"Έρωτας στον επόμενο σταθμό" της Monica Gutierrez

H Σίγκριντ είναι έτοιμη να παραιτηθεί από το ξενοδοχείο που εργάζεται και να αναλάβει τη δουλειά των ονείρων της ως συντηρήτρια αρχαιοτήτων σε μουσείο. Για αποχαιρετιστήριο δώρο, η φίλη της η Άνχελα την παίρνει μαζί της στο ετήσιο συνέδριο των ξενοδόχων, που αυτή τη φορά διεξάγεται στο Μπέλμοντ Βενετία-Σεμπλόν Οριάν Εξπρές. Μαζί με το κουνέλι της, η ιστορικός θα διασχίσει την καρδιά της Ευρώπης με το τρένο, όταν μια αναπάντεχη συνάντηση θα την εκτροχιάσει.
Μετά από περιηγήσεις σε ιστορικές πόλεις, πεντανόστιμα φαγητά, την αίγλη πεντάστερων μπουτίκ ξενοδοχείων, τη μουσική του Ed Sheeran, κάτω από τη βροχή και υπό το φως των αστεριών, την αντανάκλαση του χιονιού και τον κρότο των πυροτεχνημάτων, θα αποκαλυφθούν σοβαρά μυστικά, θα λυθούν κωμικές παρεξηγήσεις, θα ληφθούν αποφάσεις. Και φυσικά, όπως πάντα, η αγάπη θα βρει τον δρόμο της.
Από τη συγγραφέα των βιβλίων που κατέκτησαν τους αναγνώστες.Ένα feelgood βιβλίο γεμάτο γεύσεις, αρώματα και μουσικές, που θα σας ταξιδέψει!

"Οι χαμένες μας καρδιές" της Celeste Ng

Ο δωδεκάχρονος Μπερντ ζει με τον πατέρα του σε μια τρομαγμένη κοινωνία, όπου κυριαρχούν ο φόβος και η ανασφάλεια που άφησαν πίσω τους τα χρόνια της κρίσης. Ο Μπερντ ξέρει ότι δεν πρέπει να ρωτάει πολλά-πολλά, να ξεχωρίζει υπερβολικά, ή να ξεμακραίνει πολύ. Επί μια δεκαετία, η ζωή τους ορίζεται από νόμους γραμμένους για τη διατήρηση της «αμερικάνικης κουλτούρας» στον απόηχο χρόνων οικονομικής αστάθειας και βίας. Για την τήρηση της τάξης και την αποκατάσταση της ευημερίας οτιδήποτε μπορεί να θεωρηθεί αντιπατριωτικό «απομακρύνεται».
Aυτό συμβαίνει και με το έργο της μητέρας του, της Μάργκαρετ, μιας Κινεζοαμερικάνας ποιήτριας που μια μέρα απλώς εγκατέλειψε τον γιο της, όταν εκείνος ήταν εννιά χρονών. Κι έτσι, ο Μπερντ μεγάλωσε αποκηρύσσοντας τη μητέρα του και τα ποιήματά της. Δεν έχει νέα της, δεν ξέρει πού βρίσκεται και δεν πρέπει να ρωτάει. Όταν όμως λαμβάνει ένα μυστηριώδες γράμμα που περιέχει μονάχα μια αινιγματική ζωγραφιά, ρίχνεται σε μια περιπέτεια για να την ξαναβρεί.
Το ταξίδι του θα τον οδηγήσει στις σελίδες αμέτρητων παραμυθιών που του αφηγούνταν όταν ήταν παιδάκι, στις τάξεις ενός παράνομου δικτύου βιβλιοθηκών, στις ιστορίες παιδιών που τα έχουν απομακρύνει από την οικογένειά τους, και, τέλος, στη Νέα Υόρκη, όπου μια νέα πράξη απείθειας μπορεί να είναι η αρχή της πολυπόθητης όσο και αναγκαίας αλλαγής.
Το Οι χαμένες μας καρδιές είναι μια παλιά ιστορία που εδώ γίνεται καινούργια, για το πώς τάχα πολιτισμένες κοινότητες κάνουν πως δεν βλέπουν τις πιο αφόρητες αδικίες. Είναι μια ιστορία για τη δύναμη -και τα όρια- της τέχνης να επιφέρει την αλλαγή, τα διδάγματα και τις παρακαταθήκες που αφήνουμε στα παιδιά μας, και το πώς μπορεί κανείς να επιζήσει σε έναν χαλασμένο κόσμο με την καρδιά ακέραιη.

"Δείτε μας που χορεύουμε" της Leila Slimani

Τέλος της δεκαετίας του 1960, Μαρόκο. Ο αέρας είναι ηλεκτρισμένος, όλα είναι έτοιμα να εκραγούν. Αυτό ακριβώς συμβαίνει και στην οικογένεια της Ματίλντ και του Αμίν, μιας Γαλλίδας κι ενός Μαροκινού, με τα δυο παιδιά τους να αναζητούν τη θέση τους σε ένα νέο ανεξάρτητο Μαρόκο που ξεχειλίζει από δυνατότητες αλλά και κινδύνους.
Η Αϊσά, αποφασιστική και φιλομαθής, ονειρεύεται να φύγει από το Μαρόκο για να σπουδάσει Ιατρική στη χώρα καταγωγής της μητέρας της. Ο μικρότερος αδερφός της, ο Σελίμ, πιο ελεύθερο πνεύμα, θα ακολουθήσει τους Ευρωπαίους και Αμερικανούς χίπηδες που καταφθάνουν μαζικά στην Ταγγέρη, στην Καζαμπλάνκα και στην Εσαουίρα, για να επιδοθούν στη χρήση ναρκωτικών και στον ελεύθερο έρωτα. Παιδιά της επανάστασης, η Αϊσά και ο Σελίμ, βιώνουν την εκστατική πρώτη έξαρση της επιθυμίας με φόντο μια χώρα μεθυσμένη από το ξαφνικό αίσθημα ελευθερίας και σύντομα ανακαλύπτουν πως τα ιδανικά της νιότης τους συγκρούονται με την πραγματικότητα της χώρας τους: με τον ρατσισμό και τη διαφθορά μιας χώρας που αλλάζει ραγδαία στον δρόμο της προς την ανεξαρτησία.
Κι έτσι, τα δυο αδέρφια, βιώνοντας την έξαψη αλλά και τον τρόμο της ελευθερίας, χαράσσουν μια πορεία προς τον ίδιο τους τον εαυτό: ποιοι είναι και ποιοι ονειρεύονται να γίνουν.
Στο Δείτε μας που χορεύουμε, η Σλιμανί πιάνει το νήμα αποκεί που το άφησε στη Χώρα των άλλων, και αντλώντας από το συναρπαστικό παρελθόν της οικογένειάς της πλάθει ένα τολμηρό χρονικό της αδιάκοπης αναζήτησης της ελευθερίας, προσωπικής αλλά και κοινωνικής.

"Δυο καλοκαίρια και μισό φθινόπωρο" της Άννας Δαμιανίδη

Αθήνα, αρχές της δεκαετίας του 1970. Τελειώνοντας το σχολείο, τέσσερις φίλες καλούνται να αποφασίσουν για τη ζωή τους σε μια εποχή που στην Ελλάδα η Χούντα ελέγχει κάθε δομή εξουσίας, αλλά και την καθημερινότητα των πολιτών, ενώ από τη Δύση φτάνουν μηνύματα μιας δεκαετίας ανατρεπτικής, όπου οι νέοι διεκδικούν «φαντασία στην εξουσία». Τέσσερις φίλες ολότελα διαφορετικές μεταξύ τους: η καλή μαθήτρια, που όμως κατά βάθος θα ήθελε να είναι κάτι άλλο, η κακή μαθήτρια, που θα μπορούσε να είναι και καλύτερη. Αλλά και η πιο σοβαρή, που θα μπορούσε τελικά να κάνει τη μεγαλύτερη γκάφα, και η φοβισμένη, που θα αποτολμήσει το μεγάλο βήμα. Όλες έχουν μπροστά τους τον μεγάλο στόχο, την επιτυχία στις εξετάσεις του φθινοπώρου. Το μυαλό τους όμως βρίσκεται αλλού, στα βάσανα του έρωτα και στο πώς θα προστατεύσουν τις ζωές τους από το οικογενειακό και κοινωνικό τους περιβάλλον, αλλά και από το καθεστώς.
Και όλα αυτά τα γεγονότα, τα μικρά και τα μεγάλα, καθόρισαν εκείνη την περίφημη γενιά του Πολυτεχνείου –πριν από το Πολυτεχνείο– και ίσως καθορίζουν ακόμη, υποδόρια και σιωπηλά, και τις νεότερες.

"Στον δρόμο προς την ουτοπία - Η οικονομική ιστορία του 20ού αιώνα" του Bradford DeLong

Από έναν εκ των κορυφαίων οικονομολόγων παγκοσμίως, μια μεγάλη αφήγηση του αιώνα που μας έκανε πιο πλούσιους από ποτέ, κι ωστόσο μας άφησε ανικανοποίητους.
Ο δρόμος προς την ευημερία είναι δύσβατος.
Οφείλουμε όμως να μην τον εγκαταλείψουμε.
Πριν από το 1870, η ανθρωπότητα ζούσε σε φρικτή φτώχεια. Έπειτα ήρθε μια μεγάλη μεταβολή: πολλαπλασιάστηκαν οι τεχνολογικές μας δυνατότητες και μεταμορφώθηκε η οικονομία. Γιατί, όμως, παρά τις ευνοϊκές συνθήκες για την κατάκτηση της ουτοπίας, ο κόσμος σήμερα απειλείται από σοβαρές κρίσεις, όπως η οικονομική ύφεση, η ανισότητα και η υπερθέρμανση του πλανήτη;
Στο βιβλίο αυτό, ο διακεκριμένος οικονομολόγος J. Bradford DeLong καταγράφει πώς η εκρηκτική ανάπτυξη του εικοστού αιώνα (1870-2010) δημιούργησε για πρώτη φορά πλεονάσματα τροφής, στέγης και υλικών αγαθών, ωστόσο απέτυχε να εδραιώσει την κοινωνική ισότητα, την οικονομική σταθερότητα, τον σεβασμό στις ατομικές ελευθερίες. Αν και ο αιώνας αυτός ξεκίνησε ως θριαμβευτική πορεία προόδου, έδειξε ότι η οικονομία της αγοράς δεν αρκεί για να φτάσουμε στον στόχο: χρειάζονται γενναίες αποφάσεις, τολμηρή, ευέλικτη και ικανή κυβερνητική διαχείριση.
Καθώς μπαίνουμε σε μια ακόμα πιο αβέβαιη νέα εποχή, πρέπει να δώσουμε βάση στα διδάγματα του μακρύ εικοστού αιώνα που μόλις πέρασε (τη σημασία της οικονομικής βελτίωσης, τη δύναμη αλλά και τα όρια των αγορών, αλλά και την κρισιμότητα της ικανής κυβερνητικής διαχείρισης, μεταξύ άλλων) αν θέλουμε να ελπίζουμε έστω ότι ο αργός βηματισμός προς τα μπρος θα συνεχιστεί.
Ο πλούτος έγινε πραγματικότητα.
Η ευημερία παραμένει ουτοπία.

"Το σπίτι της ευθυμίας" της Edith Wharton

Η Λίλι Μπαρτ είναι διατεθειμένη να κάνει τα πάντα για να βρει την ευτυχία. Γοητευτική, έξυπνη και καλλιεργημένη ελίσσεται με αυτοπεποίθηση ανάμεσα στο πλήθος των θαυμαστών της, με στόχο να ξεφύγει από την επισφάλεια και να εξασφαλίσει μια θέση στην καλή κοινωνία. Παλεύοντας να ξεπεράσει τα εμπόδια που ορθώνονται συνεχώς μπροστά της, μπλέκεται ολοένα και περισσότερο στις ηθικές και ενίοτε αντιφατικές απαιτήσεις της νέας τάξης πραγμάτων.
Σταδιακά, οι επιθυμίες της Λίλι, όπως και τα ακριβά της γούστα, την εγκλωβίζουν σε ανυπέρβλητα πάθη, αποκαλύπτοντας ταυτόχρονα την υποκρισία και τη σκληρότητα της ελίτ της Νέας Υόρκης στο γύρισμα του αιώνα.
Η Edith Wharton σατιρίζει μια κοινωνία που όσο ακμάζει οικονομικά τόσο καταρρέει ηθικά, και δημιουργεί το γλυκόπικρο πορτρέτο μιας ηρωίδας που θα μάθει με τον πιο σκληρό τρόπο ότι τελικά όλα έχουν ένα τίμημα.