"Η ευτυχία των αρχαίων. Η φιλοσοφία ως τέχνη ζωής" της Ilaria Gaspari

Όλα ήταν μπροστά στα μάτια μου και δεν έβλεπα τίποτα. Ξάφνου τα πάντα γίνονται τρομαχτικά απλά. Αυτά τα βιβλία που είχα χρόνια να τα ξεφυλλίσω, όχι απλώς πρέπει να τα ανοίξω, όχι απλώς πρέπει να τα ξαναδιαβάσω: πρέπει να τους επιτρέψω να με διδάξουν κάτι, να με διαπαιδαγωγήσουν, για τα καλά αυτή τη φορά. Αντί να υποκύψω στην απαισιοδοξία, θέλω να μάθω να ζω. Θα θεραπευτώ με τη φιλοσοφία, όπως οι αρχαίοι. Για να βρω ένα νόημα στη φράση που είναι χαραγμένη στον ναό του Απόλλωνα: γνῶθι σαὐτόν – τι να σημαίνει άραγε;
Τι θα συνέβαινε αν στα καλά καθούμενα αποφασίζαμε να γνωρίσουμε τον εαυτό μας, όπως έκαναν οι αρχαίοι Έλληνες; Και αν, για να το κάνουμε αυτό, διαλέγαμε ως δασκάλους μας τον Παρμενίδη, τον Επίκτητο και τον Πύρρωνα, τον Επίκουρο και τον Διογένη; Θα μπορούσαμε να ανακαλύψουμε ότι στην ουσία οι σχολές της αρχαιότητας δεν έκλεισαν ποτέ εντελώς…
Μέσα από ένα χρονικό έξι «φιλοσοφικών» εβδομάδων, που καθεμιά την έζησε με βάση τις αρχές μιας διαφορετικής σχολής, η Ιλάρια Γκάσπαρι μας οδηγεί σε ένα ασυνήθιστο υπαρξιακό πείραμα, άλλοτε σοβαρότατο και άλλοτε ξεκαρδιστικό.
Θα ανακαλύψουμε πώς, υπακούοντας στους δυσνόητους κανόνες της πυθαγόρειας σχολής, μπορούμε να θεραπεύσουμε την παθολογική οκνηρία, ενώ τα παράδοξα του Ζήνωνα θα μας φωτίσουν κάποιες παράξενες αντιφάσεις στον τρόπο με τον οποίο έχουμε συνηθίσει να αξιολογούμε τον ρυθμό της ζωής μας. Και αν το να είμαστε επικούρειοι δεν είναι τόσο ευχάριστο όσο φαίνεται, ο κυνισμός μπορεί να μας προσφέρει απρόσμενες χαρές.

"Το τάνγκο" του Jorge Luis Borges

«Για να εξετάσουµε την ιστορία του τάνγκο, θα αρχίσουµε από το σκηνικό, από την ατµόσφαιρα, ύστερα θα περάσουµε στα πρόσωπα του τάνγκο, κατόπιν στην εξέλιξή του, που µετράει πλέον πολύ περισσότερο από µισό αιώνα, κι ύστερα ίσως να διακινδυνεύσω και κάποια δειλή παρατήρηση για το παρόν και το µέλλον του τάνγκο. Και ενδεχοµένως να µπορούσαµε να θυµηθούµε και την ανάλογη εξέλιξη της τζαζ, της hot jazz, των ποταµόπλοιων του Μισσισσιππή, ακόµα και την cool jazz κάποιων διανοούµενων µουσικών του Σικάγο και της Καλιφόρνια, µακριά από τον τόπο και το περιβάλλον της προέλευσής της».
Χάρη στα τρεις χιλιάδες πέσος, που συνοδεύουν το Δεύτερο Βραβείο Λογοτεχνίας του δήµου του Μπουένος Άιρες, ο Μπόρχες αφοσιώνεται ολόκληρο το έτος 1929 σε µια έρευνα για τον ποιητή Εβαρίστο Καρριέγο, έρευνα που µετατρέπεται σε µια βαθιά και αποκαλυπτική µελέτη για τον κόσµο του τάνγκο. Πάνω από τριάντα χρόνια µετά, αυτός ο κόσµος, µέσα από τον οποίο είχε γνωρίσει τον υπόκοσµο της πόλης του Μπουένος Άιρες, αναβιώνει σε τέσσερις διαλέξεις που δίνει τις Δευτέρες του Οκτωβρίου του 1965, στις επτά το απόγευµα, σε ένα διαµέρισµα της συνοικίας Κονστιτουσιόν. Διαυγής και πνευµατώδης, ο Μπόρχες «συνοµιλεί» µε τους κοµπαδρίτο, τους µάγκες, τους ευκατάστατους µόρτηδες και «επισκέπτεται» τα κακόφηµα σπίτια και τις µιλόνγκες, αναζητώντας την προέλευση, τα σύµβολα, τους µύθους και τη στιχουργική της εµβληµατικής µουσικής του Ρίο ντε λα Πλάτα.

"Σαν μυθιστόρημα (νέα έκδοση)" του Γιάννη Κιουρτσάκη

Τώρα τό ἔχεις καταλάβει: μόνο ἄν κάνεις τή ζωή σου μυθιστόρημα κοιτάζοντας τόν ἄλλον σάν νά ᾿τανε ὁ ἑαυτός σου καί τόν ἑαυτό σου σάν νά ἦταν ἄλλος, ἀνακαλύπτεις τή σκληρή ἀλήθεια τῆς ζωῆς σου. Ναί, εἶναι παράξενο, μά τώρα πιά τό ξέρεις: μόνο ἄν δεῖς τή ζωή σάν μυθιστόρημα, ἀγγίζεις τόν κρυφό πυρήνα τῆς ζωῆς.
Νά τί ἀποκαλύπτει, ὅσο γράφεται, τοῦτο τό βιβλίο στόν συγγραφέα του. Ἕνα πρωτότυπο βιβλίο, γιατί, ἐνῶ ξεκινάει ὡς αὐτοβιογραφία, μεταμορφώνεται ἐξαρχῆς σέ μυθιστόρημα, καθώς ὁ ἀφηγητής σχηματίζει μέ τόν πρόωρα χαμένο ἀδερφό του ἕνα διπλό μυθικό σῶμα – τό Δίκωλον. Ἔτσι, ἡ ἀφήγηση καταδύεται στή συλλογική μνήμη μιᾶς οἰκογένειας καί μιᾶς χώρας, χτίζοντας τό βιβλίο πάνω σ’ ἕνα θεμελιακό θέμα –τό Ἴδιο καί τό Ἄλλο– σέ ἀναρίθμητες παραλλαγές: ζωή καί θάνατος, νεκρός καί ζωντανός, ἐγώ καί ο ἄλλος, μέσα καί ἔξω, σπίτι καί πόλη, οἰκογένεια καί κόσμος, ἐδῶ καί ἐκεῖ, παρόν καί παρελθόν, μύθος καί ἱστορία. Ἐμβληματικό παράδειγμα: ἡ Ἑλλάδα καί ἡ Εὐρώπη, ἰδωμένες στήν ἀναγκαία ὅσο καί αντιφατική τους σχέση, μέσ᾿ ἀπό τήν ὁποία ὁ ἀναγνώστης θά ἀναγνωρίσει βασικές ὄψεις τῆς Ἱστορίας τοῦ εἰκοστοῦ αἰώνα, ἀλλά καί τόν μύθο τους, ὅπως τόν βιώνουν οἱ ἥρωες. Καί, στό βάθος τῆς εἰκόνας, τά μεγάλα ὑπαρξιακά- ὀντολογικά ἐρωτήματα πού μᾶς βασανίζουν ὅλους – ἥρωες, συγγραφέα και ἀναγνώστη: Ποιός εἶμαι; Ποιό εἶναι τό σύμπαν μέσα στό ὁποῖο ἀναδύθηκα; Καί πῶς μπορῶ νά μοιραστῶ μέ τόν ἄλλον ἄνθρωπο τό σύμπαν πού κρύβω μέσα μου; Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι τό βιβλίο, πού ἀρχίζει μέ τήν τραγική ἀπουσία-παρουσία ἑνός νεκροῦ, τελειώνει μέ τή γέννηση τοῦ ἔρωτα – ἄρα μέ τήν κατάφαση στή ζωή.

"Ο υποβολέας" του Donato Carrisi

Έξι ακρωτηριασμένα αριστερά χέρια, τοποθετημένα σε κυκλικό σχηματισμό, ανακαλύπτονται θαμμένα σε ένα ξέφωτο στην καρδιά του δάσους. Τα πέντε μοιάζουν να ανήκουν σε κορίτσια, ηλικίας οχτώ ως δεκατριών ετών, που εξαφανίστηκαν πρόσφατα μέσα σε διάστημα λίγων ημερών. Ντέμπι. Άνεκε. Σαμπίν. Μελίσα. Κάρολαϊν. Το έκτο παραμένει αδιευκρίνιστο, ενώ δε βρίσκεται κανένα άλλο ίχνος.
Την υπόθεση αναλαμβάνει η νεαρή πράκτορας Μίλα Βάσκες, ειδική στα θέματα εξαφανισμένων παιδιών. Δυναμική και σίγουρη για το πώς γίνονται τα πράγματα, έχει πίσω της μια δική της τραγική ιστορία. Η Μίλα καλείται να συνεργαστεί με τον διάσημο εγκληματολόγο Γκόραν Γκαβίλα, έναν ακατάστατο και ιδιαίτερα συγκρουσιακό άνθρωπο.
Οι δυο τους αναπτύσσουν μια ιδιαίτερη σχέση, και, όσο περισσότερo ξετυλίγουν το κουβάρι των σκοτεινών μυστικών του δάσους, τόσο περισσότερο η ζωή του ενός μοιάζει να βρίσκεται στα χέρια του άλλου. Δράστης φαίνεται να είναι ένας σαδιστής κατά συρροή δολοφόνος, που κατευθύνει την ομάδα στην ανακάλυψη των χαμένων νεκρών παιδιών, ένα προς ένα. Κάθε άψυχο σώμα φέρει ένα σημάδι, που καταλήγει σε «άντρες υπεράνω υποψίας», λύκους με προβιά προβάτου…