Συνοπτική περίληψη του έργου:
Κατά τη διάρκεια της άνθησης του εγκλήματος το 1930, ομοσπονδιακοί πράκτορες βρίσκονται στο κατόπι περιβόητων αμερικανών γκάνγστερ όπως ο John Dillinger, ο Baby Face Nelson και ο Pretty Boy Floyd.

Προσωπική άποψη:
Πραγματικά λυπάμαι όταν παρακολουθώ ταινίες που έχουν όλα τα φόντα να χαρακτηριστούν εργάρες και τελικά το μόνο πετυχαίνουν είναι να αγγίξουν την μετριότητα. Όχι, δεν μιλάω με καμία απολύτως εμπάθεια απέναντι στην δουλειά του Michael Mann που αν είχε παίξει διαφορετικά όλα τα δυνατά τα χαρτιά που πέρασαν από τα χέρια του, θα μπορούσε να έχει κερδίσει ένα στοίχημα που ενώ σαν ιδέα φάνταζε εύκολο να κεδηθεί, από την αρχή μέχρι και την μέση τουλάχιστον της θέασης μας έκανε να πιστέψουμε ότι δεν έχει καμία ελπίδα να ανακάμψει. Ας μην μιλήσω όμως άλλο με γενικότητες και ας περάσω στο προκείμενο.

Ο Mann, ειδικά για τα δικά του στάνταρ και δεδομένα, ξεκινάει να μας παρουσιάσει μια ταινία η οποία στερείται, όχι υπόθεσης αλλά, νεύρου και έντασης. Οι χαρακτήρες του αναλώνονται σε πράξεις που ενώ έχουν βαθύτερα κίνητρα δεν βγαίνουν στην επιφάνεια έτσι που να μπορούμε ως θεατές να μπούμε στη θέση και την λογική τους ενώ από την άλλη, το πάθος και η ένταση μοιράζονται με το σταγονόμετρο, λες και του είπε κανείς ότι αν αυξήσει την δόση θα πάθουμε κρίση. Λυπάμαι που το λέω αλλά, θα πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι καμιά φορά η στέρηση είναι χειρότερη της υπερβολής, ιδιαίτερα σε μια ταινία η οποία πέραν του βιογραφικού της χαρακτηρισμού έχει και εκείνον της δράσης.

Φυσικά, και για να μην γίνομαι άδικη, από τα μέσα και έπειτα της ταινίας, προσπαθεί να σώσει την παρτίδα όμως το παιχνίδι είναι ήδη χαμένο και κατά βάθος το ξέρει. Αυτό φαίνεται από την ανισότητα ανάμεσα στις σκηνές και την δυναμική τους, την απελπισία του διακατέχει τους ήρωες και το σκηνικό γύρω τους προκειμένου να αυξηθούν οι δείκτες της αδρεναλίνης μας. Λυπάμαι για πολλοστή φορά στην διάρκεια του κειμένου αυτού αλλά ο Mann με οδήγησε στο σημείο να σκεφτώ ότι ακόμα και αν είχε όλη την καλή διάθεση να σώσει την κατάσταση, να έπρεπε τελικά να παραμείνει στον αρχικό του δρόμο, έστω και αν δεν ήταν εκείνος που θα έπρεπε να έχει ακολουθήσει εξ' αρχής. Δεν μπορούμε φυσικά να τα έχουμε όλα σ' αυτή την ζωή οπότε ίσως και να πρέπει εμείς να είμαστε που θα συμβιβαστούμε.

Ο Johnny Depp φαντάζει ιδανικός για τον ρόλο του, και πιστέψτε με ότι δεν το λέω λόγο συμπάθειας, ωστόσο η ερμηνεία του δεν μπορεί να σταθεί μέσα στην ταινία αφού το ίδιο της το υπόβαθρο δεν βοηθάει για να γίνει κάτι τέτοιο, στερώντας του έτσι μια πολλή καλή ευκαιρία να προσθέσει μια ακόμα αξιόλογη ταινία στο βιογραφικό του. Οι υπόλοιποι χαρακτήρες δίνουν την αίσθηση φαντασμάτων που περιφέρονται στον χώρο καθότι είναι τόσο άνευροι και άχρωμοι που σχεδόν ξεχνάς ότι υπάρχουν. Η ευθύνη σαφέστατα δεν πέφτει στις πλάτες τους αφού αν μη τι άλλο έχουν αποδείξει αν αξίζουν στον χώρο με την Cotillard μάλιστα να έχει πάρει πρόσφατα το κορυφαίο oscar.

Περισσότερο βιογραφική και λιγότερο περιπετειώδης, η ταινία αυτή θα μπορούσε κάλλιστα να μην έχει γυριστεί ποτέ. Ενώ είχε πολύ καλές προδιαγραφές, δυνατό υλικό και μια πραγματικά ενδιαφέρουσα αληθινή ιστορία από πίσω της, το μόνο που πέτυχε ήταν να πλατιάσει και να οδηγήσει σε ένα χαζό και φαφλατάδικο σενάριο που στερήθηκε, όχι μόνο φαντασίας και δράσης αλλά τελικά, ακόμα και ρεαλισμού. Είναι κρίμα, τόσο για τον Mann όσο και για τους συντελεστές της ταινίας καθώς, ενώ θα μπορούσε να στέκει ψηλά, μάλλον πολύ-πολύ σύντομα κανείς δεν θα την θυμάται και θα έχει καταλήξει στα αζήτητα.
Βαθμολογία 4/10

Ταυτότητα ταινίας:
Ελλ. τίτλος: Δημόσιος Κίνδυνος
Είδος: Δράσης
Σκηνοθέτης: Michael Mann
Πρωταγωνιστές: Johnny Depp, Christian Bale, Marion Cotillard, Billy Crudup, Channing Tatum, Leelee Sobieski, Stephen Dorff, Giovanni Ribisi, Emilie de Ravin, David Wenham, Rory Cochrane
Παραγωγή: 2009
Διάρκεια: 143'

Επίσημο site: