"Από τη μεριά του προβάτου" της Δέσποινας Χαραλάμπους

Έπιασα το βιβλίο με τα δυο μου χέρια για να πιστέψω ότι ήταν αληθινό. Γύρισα στο οπισθόφυλλο. Έλειπε το μισό –κάθετα-, έτσι όπως ήταν κομμένο καμία φράση δεν άρχιζε. Όλες τέλειωναν, η μία κάτω από την άλλη.
…εν θα έρθει ποτέ.
…ο όνειρο έσβησε.
…ην άγρια νύχτα.
…ύτρα του κακού.
…λον ποδοπατήθηκε.
…έτυχε η δοκιμή.
…ότε θα μιλήσεις;
…εννήθηκες λειψός.
Εγώ όμως τις θυμόμουν μία προς μία, ολόκληρες. Τι αναμνήσεις… Το ίδιο βιβλίο είχαμε στο πατρικό μου σπίτι -θαυμαστά ακέραιο μέχρι που έφυγα από κει-, ένα από τα τρία που χρησιμοποιούσε η μάνα μου για να μας δέρνει όταν γυρνούσαμε με τον αδελφό μου βρώμικοι και χτυπημένοι από τη βόλτα στη γειτονιά.
Δεν ξέρω αν ήταν σπουδαίο ή σπάνιο, κάτι σαν συμβουλές αυτοβελτίωσης θυμάμαι, γι αυτό το διάλεξε η μάνα μου μαζί με τα άλλα, τη «Δίκαιη Τιμωρία» και τον «Θηριοδαμαστή». Ναι, σωστά, ακριβώς αυτό είναι… ξεφύλλισα λίγο τις μέσα σελίδες, τούτο δω ήταν πιο καθαρό, αν και σκισμένο από πίσω. Οι μνήμες με κατέκλυσαν, δεν το είχα ξαναδεί από τότε, σχεδόν ένιωσα την αίσθηση των σελίδων στην πλάτη μου. «Γιατί το έπιασες με τα βρομόχερά σου; Είσαι μέσα στο αίματα ρε βλάκα», ο αδελφός μου με συνέφερε από την ονειροπόληση. «Ρίξτο κι αυτό μαζί με τα πτώματα στο διπλανό δωμάτιο. Έχω ήδη αδειάσει τη βενζίνη. Έλα, γρήγορα, πρέπει να την κάνουμε!»