"Πανκ 57" της Penelope Douglas

Μίσα:
Χαμογελάω διαβάζοντας το γράμμα της.
Της λείπω.
Στην Πέμπτη Τάξη οι δάσκαλοι των σχολείων μας οργάνωσαν ένα πρόγραμμα ανταλλαγής αλληλογραφίας.
Νομίζοντας ότι είμαι κορίτσι, επειδή με λένε Μίσα, μου ανέθεσαν να αλληλογραφώ με τον Ράιεν, που λόγω του ονόματός του νόμιζαν ότι είναι αγόρι.
Ταιριάξαμε απίστευτα και σύντομα αρχίσαμε να διαφωνούμε για τα πάντα: Ποια είναι η καλύτερη πιτσαρία, αν είναι καλύτερα τα Android από τα iPhone, αν ο Έμινεμ είναι ο καλύτερος ράπερ όλων των εποχών.
Για τα επόμενα 7 χρόνια, υπήρχαμε ως Εμείς.
Τα γράμματά της ήταν πάντα σε μαύρο χαρτί με ένα ασημί πλαίσιο.
Μερικές φορές ερχόταν ένα την εβδομάδα, άλλες φορές τρία τη μέρα. Τα έχω ανάγκη. Είναι η μόνη που με καταλαβαίνει, με ηρεμεί και αποδέχεται όλα όσα είμαι.
Υπήρχαν μόνο τρεις κανόνες: Δεν θα ανταλλάξουμε social media, αριθμούς τηλεφώνου ή φωτογραφίες. Είχαμε φτιάξει κάτι μοναδικό, γιατί να το καταστρέψουμε;
Μέχρι που τυχαία πέτυχα στο ίντερνετ τη φωτογραφία μιας κοπέλας που τη λένε Ράιεν, της αρέσει η πίτσα Gallo και πεθαίνει για το iPhone της.
Ποιες οι πιθανότητες να είναι απλώς σύμπτωση;
Γ*μα το, πρέπει να τη συναντήσω.
Και ελπίζω να μη με μισήσω γι’ αυτό.
Ράιεν:
Έχει να μου γράψει τρεις μήνες.
Κάτι συμβαίνει. Πέθανε; Τον συνέλαβαν; Με τον Μίσα όλα είναι πιθανά.
Όμως χωρίς τα γράμματά του, αρχίζω να τρελαίνομαι.
Δεν έχω με κάποιον να επικοινωνήσω. Φταίω. Έπρεπε με κάποιον τρόπο να είχα βρει τον αριθμό του ή μια φωτογραφία του.
Τώρα μπορεί να χάθηκε για πάντα.
Να περπατάω δίπλα του στον δρόμο και να μην το μάθω ποτέ.