Συνοπτική περίληψη του βιβλίου:
Στο νησί Τάρναγκαρ,όπου κυριαρχεί ο νόμος του μυστηριώδους δόκτορα Σιγμούνδου,υπάρχει ένα άσυλο όπου φυλακίζονται όσοι επιμένουν να ονειρεύονται.
Ο Ντάντε είναι το παιδί των μαγειρείων για όλες τις δουλειές. Η Μπία είναι κόρη γιατρών.Οι κόσμοι τους θα συναντηθούν και οι δύο έφηβοι θα μοιραστούν τις ιδέες και τα όνειρά τους.
Όταν όμως εμφανίζεται στο άσυλο ένας νέος ασθενής (επικίνδυνος για τους πολλούς, χαρισματικός γι'αυτούς), θ'αρχίσουν να αναρωτιούνται αν οι υποσχέσεις πάνω στις οποίες έχουν στηρίξει τις ζωές τους έχουν βάση ή αν είναι απλώς ψευδαισθήσεις απ' τις οποίες θα πρέπει να ξεφύγουν μια για πάντα.
Έτσι, αναζητώντας την αλήθεια, ο Ντάντε και η Μπία δραπετεύουν από το νησί,συναντάνε άλλους ελεύθερους ανθρώπους σαν κι αυτούς και υποχρεώνονται να αντιμετωπίσουν το απόλυτο κακό.

Προσωπική άποψη:
Όταν γύρισα και την τελευταία σελίδα αυτού του βιβλίου, αναστέναξα με ανακούφιση. Η ανάγνωσή του με κατέβαλλε, αισθάνθηκα ιδιαίτερα κουρασμένη, πράγμα που δε μου συμβαίνει συνήθως, ακόμα κι όταν κάποιο βιβλίο είναι τελείως βαρετό. Μη βιάζεστε να βγάλετε συμπεράσματα όμως. Ο λόγος που αισθάνθηκα αυτή την κόπωση, καθαρά πνευματική, είναι πολύ συγκεκριμένος και έχει δύο προεκτάσεις. Η πρώτη εξ' αυτών, το γεγονός ότι δεν αισθανόμουν πραγματικά, βαθιά και απόλυτα σίγουρη ότι είχα κατανοήσει το μυθιστόρημα αυτό εις βάθος, φέρνοντας ξανά και ξανά στο μυαλό μου στοιχεία τα οποία ίσως να ήταν σημαντικά κι εγώ, δεν είχα καταφέρει να αποκρυπτογραφήσω. Η δεύτερη είχε να κάνει καθαρά με τον προβληματισμό στον οποίο βυθίστηκα, έναν προβληματισμό που σχετίζεται, όχι μόνο με τις ικανότητες που μπορεί να έχουμε και να μην γνωρίζουμε αλλά, με το που μπορούμε να φτάσουμε προκειμένου να τις κατακτήσουμε.

Για πολύ λίγα βιβλία το τελευταίο διάστημα έχω ισχυριστεί κάτι τέτοιο όμως, νομίζω ότι οφείλω να το επισημάνω προς αποφυγήν πάσης φύσεως παρεξήγησης ή παρανόησης όσων ειπωθούν παρακάτω. Το βιβλίο αυτό δεν είναι εύκολο και απευθύνεται όχι μόνο σε απλούς λάτρεις του φανταστικού αλλά, σε εκείνη την μερίδα αναγνωστών η οποία είναι πρόθυμη να προβληματιστεί και να πάει την σκέψη της ένα βήμα παραπέρα. Αν δεν ανήκετε στην κατηγορία αυτή, τότε ίσως καλύτερα να μην το επιλέξετε και γιατί όχι, ίσως είναι καλύτερο να μην διαβάσετε παρακάτω. Αν συνεχίζετε, πάρα πολύ ωραία αλλά, αν κάψετε εγκεφαλικά κύτταρα, σαν εμένα καλή ώρα, δεν φέρω καμία ευθύνη. Αλλά ποιος ξέρει, μπορεί να σας αρέσει αυτή η αίσθηση 'καψίματος' όσο αρέσει και σε 'μένα. Γιατί καλή η φαντασία όμως, όταν στηρίζεται σε μια λογική πέρα από τα συμβατικά όρια, τα πράγματα είναι ακόμα πιο ενδιαφέροντα.

Βρισκόμαστε λοιπόν σε μια εποχή όπου οι πολίτες των διαφόρων πόλεων μιας χώρας, ζουν κάτω από ένα παράξενο καθεστώς. Σε κάθε τι, ακόμα και στην ίδια τους την ύπαρξη, υπάρχει μια κλίμακα η οποία καθορίζει την ιεραρχία, την δύναμη, την θέση σου στην κοινωνία, από τα ανώτερα μέχρι τα κατώτερα στρώματα, χαρακτηριστικό μάλιστα που κληρονομείται από γενιά σε γενιά. Από όποια τάξη κι αν προέρχεσαι, δεν μπορείς να ανέβεις αλλά ούτε και να κατέβεις, ακόμα και αν το θέλεις αφού, δεν υπάρχουν περιθώρια που να σου επιτρέπουν να το προσπαθήσεις. Όχι πως θα το ήθελε κανείς θα μπορούσε να το πετύχει αφού, αυτή είναι η ιδέα με την οποία ανατρέφεται και γαλουχείται, κάνοντάς τον να υπακούει τυφλά στο κατεστημένο. Παράλληλα, στα δέκατα τέταρτα γενέθλιά του, κάθε πολίτης θεωρείται ενήλικας και με μια καθορισμένη τελετή, αρχίζει να λαμβάνει το Ιχώρ, δημιούργημα και προσφορά του Δόκτορα Σιγμούνδου, αρχηγού και καθοδηγητή όλων όσων βρίσκονται στα εδάφη που ελέγχει, που δεν τους επιτρέπει να κάνουν κακές και βίαιες σκέψεις, προκαλώντας έτσι το χάος, την αναρχία και την εγκληματικότητα.

Και μπορεί να αναρωτιέστε τώρα που ακριβώς βρίσκεται το κακό σε μια χώρα σαν αυτή... Μα φυσικά στο γεγονός ότι κανένας από τους πολίτες της δεν έχει προσωπικότητα, ελεύθερη βούληση, ανεξάρτητη λογική, πνεύμα και ικανότητα να πράττει. Δεν έχει φαντασία, στερείται δημιουργικότητας και το σημαντικότερο όλων, έχει πάψει να ονειρεύεται. Με άλλα λόγια, μιλάμε για μια ρομποτική κοινωνία, όπου τα πάντα λειτουργούν καλοκουρδισμένα, ελεγχόμενα από ένα και μόνο άτομο και για το καλό και μόνο του ανθρώπου αυτού αλλά και για την δύναμη και την εξουσία που έχει στα χέρια του. Σκοπός του δεν είναι η δημιουργία μιας ειδυλλιακής και ειρηνικής κοινωνίας αλλά, μιας κοινωνίας καθ' όλα υποταγμένης, ανίκανης να εναντιωθεί στα θέλω και στα πιστεύω ενός, απόλυτου άρχοντα ο οποίος ωστόσο δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει τα μέσα που φαινομενικά καταδικάζει, προκειμένου να πετύχει τον σκοπό του και να διατηρήσει τον έλεγχο.

Ο Brian Keaney μας συστήνει έναν τρομακτικά ομαλά ρυθμισμένο κόσμο. Αντιλαμβανόμαστε ότι η αρμονία μέσα σε αυτόν δεν είναι τίποτα άλλο από μια ψευδαίσθηση και ανατριχιάζουμε στην ιδέα του απόλυτου ελέγχου, της ολοκληρωτικής καθυπόταξης και της αδυναμίας ή ακόμα χειρότερα, της έλλειψης πάσης επιθυμίας για αντίσταση. Επιπλέον, έχουμε μια καλή εισαγωγή στον κόσμο της οδυλικής ενέργειας, η οποία μας προκαλεί να την ανακαλύψουμε και πολύ περισσότερο, να εξερευνήσουμε, τόσο τις δυνατότητες που αυτή προσφέρει, όσο και τις δυνατότητες που έχουμε εμείς οι άνθρωποι, σε συσχέτιση πάντα με την δύναμη της σκέψης και την αλληλεπίδραση αυτής με κάθε τι υλικό στον κόσμο. Ξέρω, ακούγεται λίγο μπερδεμένο και σε καμία περίπτωση δεν θα ισχυριστώ πως δεν θα μείνετε με απορίες αλλά, ας μην ξεχνάμε ότι πρόκειται απλά για το πρώτο μέρος μιας πολλά υποσχόμενης τριλογίας, την οποία και αδημονώ να συνεχίσω.
Βαθμολογία 9/10

Ταυτότητα βιβλίου:
Συγγραφέας: Brian Keaney
Μεταφραστής: Γασπάρης Νίκος
Εκδόσεις: Πατάκης
Κατηγορία: Ξένη Λογοτεχνία
Έτος Έκδοσης: 2008
Αρ. σελίδων: 274
ISBN: 978-960-16-2507-2