"Λόγια νεκρών" του Stuart Neville

Η Σερίνα Φλάναγκαν, αρχιεπιθεωρήτρια της αστυνομίας, αναλαμβάνει την υπόθεση αυτοκτονίας ενός επιχειρηματία της περιοχής με βαριά αναπηρία. Προσπαθώντας να κλείσει την υπόθεση πιάνει τον εαυτό της να ζηλεύει την άνετη ζωή της χήρας του επιχειρηματία και τον φαινομενικά ευτυχισμένο γάμο τους. Ώσπου η στενή σχέση της χήρας με τον εφημέριο της ενορίας τους αρχίζει να τη βάζει σε υποψίες. Πώς όμως θα μπορούσε να αποδείξει όσα υποψιάζεται, με μια σκηνή εγκλήματος χωρίς ευρήματα και χωρίς κανένα αποδεικτικό στοιχείο στη διάθεσή της; Μήπως αυτή τη φορά το ένστικτο της την έχει παραπλανήσει; Την ώρα που ο σύζυγός της πασχίζει να ξεπεράσει τις συνέπειες μιας επίθεσης που παραλίγο να του κοστίσει τη ζωή, και τα παιδιά της είναι νευρικά και δυστυχισμένα, η επιμονή της Σερίνα να ξεκλειδώσει το μυστήριο και να ανακαλύψει τι πραγματικά συνέβη μέσα σε εκείνο το σπίτι μπορεί να της στοιχίσει όχι μόνο τη δουλειά της, αλλά και την οικογένειά της.

"Μια γυναίκα" της Annie Ernaux

Η Annie Ernaux προσπαθεί να ανακαλύψει τα διαφορετικά πρόσωπα της μητέρας της, που πέθανε εξασθενημένη από την αρρώστια που κατέστρεψε τη μνήμη της και της στέρησε τη σωματική και πνευματική της ακεραιότητα. Επιχειρεί να ανασυνθέσει τη ζωή αυτής της γυναίκας που υπήρξε η μητέρα της, μιας γυναίκας δραστήριας και ανοιχτής απέναντι στον κόσμο, που δούλεψε ως εργάτρια πριν ανοίξει το δικό της κατάστημα, που αγωνιούσε να διατηρήσει τη θέση της στην κοινωνία, που ήταν μανιώδης αναγνώστρια και πίστευε ότι «για να ανελιχθείς πρέπει πρώτα να μάθεις». Καλείται όμως να αντιμετωπίσει και τα αντιφατικά αισθήματα που πολλές φορές νιώθει μια κόρη για τη μητέρα της: αγάπη και μίσος, ενοχή, τρυφερότητα, ενόχληση, αλλά κι αυτή τη σπλαχνική και σιωπηλή προσκόλληση απέναντι σ’ αυτή την ηλικιωμένη γυναίκα που δεν ζει πια.
Η γραφή της Ernaux, ακριβής και σαφής, επαναφέρει με τρόπο σαρωτικό αυτή τη μητέρα που ήταν για την κόρη της η προσωποποίηση του Χρόνου και της κοινωνικής συνθήκης της καταγωγής: «Έχασα τον τελευταίο δεσμό που είχα με έναν κόσμο στον οποίο δεν ανήκω πια».

"Το φεγγάρι και οι φωτιές" του Cesare Pavese

«Πού γεννήθηκα δεν ξέρω· δεν υπάρχει σε τούτα τα μέρη ούτε ένα σπίτι, ούτε ένα κομμάτι γης ούτε οστά, για να μπορώ να πω: «Ορίστε, να τι ήμουνα προτού γεννηθώ». Δεν ξέρω αν προέρχομαι από το λόφο ή απ’ την κοιλάδα, από τα δάση ή από κάποιο σπίτι με βεράντες. Το κορίτσι που με παράτησε στα σκαλάκια του καθεδρικού ναού της Άλμπα ίσως να μην προερχόταν καν από την επαρχία, ίσως να ήταν κόρη αφεντάδων κάποιου αρχοντικού, ή μπορεί να μ’έφεραν εδώ μέσα σ’ ένα κοφίνι του τρύγου δυο φτωχές γυναίκες από το Μονιτσέλο, το Νέιβε ή -γιατί όχι;- κι από την Κραβαντσάνα. Ποιος μπορεί να πει από τι σάρκα είμαι φτιαγμένος; Γύρισα τον κόσμο αρκετά, ώστε να ξέρω πως όλες οι σάρκες καλές είναι και ισάξιες, όμως γι’ αυτό ακριβώς ο άνθρωπος κοπιάζει και προσπαθεί να ριζώσει, ν’ αποκτήσει γη και πατρίδα, για να μπορεί η σάρκα του ν’ αξίζει και να βαστάξει λίγο περισσότερο από ένα απλό γύρισμα των εποχών.»

"Στον καιρό των Μάγων 4: Ποτέ και πάντα" της Cressida Cowell

Ο Ζαρ και η Μάγια έχουν βρει τα υλικά για το Ξόρκι Απαλλαγής από Μάγισσες. Τώρα ο Βασιλομάγιστρος τους καλεί για την τελική αναμέτρηση στη Λίμνη των Χαμένων. Πρώτα όμως πρέπει να ανακτήσουν το κύπελλο για την ανάμειξη του ξορκιού από τα έγκατα του Ορυχείου της Ευτυχίας.
Η Μάγια είναι μια Πολεμίστρια που κατέχει μια πανίσχυρη Μαγεία. Ο Ζαρ είναι ένας Μάγος που ελέγχεται από έναν λεκέ Μάγισσας. Αν ενώσουν τις δυνάμεις τους, θα καταφέρουν άραγε να νικήσουν την Τάτσελβορμ, τη θανάσιμη δράκαινα του ορυχείου, και να δραπετεύσουν με το κύπελλο; Και θα είναι το ξόρκι αρκετά ισχυρό για να σπάσει την κατάρα που έχει πέσει στα αγριοδάση; Ή οι Μάγισσες θα κυριαρχήσουν για πάντα;