"Σμύρνη: Ούτε είδες ούτε θα ματαδείς ένα τέτοιο θάμα"

Η επέτειος των εκατό χρόνων από την κορύφωση της Μικρασιατικής Καταστροφής έδωσε την ευκαιρία για ένα πληρέστερο αναστοχασμό πάνω σε μια ιστορική Στιγμή εξαιρετικά σημαντική στην ιστορία των Ελλήνων, της Ευρώπης αλλά και της Εγγύς Ανατολής. Μια Στιγμή, που όμως δεν αναδείχθηκε, δεν μελετήθηκε πλήρως, δεν έγινε κοινό κτήμα όλου του ελληνισμού. Έπρεπε να περάσουν επτά δεκαετίες από τότε για να έρθει η ώρα της μερικής δικαίωσης με την ομόφωνη αναγνώριση από τη Βουλή των Ελλήνων της Γενοκτονίας που υπέστη ο ελληνισμός της Μικράς Ασίας στον γενέθλιο χώρο.
Η αναγνώριση της Γενοκτονίας συμβόλιζε τη γεφύρωση του χάσματος μεταξύ των προσφυγικών πληθυσμών και του κράτους, και υπήρξε απόρροια των δυνατοτήτων που πρόσφερε η εποχή της κοινωνίας των πολιτών. Η γεφύρωση αυτή, όμως, δεν οδήγησε σε μια βαθύτερη προσπάθεια αυτογνωσίας και διαμόρφωσης ενός ερμηνευτικού σχήματος που θα ενσωματωνόταν στο εθνικό αφήγημα και θα αναπαραγόταν μέσα από τις εκπαιδευτικές διαδικασίες. Και αυτή η διαπίστωση αφορά τόσο τις κυρίαρχες δυνάμεις του πολιτικού συστήματος όσο και τους φορείς της επίσημης ιστοριογραφίας. Ζητήματα όπως η πολιτική του τουρκικού εθνικισμού στην Ανατολή και οι γενοκτονίες των χριστιανικών λαών, καθώς και οι σταλινικές διώξεις δεν θα απασχολήσουν ούτε κατ’ ελάχιστον τους κυρίαρχους ελλαδικούς ιστοριογραφικούς προσανατολισμούς. Η αναγνώριση του γεγονότος ότι διαπράχθηκε γενοκτονία κατά των ελληνικών πληθυσμών στην Ανατολή από τον καθ’ ύλην αρμόδιο διεθνή ακαδημαϊκό οργανισμό, τον International Association of Genocide Scholars (IAGS), ή η παραδοχή του ιστορικού αυτού γεγονότος από σημαντικούς Τούρκους ιστορικούς, ελάχιστα άλλαξε τα παραδοσιακά αρνητικά στερεότυπα της ιστοριογραφίας μας.
Σε όλες αυτές τις δεκαετίες της σιωπής οι ίδιοι οι πρόσφυγες κάλυψαν το κενό με μια πολύ σημαντική πνευματική εργασία, που υποστηρίχθηκε εκδοτικά είτε από τους συλλόγους, είτε από αυτούς τους ίδιους. Η παράδοση αυτή συνεχίζεται και σήμερα με μια αξιοσημείωτη ερευνητική αλλά και λογοτεχνική παραγωγή. Με τον τρόπο αυτό η γνώση καταγράφεται και κωδικοποιείται επιτρέποντας στις νεότερες γενιές των προσφύγων του ’22 αλλά και του υπόλοιπου ελληνικού έθνους, να αποκαταστήσουν τη σχέση τους με το ιστορικό παρελθόν και να προτείνουν στη σύγχρονη Ελλάδα την πνευματική επανασύνδεση με τον ελληνισμό της καθ’ ημάς Ανατολής.
Ακριβώς αυτή την επανασύνδεση επιχειρεί το συλλογικό έργο «Σμύρνη. Ούτε είδες, ούτε θα ματαδείς ένα τέτοια θάμα» παρουσιάζοντας όλες τις πλευρές ενός ανεπανάληπτου φαινομένου, όπως υπήρξε η ελληνική Σμύρνη. Παραδίδεται έτσι μια μοναδική παρακαταθήκη στους επιγόνους. Η επικέντρωση στη Σμύρνη έχει ιδιαίτερη σημασία γιατί απ’ όλες τις ελληνικές περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, απ’ όλες τις θαυμαστές πόλεις όπου άνθισε ο ελληνισμός, η Σμύρνη ήταν η κορυφαία. Γι αυτό ακριβώς και οι νικητές του 1922 την κατέστρεψαν με αυτό τον βάρβαρο τρόπο. Οπότε έχει ιδιαίτερη αξία και είναι πολύ σημαντικό να κατατίθενται στον δημόσιο χώρο μελέτες που αποσκοπούν να διασαφηνίσουν ακόμα περισσότερο σκοτεινές πλευρές εκείνου του απωθημένου παρελθόντος.