Συνοπτική περίληψη του βιβλίου:
Ένα ερωτικό μεταφυσικό θρίλερ, ή ίσως καλύτερα ένα σκοτεινό παραμύθι για μεγάλους, που υπενθυμίζει ότι η ζωή αποτελεί ένα ταξίδι αυτογνωσίας, όπου τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται.
Ο Πιτ σπουδάζει γοτθική λογοτεχνία στο πανεπιστήμιο του Στέρλινγκ στη Σκωτία. Σε μια συναυλία στο Εδιμβούργο γνωρίζει την Μπριτ, μια αινιγματική φωτογράφο. Μερικές μέρες αργότερα, ο καθηγητής Δρ. Έντγκαρ τού αναθέτει μια πανεπιστημιακή εργασία που αφορά την εύρεση και ανάλυση ενός πολύτιμου χειρογράφου.
Τα γεγονότα αυτά θα αλλάξουν τη ζωή του, δίνοντάς της μια μεταφυσική διάσταση, όπου ονειρικές μα και ζοφερές πραγματικότητες, εγκλωβιστικές ψυχολογικές καταστάσεις και παράλληλοι κόσμοι σκοτεινών αγγέλων και νεράιδων τέμνονται επικίνδυνα.
Θα καταφέρουν τελικά η Μπριτ και ο Πιτ να διασχίσουν το σκοτάδι που ξαφνικά απλώθηκε μπροστά τους;
Θα σταθούν ικανοί να αναδυθούν ξανά στο φως;

Προσωπική άποψη:
Το τελευταίο διάστημα, όλο και περισσότερα μυθιστορήματα τρόμου και paranormal αισθητικής κάνουν την εμφάνισή τους. Βέβαια, λίγα απ’ αυτά αξίζουν της ουσιαστικής προσοχής μας, διαθέτοντας χαρακτήρα, προσωπικότητα και πρωτοτυπία. Ένα από τα βιβλία αυτά είναι το “Εκεί που ο ήλιος άργησε να λάμψει”, του Παναγιώτη Ντούσκα, που κυκλοφόρησε μόλις πριν λίγες ημέρες από την Άνεμος Εκδοτική. Γιατί, το βιβλίο του Παναγιώτη, είναι ένα ανάγνωσμα αρκετά έξω απ’ ότι έχουμε συνηθίσει, στα στενά όρια της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας –αλλά και της φανταστικής αν το συγκεκριμενοποιήσουμε- τουλάχιστον, αλλά κι ένα έργο μεγάλης αξίας που δεν γίνεται να μην του την αναγνωρίσεις.

Στον πυρήνα του "Εκεί που ο ήλιος άργησε να λάμψει", συναντάμε τον Πιτ, φοιτητή γοτθικής λογοτεχνίας στο πανεπιστήμιο του Στέρλινγκ στη Σκωτία. Στα πλαίσια μιας εργασίας του, ο καθηγητής του τού αναθέτει να βρει και ν’ αναλύσει ένα σπάνιο χειρόγραφο, το οποίο μια παράξενη ηλικιωμένη γυναίκα, ισχυρίζεται πως έχει στην κατοχή της. Λίγες μέρες νωρίτερα, όμως, ο Πιτ θα γνωρίσει σε μια συναυλία την μυστηριώδη κι αινιγματική φωτογράφο Μπριτ, μια συνάντηση που μέλλει ν’ αλλάξει το μέλλον και την πορεία της ζωής και των δυο τους. Άθελά τους, θα βρεθούν μπλεγμένοι σε μια ιστορία μεταφυσικών διαστάσεων που ξεπερνάει κατά πολύ την φαντασίας τους, όπου το πραγματικό μπερδεύεται με την φαντασία, και όπου ψυχολογία και συναισθήματα τσακίζονται κάτω από το βάρος της πίεσης του χρόνου που στενεύει τα περιθώρια, για όλους.

Η ιστορία του Πιτ και της Μπριτ, στον πυρήνα της, είναι ένα μεταφυσικό παραμύθι για ενήλικες, όπως μαρτυρά και το οπισθόφυλλο του βιβλίου, το οποίο αρκετές φορές γίνεται ιδιαίτερα τρομακτικό, στέλνοντας ρίγη ανατριχίλας στη ραχοκοκαλιά του αναγνώστη, αλλά και κάποιες άλλες, εξαιρετικά σκληρό στην αφήγησή του μα την ίδια στιγμή, απίστευτα ρεαλιστικό και αληθινό. Ο τρόμος σχετίζεται με την απόδοση κι ερμηνεία όλων αυτών που ο άνθρωπος δεν μπορεί να κατανοήσει απόλυτα, ακόμα κι αν καταφέρει να τα δει. Οτιδήποτε ξεπερνάει τη λογική μας, αλλά και οτιδήποτε μας βυθίζει στην ανυπαρξία και στην αμφισβήτηση, καταφέρνει να κυβερνήσει την συνείδησή μας και ο αγώνας να τα’ αποτινάξουμε είναι τρομακτικός και δύσκολος. Την ίδια στιγμή, ο Παναγιώτης δεν διστάζει να περιγράψει, στο σκέλος της ρεαλιστικής αφήγησης, καταστάσεις ως πραγματικά έχουν, και δεν προσπαθεί σε καμία των περιπτώσεων να τις ωραιοποιήσει. Αντιμετωπίζει τη ζωή, με τα καλά και τα στραβά της, κοιτάζοντάς την κατάματα και προκαλώντας την να φέρει στο δρόμο το δικό του, και των ηρώων του κατ’ επέκταση, ό,τι μπορεί, κι εκείνοι, θα παλέψουν για να ξεπεράσουν τις δυσκολίες.

Πρέπει ν’ αναφέρουμε πως ο Παναγιώτης είναι ένα πολυτάλαντο πλάσμα και πολυδιάστατος ως καλλιτέχνης. Στη μέχρι τώρα πορεία του, πέραν της συγγραφής, έχει ασχοληθεί με την ποίηση και την φωτογραφία, δύο Τέχνες που αγαπάει εξαιρετικά πολύ, πράγμα που δεν διστάζει να μας το δείξει μέσα απ’ αυτό, το πρώτο του μυθιστόρημα. Η μαγική τέχνη της φωτογραφίας και της ποίησης παίζουν το δικό τους, σημαντικό ρόλο στην αφήγηση της ιστορίας του Πιτ και της Μπριτ. Η πρώτη αναλύεται με τέτοιον τρόπο που, μέσα από τον φακό μιας κάμερας, καταφέρνει να ζωντανέψει εικόνες , φιλτράροντάς τες μέσα από ένα ιδιαίτερο πρίσμα. Τους προσφέρει πνοή, μια διαφορετική διάσταση, μια οπτική που ίσως να μην είναι αυτή που ο μέσος άνθρωπος μπορεί ν’ αντιληφθεί κοιτάζοντας κάτι στην επιφάνειά τους.

Όσον αφορά την Τέχνη της ποίησης… Αυτή θα λέγαμε πως εμφανίζεται όταν πρέπει να τονωθεί το δραματουργικό αίσθημα της αφήγησης. Ο Παναγιώτης δεν μπαίνει στη λογική του να προβάλλει την ποιητική του ιδιότητα εκμεταλλευόμενος το έδαφος που ο ίδιος έχει καλλιεργήσει, πράγμα που θα μπορούσε να το κάνει, αλλά ρίχνει σε αυτό τους σπόρους εκείνους που θα μπορέσουν ν’ αγγίξουν, σε έξυπνα επιλεγμένες και στοχευμένες στιγμές, τις πιο βαθιές ευαισθησίες του αναγνώστη. Παράλληλα, θα μπορούσαμε να πούμε πως χρησιμοποιεί αρκετές φορές και τον μαγικό ρεαλισμό, μια τεχνική που από μόνη της ενισχύει, τόσο την δημιουργία εικόνων έξω από τα όρια, παντρεύοντας την φαντασία με την πραγματικότητα, όσο και τα βαθύτερα συναισθήματά μας και τις πιο κρυφές μας ευαισθησίες. Μπορεί αυτή η μορφή αφήγησης να διακρίνεται από κάποια στοιχεία υπερβολής, είναι όμως μία από εκείνες που πυροδοτούν τους κατάλληλους εσωτερικούς μηχανισμούς στις σωστές στιγμές.

Το βιβλίο αυτό, θα τολμούσα να πω πως αποτελεί ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα γοτθικής λογοτεχνίας, εκμοντερνισμένο τόσο όσο χρειάζεται στα σημεία. Κυρίαρχα μοτίβα του είδους είναι ο τρόμος (φυσικός και ψυχολογικός), το μυστήριο, το υπερφυσικό, τα φαντάσματα, τα στοιχειωμένα σπίτια, η γοτθική αρχιτεκτονική, τα κάστρα, το σκότος, ο θάνατος, η τρέλα, τα μυστικά και οι κληρονομούμενες κατάρες, με τα περισσότερα απ’ αυτά ν’ αξιοποιούνται από τον συγγραφέα περίτεχνα και με τρόπους ευφυείς και εμπνευσμένους. Σαφέστατα, η Σκωτία, ως τόπος, προσφέρεται για ν’ αναπτυχθούν όλα όσα προανέφερα, αλλά χωρίς την παραστατική πένα του Παναγιώτη, το αποτέλεσμα μιας τέτοιας συγγραφικής απόπειρας, το πιθανότερο είναι να μην ήταν ίδια.

Παράλληλα, το μυθιστόρημα αυτό, είναι μια ιστορία χαρακτήρων, αλλά και μια φιλοσοφική προσέγγιση της ζωής και των ανθρωπίνων σχέσεων. Εμποτισμένο με μια δόση ρομαντισμού που μοιάζει σαν να ξύπνησε μέσα από το λήθαργο μιας άλλης εποχής, ο συγγραφέας μας αφηγείται μια ερωτική ιστορία κάπως παράξενη που, στην καρδιά της ύπαρξής της, κρύβει αιμοβόρικα χαρακτηριστικά, πόνους και θυσίες που αν τις κάνεις δεν υπάρχει επιστροφή. Ο Πιτ είναι ο ορισμός του ρομαντικού ήρωα, πρόθυμος να θυσιάσει και να θυσιαστεί προκειμένου να προστατέψει αυτό που αγαπά. Δεν έχει σημασία αν υπάρχει λογική στην ενέργεια των πράξεών του, σημασία έχει το συναίσθημα που τον ορίζει και καθορίζει συνάμα το ποιος είναι. Και στον αντίποδα η Μπριτ, μια ηρωίδα διόλου ιδανική ή που θα μπορέσει κανείς να την αγαπήσει εύκολα, αλλά που ως αναγνώστες, ακόμα κι αν δεν την συμπαθούμε, δεν μπορούμε να μην την συμπονέσουμε ή να μην συγκινηθούμε από το πόσο ευάλωτη είναι.

Εν κατακλείδι, κι επειδή δεν θέλω να σας κουράσω περισσότερα, θα συνοψίσω λέγοντας πως το «Εκεί που ο ήλιος άργησε να λάμψει», είναι ένα εξαιρετικό καλογραμμένο και ονειρικά ταξιδιάρικο βιβλίο, που θα σας παρασύρει σ’ έναν κόσμο όπου το μυστήριο και η αγωνία συγκρούονται σε κάθε τους βήμα. Ο αναγνώστης θα γίνει μάρτυρας ενός ταξιδιού προσωπικής αναζήτησης, μέσα απ’ το οποίο, μαζί με τους ήρωές μας, θα κληθεί να κοιτάξει τη ζωή του και να σκεφτεί, ίσως και ν’ αναθεωρήσει, αν έχει φτάσει στο σημείο που θα ήθελε να είναι ή πολύ περισσότερο, εκεί όπου θα μπορούσε να είναι αν είχε προσπαθήσει λίγο παραπάνω, αν είχε διατηρήσει τη μαγεία, μέσα τους, στις πράξεις του, στα όνειρά του. Μια ερωτική ιστορία που οδηγεί, μέσα από κόσμους αλλοτινούς και μαγευτικά παράξενους, στην αυτογνωσία.
Βαθμολογία 10/10

Ταυτότητα βιβλίου:
Συγγραφέας: Ντούσκας Παναγιώτης
Εκδόσεις: Άνεμος
Κατηγορία: Ελληνική Λογοτεχνία
Έτος Έκδοσης: 2016
Αρ. σελίδων: 344
ISBN: 978-960-9585-67-5