη του κινηματογραφική απόπειρα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί φιλότιμη. Παίζει με εμπειρίες και συναισθήματα κι ακολουθεί τον ήρωα απ’ το ξεκίνημα στην κορύφωση και στην ολοκλήρωση της καλλιτεχνικής του φύσης. Κάπου όμως το χάνει και πέφτει θύμα φτηνών συναισθηματισμών που ορισμένες στιγμές αγγίζουν τα όρια του μελοδραματισμού. Για τη μουσική του Βαγγέλη Παπαθανασίου τι θα μπορούσε να πει κανείς... Μεγαλοπρεπής, δραματική! Άλλωστε μιλάμε για έναν καλλιτέχνη που δεν χρειάζεται συστάσεις κι έχει αποδείξει επανειλημμένα ότι ξέρει καλά τι πρέπει να κάνει και τι αρμόζει σε κάθε περίσταση.
Πολυεθνικό cast κάτι που έχει σαν αποτέλεσμα να χρησιμοποιεί ο καθένας τη γλώσσα που θέλει όποτε θέλει άσχετα απ’ το ποιος είναι ο συνομιλητής του. Ευτυχώς επικρατεί η χρήση της αγγλικής οπότε δεν έχουμε αυτό το χαμό που επικρατούσε “Στο Μαντολίνο Του Λοχαγού Κορέλι”. Βέβαια απ’ τους Έλληνες ηθοποιούς υπάρχει πρόβλημα όχι στη χρήση της γλώσσας αλλά τις προφοράς. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η προφορά της Δήμητρας Ματσούκα η οποία είναι τουλάχιστον τραγική.
Στηριζόμενος στις θεατρικές του καταβολές ο Nick Ashdon χαρίζει μια πειστικότατη ερμηνεία γεμάτη πάθος, ένταση και δύναμη. Γοητευτικός, με μια απόκοσμη σχεδόν αύρα γεμίζει την οθόνη κάθε φορά που βρίσκεται στο πλάνο, καταφέρνοντας να μαγέψει. Επιπλέον είναι άξιος συγχαρητηρίων για το πεντοζάλη που χόρεψε που θα το ζήλευαν μέχρι και οι Κρητικοί.
Η Laia Marull αποτελεί μια δεσποτική παρουσία στους χώρους των γυρισμάτων. Καταφέρνει μ’ αυτό τον τρόπο να δικαιολογήσει τα πολλά βραβεία της και να δώσει μια συγκινητική ερμηνεία. Όσο για τον Juan Diego Botto στο ρόλο του καρδινάλιου Nino De Guevara συνταράζει μόνο και μόνο λόγο της ομοιότητάς του.
Στους υπόλοιπους ρόλους έχουμε τον Λάκη Λαζόπουλο όπου το γεγονός ότι αποτελεί σύνδεσμο μεταξύ παρόν και παρελθόντος είναι ιδιαίτερα εύστοχο αλλά χωρίς να με κάνει να τον θεωρώ κατάλληλο για τον κινηματογράφο. Η Δήμητρα Ματσούκα υπερφορτισμένη στο ρόλο μιας γυναίκας που θυσίασε τη ζωή της στο όνομα της αγάπης μάλλον παραμένει απλά μια ωραία γυναίκα με μεγάλη μύτη που πρέπει ν’ αποφεύγει τα κοντινά πλάνα. Και μην ξεχνιόμαστε... έχουμε τη μνημειώδη προφορά της που αν όχι για κλάματα είναι τουλάχιστον για γέλια.
Και θέλω σ’ αυτό το σημείο να σταθώ για λίγο στον τελευταίο ρόλο του μεγάλου Σωτήρη Μουστάκα. Στο εξαιρετικό και σκοτεινό ξεκίνημα της ταινίας σε συνδυασμό με την υποβλητική μουσική του Παπαθανασίου ανατρίχιασα και βούρκωσα όταν ανάμεσα στα ονόματα των πρωταγωνιστών εμφανίστηκε αυτό του Σωτήρη Μουστάκα με ένα σταυρό στο πλάι. Φορτισμένος συναισθηματικά, είναι ένας ρόλος που συγκλονίζει χάρη στην αμεσότητά του. Κι είναι εξαιρετικά συγκινητικό να βλέπεις έναν άνθρωπο σαν αυτόν, γεμάτο ζωή στον τελευταίο, έστω κι ολιγόλεπτο ρόλο της καριέρας του σε μια παραγωγή σαν αυτή, που δεν πρόλαβε καν να δει. Κατά τ’ άλλα πολλοί κομπάρσοι, πολλοί επώνυμοι κι ανώνυμοι κάνουν το πέρασμά τους απ’ την ταινία με τον Γιώργο Παλατζίδη, την Ντίνα Κώνστα και την Κατερίνα Χέλμη να μην περνούν απαρατήρητοι.
Συνοψίζοντας, δεν θέλω να κρίνω την ταινία μόνο βάση του ύψους των ποσών που δαπανήθηκαν. Το όνειρο του σκηνοθέτη, το όνειρο μιας ζωής σίγουρα άξιζε κάτι παραπάνω. Παρά τις όποιες δραματουργικές αστοχίες, τους όποιους άσκοπους μελοδραματισμούς και τις όποιες ιστορικές ανακρίβειες, σίγουρα πρόκειται για μια πολύ καλή προσπάθεια. Εξαιρετικές ερμηνείες από τους πρωταγωνιστές, κάπως αδύναμες απ’ τους δευτερεύοντες ρόλους. Μπορεί να μην είναι μια ταινία που θα επιζητήσω να ξαναδώ, σίγουρα όμως δεν έχασα τον χρόνο και τα λεφτά μου. Απλά ελπίζω ότι στην επόμενη τόσο μεγάλη ευκαιρία, ο ελληνικός κινηματογράφος θα μπορέσει να δώσει το κάτι παραπάνω.
Βαθμολογία 6,5/10
Ταυτότητα ταινίας:
Ελλ. τίτλος: El Greco
Είδος: Εποχής
Σκηνοθέτης: Γιάννης Σμαραγδής
Πρωταγωνιστές: Nick Ashdon, Juan Diego Botto, Laia Marull, Λάκης Λαζόπουλος, Σωτήρης Μουστάκας, Δήμητρα Ματσούκα, Δημήτρης Καλιβωκάς, Γιώργος Χριστοδούλου
Μουσική: Βαγγέλης Παπαθανασίου
Παραγωγή: 2007
Διάρκεια: 119’
Επίσημο site:
http://www.elgrecothemovie.com/



Ταυτότητα ταινίας:
Ελλ. τίτλος: El Greco
Είδος: Εποχής
Σκηνοθέτης: Γιάννης Σμαραγδής
Πρωταγωνιστές: Nick Ashdon, Juan Diego Botto, Laia Marull, Λάκης Λαζόπουλος, Σωτήρης Μουστάκας, Δήμητρα Ματσούκα, Δημήτρης Καλιβωκάς, Γιώργος Χριστοδούλου
Μουσική: Βαγγέλης Παπαθανασίου
Παραγωγή: 2007
Διάρκεια: 119’
Επίσημο site:
http://www.elgrecothemovie.com/






3 Σχόλια:
Wraio ergaki alla xwris kamia idiaiteri sugkinisi.Kales ermineies alla kai pali xwris kati to idiaitero.
ΤΙ ΛΕΤΕ ΡΕ ΠΑΙΔΙΑ;ΝΑ ΒΑΛΩ ΤΙΣ ΦΩΝΕΣ;ΗΤΑΝ ΕΡΓΑΡΑ,ΟΧΙ ΜΑΛΑΚΙΕΣ!!!!ΠΟΙΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΥΖΙΝΑ ΚΑΙ ΠΑΠΑΡΙΕΣ;ΟΛΑ ΤΑ ΛΕΦΤΑ ΗΤΑΝ Η ΤΑΙΝΙΑ!
Είδα πρόσφατα την ταινία αυτή σε DVD. Κάτι που έμαθα από κει είναι, οτι η ταινία του Σμαραγδή βασίζεται σε μυθιστόρημα Έλληνα πεζογράφου. Πρόκειται επομένως για την μεταφορά βιβλίου στην μεγάλη οθόνη και συνεπώς έχουμε να κάνουμε με μυθοπλασία και όχι με ιστορική ταινία. Ο Δομίνικος δεν είχε προβλήματα με την Ισπανική Ιερά Εξέταση, ούτε ήταν κανένας επαναστάτης τύπου Καραβάτζιο ή Μικελάντζελο. Οι πίνακές του είναι κατά βάσιν σκοτεινοί, εν αντιθέση με την αναζήτηση του φωτός που αναφέρει η ταινία. Επίσης τα θεματά του ήταν κυρίως θρησκευτικού/ χριστιανικού περιεχομένου. Ποίες ρίζες αναζητούσε; Αυτά όλα οφείλονται στον συγγραφέα, όχι στον σκηνοθέτη. Αυτός απλά τα μετέφερε. Και δυστυχώς σε αυτό το σημείο θέλω να πω, οτι η σκηνοθεσία του Σμαραγδή δεν είναι καλή. Είναι επίπεδη, πεζή, άνευρη, καδραρισμένη. Να βγάλουμε το πλάνο και μπάστα! Υπάρχουν ερασιτέχνες που φτιάχνουν καλύτερα πράγματα με μια κάμερα και μόνο. Η ταινία ήταν βαρετή. Γιατί βάζει ο σκηνοθέτης την Ματσούκα ντυμένη καλόγρια να λέει στον συμπρωταγωνιστή της οτι δεν μπορεί να τα βάλει με τον πατέρα της; Αφού ακούμε την φωνή του ιδίου που τα αφηγείται! Νόμιζε ο σκηνοθέτης οτι οι θεατές είναι τόσο κουτοί που δεν θα καταλάβαιναν που πάει το πράγμα με την καλόγρια Ματσούκα; Η οποία, πρέπει να πω, οτι δεν με ενόχλησε. Ούτε ο Λαζόπουλος, που ερμήνευσε μια χαρά τον ρόλο του. Δυστυχώς ο μακαρίτης ο Μουστάκας ήταν μια απογοήτευση, καθώς δεν απέφευγε τους γνωστούς του μανιερισμούς (τον απότομο, κοφτό τρόπο που μιλάει πάντα σε όλες του τις ταινίες, τα γελάκια γριας μάγισσας κτλ.), αν και είχε τον καλύτερο ρόλο. Ρε φίλε, εκείνη την στιγμή είσαι ο Τιτσιάνο - υποδήσου τον διαφορετικά! Αισθανόμουν σαν να έβλεπα τον πάτερ Γκομένιο να μιμείται κάποιον, όχι πάντως τον Τιτσιάνο, που θα περίμενα ενας σπουδαίος ηθοποιός να τον υποδηθεί αλλιώς... Ο τύπος που έπαιζε τον Γκεβάρα, αλλά και αυτός που ερμήνευε τον Δομίνικο - ε, δεν ήσαν και κα΄τι το ιδιαίτερο... Τα κοστούμια και οι σκήνες στο εργαστήριο της Βενετίας ήσαν καλά για τηλεοπτική συμπαραγωγή.
Αυτά... notis-o-talas
Δημοσίευση σχολίου