"Ναπολέων" του Emil Ludwig

Τέτοιο είναι το βιβλίο: πολύ κοντά στη ζωή, θαυμαστό για την ορμή και το χρώμα του. Δεν είναι ούτε η κριτική και ντετερμινιστική ιστορία του Αλμπέρ Σορέλ, ούτε οι ατέλειωτες λεπτομέρειες του Φρεντερίκ Μασόν, αν κι έχει τη λογική τού ενός και την ακρίβεια τού άλλου. Αυτό που ο συγγραφέας προσθέτει στην πιο πλατιά ενημέρωση και στην πιο ζωντανή αντίληψη, είναι ένα δραματικό αίσθημα της πραγματικότητας, μια τέχνη ζωγράφου και ανθρώπου του θεάτρου, μια φαντασία που την εξυπηρετεί η πείρα. Έτσι το έργο αυτό διαβάζεται απ’ την αρχή ως το τέλος με θερμό ενδιαφέρον.

Είναι ένα βιβλίο καταπληκτικό. Κάθε στιγμή της ιστορίας γίνεται οπτασία. Στην αρχή μια νέα γυναίκα Κορσικανή, σ’ έναν καταυλισμό, τυλιγμένη με κουβέρτες και βυζαίνοντας το παιδί της. Στο τέλος, μπροστά στο πτώμα που κείτεται ανοιγμένο σταυρωτά, μια φιλονεικία ανάμεσα σε Γάλλους και σε Άγγλους. Ο Αντομάρκι δηλώνει πως το κλίμα της Αγίας Ελένης επιδείνωσε την αρρώστια του Αυτοκράτορα. Οι Άγγλοι το αρνούνται και δηλώνουν πως τα σπλάχνα είναι γερά. Αντί γι’ άλλη απάντηση ο Αντομάρκι περνάει το δάχτυλό του μέσα από την τρύπα του στομαχιού. Ανάμεσα σ’ αυτούς τους πίνακες περνούν όλες οι εικόνες αυτής της καταπληκτικής ζωής. Και πέρα απ’ αυτές τις εικόνες, η εξήγηση δοσμένη με μερικές συναρπαστικές γραμμές. Από τον καιρό που ο Εμίλ Λούντβιχ άρχισε να μελετάει τον Ναπολέοντα, η εξήγηση αυτή δεν άλλαξε σχεδόν. Έτσι διαβάζουμε το καταπληκτικό πορτραίτο του Βοναπάρτη στο στρατό της Ιταλίας. «Τον έπαιρνε κανείς περισσότερο για μαθηματικό ή θεόληπτο παρά για στρατιωτικό». Κι αν χρωστούσε πραγματικά στο συνδυασμό αυτόν τη μεγαλοφυία του; Ταυτόχρονα νιώθουμε τον ιστορικό να ενδιαφέρεται για το χαρακτηριστικό ανέκδοτο. Αφού περιέγραψε την καταπληκτική δραστηριότητα του εικοσιεφτάχρονου στρατηγού, προσθέτει: «Μέσα σ’ αυτές τις ξέφρενες διαδρομές, πάνω απ’ τους αυχένες των βουνών, τα οροπέδια, τα φαράγγια, ανάμεσα στους βρυχηθμούς των κανονιών, των δικών του και του εχθρού, κάποια μέρα σπάει μες στην τσέπη του το τζάμι που προστάτευε τη μινιατούρα της Ιωσηφίνας. Χλώμιασε φρικτά και, σταματώντας τ’ άλογό του, λέει στον Μπουριέν: "Το τζάμι έσπασε, η γυναίκα μου αρρώστησε ή με απατά, εμπρός!"» Τέτοιο είναι το βιβλίο: πολύ κοντά στη ζωή, θαυμαστό για την ορμή και το χρώμα του. Δεν είναι ούτε η κριτική και ντετερμινιστική ιστορία του Αλμπέρ Σορέλ, ούτε οι ατέλειωτες λεπτομέρειες του Φρεντερίκ Μασόν, αν κι έχει τη λογική τού ενός και την ακρίβεια τού άλλου. Αυτό που ο συγγραφέας προσθέτει στην πιο πλατιά ενημέρωση και στην πιο ζωντανή αντίληψη, είναι ένα δραματικό αίσθημα της πραγματικότητας, μια τέχνη ζωγράφου και ανθρώπου του θεάτρου, μια φαντασία που την εξυπηρετεί η πείρα. Έτσι το έργο αυτό διαβάζεται απ’ την αρχή ως το τέλος με θερμό ενδιαφέρον. Ο Ναπολέων: Το Προσκλητήριο των Λαών. Ο Εφιάλτης των Ηγεμόνων. Ο Μεσσίας των Νέων Καιρών. Κάτω απ’ την πνοή του Ναπολέοντος, οι λαοί σ’ όλες τις χώρες έσπαζαν με πάταγο τις αλυσίδες τους. Στην Ισπανία, στην Ιταλία, στην Ελλάδα, στη Λατινική Αμερική, οι υπόδουλοι έβλεπαν στον Ωκεάνειο το σημαιοφόρο της πολιτικής και κοινωνικής τους απελευθέρωσης… «Κι αν ακόμα κι αυτός ο ουρανός υπάρχει φόβος να πέσει, θα τον στηρίξουμε με τις λόγχες μας». Έτσι μιλούσε ο Ναπολέων στους στρατιώτες του την παραμονή μιας μάχης και κείνοι, μ’ ένα στεντόρειο «Ζήτω ο Αυτοκράτορας», εκμηδένιζαν τον αντίπαλο. …Ήταν στη Στρατιά της Ιταλίας. Πολέμησε στο Μαρέγκο. Πήρε μέρος στη μάχη του Αούστερλιτς, έλεγαν για τον απλό γρεναδιέρο ή το δραγόνο, κι όλοι παραμέριζαν με σεβασμό στο διάβα του. Γιατί οι εκστρατείες και οι μάχες αυτές, όπως κι όλες οι άλλες του Βοναπάρτη, είχαν πάντα έναν επικό χαρακτήρα και μια ιστορική σημασία και οι πολεμιστές του συχνά θύμιζαν ομηρικούς ήρωες. Γι’ αυτό έλεγαν με σεβασμό: αυτός ήταν στη Στρατιά της Ιταλίας. Πολέμησε στο Μαρέγκο. Πήρε μέρος στη μάχη του Αούστερλιτς. Ο Ναπολέων είπε: H Μεγαλοφυία είναι ένα μετέωρο που πρέπει να καεί για να φωτίσει τους ανθρώπους. Κι έκανε το Λόγο Πράξη.