Συνοπτική περίληψη του έργου:
Ένας νεαρός δάσκαλος του τένις, πιάνει φιλίες με κάποιον μαθητή του, ο οποίος ανήκει σε μια πλούσια οικογένεια.
Η άνοδός του στον λεγόμενο καλό κόσμο είναι αστραπιαία, αλλά ο χαρακτήρας του θα τον μπλέξει σε ερωτική σχέση με δύο γυναίκες.
Η μία είναι η αδερφή του φίλου του, την οποία παντρεύεται, ενώ η άλλη είναι η αρραβωνιαστικιά του φίλου του. Όπως όμως σε όλα τα παιχνίδια, πρέπει να υπάρξει μόνο ένας νικητής.

Προσωπική άποψη:
Δεν ξέρω αν θα ακουστεί ως ιεροσυλία αυτό που θα πω, αλλά ο Woody Allen παρά το γεγονός ότι μέσα στα 40 και χρόνια του στον χώρο, έχει καταφέρει να κάνει μια αξιοζήλευτη καριέρα και να θεωρείται ως ένας από τους κορυφαίους δημιουργούς, προσωπικά δεν με συγκίνησε ποτέ ιδιαίτερα. Ίσως αυτό βέβαια να οφείλεται στο γεγονός ότι οι κωμωδίες οι οποίες αποτέλεσαν την κύρια ενασχόλησή του, δεν άνηκαν ποτέ στην αγαπημένη μου κατηγορία. Ίσως αυτός να ήταν και ο λόγος που το “Match Point”, ως μια δραματική ταινία από τα χέρια του δημιουργού να μου φάνηκε τόσο ενδιαφέρουσα ως πρόκληση.

Αρχικά διαβάζοντας κανείς την πλοκή θα σκεφτεί πως πρόκειται για άλλη μια ιστορία ερωτικού τριγώνου, δίχως πρωτοτυπία, δίχως τίποτα το καινούργιο να μπορεί να προσφέρει. Και όμως, δεν είναι τυποποιημένη, δεν είναι συνηθισμένη, ακόμα και ο τίτλος δεν είναι τυχαίος. Match point στο τένις είναι εκείνο το σημείο όπου χρειάζεσαι έναν πόντο για να κερδίσεις και όπως σε κάθε αγώνα, θα υπάρχει μόνο ένας νικητής και έναν ηττημένος. Ακόμα και αν νομίζεις πως μπορείς να ελέγξεις τη ζωή σου κάνεις λάθος, καθώς η τύχη είναι εκείνο το στοιχείο που παίζει καθοριστικό παράγοντα στο αν η μπάλα θα περάσει ή όχι τον φιλέ.

Ο Allen βασίζεται περισσότερο στο ενδιαφέρον σενάριο παρά σε μια πολύπλοκη σκηνοθετική άποψη. Το δυνατό χαρτί της ταινίας είναι το σενάριο κι εκεί ακριβώς εστιάζει, φιλοσοφώντας βαθιά μέσα από κάθε σκηνή, κάθε διάλογο, τη δύναμη της μοίρας και της τύχης στην ζωή μας και κατά πόσο αυτές την επηρεάζουν θετικά ή αρνητικά. Ωστόσο, ξέρει πως σε παιχνίδια διλημμάτων ο καλύτερος τρόπος να παίξεις με την κάμερα και με τους πρωταγωνιστές σου είναι να εστιάζεις στα πρόσωπα και στις αντιδράσεις τους. Και όσο και να φαίνεται ότι κάποιες φορές υπάρχουν μεγάλα κενά διαστήματα, στην πραγματικότητα εξυπηρετούν το να σκεφτείς την σκηνή που προηγήθηκε και όχι την αργοπορία της εξέλιξης.

Όμως και η σκηνογραφία και η φωτογραφία της ταινίας δεν πάει πίσω. Ο Remi Adefarasin, με φόντο το μουντό αλλά ταυτόχρονα γοητευτικό Λονδίνο, παίζει με τα υπόβαθρα που του δίνονται, άλλοτε λευκά, γεμάτα φως όπου πρέπει να καταφέρει να τα σκοτεινιάσει όπως σκοτεινιάζουν οι ψυχές των ηρώων και άλλοτε με την παραμυθένια ελευθερία που προσφέρει η εξοχική μεριά της πόλης στους αριστοκράτες φιλοξενούμενούς της.

Ειδική μνεία θα πρέπει να γίνει για τη μουσική επιμέλεια της ταινίας που παίζει με οπερικά κομμάτια που καταφέρνουν άλλες φορές να ντύσουν εξαιρετικά δυνατές σκηνές και άλλες, πιο ανάλαφρες αλλά δίνοντάς τους έναν εξίσου ενδιαφέρον αέρα. Άλλωστε η όπερα είναι επιβλητική από μόνη της, το θέμα είναι να μπορείς να την διαχειριστείς σωστά, κάτι που εδώ επιτυγχάνεται απόλυτα.

Αν σε κάτι πρέπει να παραδεχτώ τον Allen είναι στην ικανότητα που έχει να καθοδηγεί τους ηθοποιούς που πέφτουν στα χέρια του, όποιοι κι αν είναι αυτοί, και να βγάζει τον καλύτερό τους εαυτό. Ο Jonathan Rhys Meyers, ίσως το μεγαλύτερο ταλέντο της σύγχρονης Βρετανικής σχολής, μοιάζει εξαιρετική επιλογή στον ρόλο του κεντρικού ήρωα, αφού σε κάθε βλέμμα, σε κάθε έκφρασή του αποτυπώνεται η αναποφασιστικότητα του ήρωα και η ανασφάλειά του καθώς αντιλαμβάνεται ότι μερικές φορές τα πράγματα ξεφεύγουν από τον έλεγχό μας και πρέπει να πάρουμε δραστικές αποφάσεις ή να φανούμε έρμαια της τύχης μας.

Η Scarlett Johansson δεν είναι από τις συμπάθειές μου, όχι γιατί είναι ατάλαντη, σε καμία περίπτωση δεν ισχύει κάτι τέτοιο, αλλά γιατί θα ήθελα να την δω και σε κάτι άλλο. Στην συγκεκριμένη περίπτωση αποτελεί έξοχη επιλογή στο ρόλο της γυναίκας εκείνης που φέρνει τα πάνω κάτι στην ζωή του Chris και τον κάνει να χάνει τον έλεγχό της. Πίσω από το γλυκό της πρόσωπο μπορεί όχι απλά να βρίσκεται μια σέξι γυναίκα που αποπνέει άπλετο ερωτισμό, αλλά η γυναίκα εκείνη όπου μπορεί να κρύβει ένα τέρας έτοιμο να ξεσπάσει και να κατασπαράξει τις σάρκες των θυμάτων της χωρίς να υπολογίζει το κόστος.

Εξαιρετικές όμως είναι και οι υπόλοιπες παρουσίες, απόλυτα ταιριαστές στον κάθε ρόλο, ικανές να συμπληρώσουν το ερμηνευτικό πάζλ. Εξέχοντες όλων των παρουσιών αυτές των Emily Mortimer και του συμπαθέστατου Matthew Goode, που συμπληρώνουν τις πλευρές του ερωτικού αυτού τετραγώνου.

Ίσως η ωριμότερη δραματική δουλειά που έχει κάνει ποτέ ο Woody Allen, κάνοντάς με να αισθάνομαι τύψεις για τις όποιες ανασφάλειες μου προκαλούσε το όνομά του και αναμφίβολα απ’ τις πιο καλές ταινίες εκείνης της χρονιάς. Ένα φιλοσοφημένο και γεμάτο σασπένς σενάριο που έρχεται να κορυφωθεί τα τελευταία 15 λεπτά απ’ το ανέλπιστα εντυπωσιακό και μη αναμενόμενο φινάλε του. Συνιστάται ανεπιφύλακτα!
Βαθμολογία 8,5/10

Ταυτότητα ταινίας:
Ελλ. τίτλος: Match Point
Είδος: Κοινωνική
Σκηνοθέτης: Woody Allen
Πρωταγωνιστές: Jonathan Rhys Meyers, Scarlett Johansson, Penelope Wilton, Brian Cox, Matthew Goode, Emily Mortimer
Παραγωγή: 2005
Διάρκεια: 124’

Επίσημο site:
http://www.matchpoint.dreamworks.com/main.html