"Ο Κήπος των Ευχών" του Θέμη Αμοιρίδη

«Πάει καιρός που ο ύπνος του ταράζεται από δαύτην. Μια κόρη ωραία, ζηλευτή, που όµοιά της δεν υπάρχει. Με χρυσοπύρινα µαλλιά στα χρώµατα του ηλίου, να ακουµπούν ανάλαφρα στους ακριβούς της ώµους. Το δέρµα βενετσιάνικη γνήσια πορσελάνη, εύθραυστη και πολύτιµη στ’ άγγιγµα και στο θώρι. Τα µάτια της απύθµενο πράσινο και γαλάζιο· φτιαγµένα λες και ήτανε µε σπάνιο χαολίτη, την πέτρα που λαξεύουνε οι άντρες στα νταµάρια. Κι η µυρωδιά πρωτόγνωρη κι ευωδιαστή συνάµα, σαν από σπάνιο φυτό που τρέφονται οι Μοίρες.»
– Ποια είσαι; Πες µου, να χαρείς! Ποιο είναι τ’ όνοµά σου; Πού θε’ να ψάξω να σε βρω και πού να σ’ ανταµώσω;
– Το ταίρι σου το αµάραντο. Ζωή µε λένε, ανθέ µου. Στον Κήπο ψάξε των Ευχών. Εκεί θα µ’ ανταµώσεις…
Κι η κόρη χάθηκ’ άξαφνα, σα να την πήρε αγέρας.
«Αγριεµένα τα νερά ορµάνε στο καΐκι, να το κατασπαράξουνε, στον πάτο να το σύρουν. Λες κι είχανε τα κύµατα χέρια και το τραβούσαν. Κι ο άνεµος ο χιονιστής, σα σίφουνας χιµάει· αρπάζει το έρµο το σκαρί, ψηλά το στροβιλίζει κι έπειτα πάλι, µε ορµή στη θάλασσα το ρίχνει. Κι ο ουρανός αµέτοχος να µείνει δεν µπορούσε. Αστραποβρόντια τρανταχτά στέλνει, που ξεκουφαίναν· και συνεχίζει µε βροχή, νεροποντή, χαλάζι, που έπεφτε µε δύναµη· µελάνιαζε το σώµα. Δυο µέρες θαλασσόδερναν. Δυο µέρες και δυο νύχτες. Μα ήταν κι οι δυο ανθεκτικοί. Σαν από στόφα ηρώων. Την τρίτη ηµέρα ο καιρός ηµέρεψε και πάει, άλλα πελάγη για να βρει· αλλού θυµό να βγάλει.»