"Το βιβλίο των κατόπτρων" του E.O. Chirovici

Πρίνστον, 1987: ο καταξιωμένος ψυχολόγος και καθηγητής Τζόζεφ Βίντερ δολοφονείται άγρια. Νέα Υόρκη, 25 χρόνια μετά: ο λογοτεχνικός ατζέντης Πίτερ Κατς λαμβάνει ένα χειρόγραφο. Ή μήπως πρόκειται για ομολογία; Σήμερα: τα μυστικά του Βιβλίου των Κατόπτρων έρχονται στο φως και αποκαλύπτουν γιατί οι αναμνήσεις είναι το πιο επικίνδυνο από όλα τα όπλα. Η αλήθεια του ενός είναι τα ψέματα του άλλου...










"Ιστορία της ελληνικής αστυνομικής λογοτεχνίας" του Φίλιππου Φιλίππου

Το πρώτο ελληνικό μυθιστόρημα με αστυνομική πλοκή ήταν το Έγκλημα του Ψυχικού (1927) του Παύλου Νιρβάνα, που όμως αποτελούσε παρωδία του είδους. Ο Νιρβάνας προσπάθησε ν’ αναλύσει την κοινωνία του καιρού του, χρησιμοποιώντας ως ήρωες αστούς και ανθρώπους του λαού. Το 1938, η Ελένη Βλάχου δημοσίευσε στην Καθημερινή το μυθιστόρημα Το μυστικό της ζωής του Πέτρου Βερίνη, με θέμα τα μυστικά μιας αστικής οικογένειας στο Ψυχικό. Το 1952, ο Χρήστος Χαιρόπουλος δημοσίευσε στο Εμπρός τα Καλλιστεία του θανάτου, όπου καθρεφτιζόταν η αθηναϊκή κοινωνία της εποχής.
Το καλοκαίρι του 1953, ο Γιάννης Μαρής δημοσίευσε στο περιοδικό Οικογένεια το Έγκλημα στο Κολωνάκι. Ήρωας ήταν ο αστυνόμος Μπέκας, όνομα που έγινε θρυλικό στην αστυνομική λογοτεχνία. Ήταν η αρχή ενός λογοτεχνικού και ραδιοφωνικού ρεύματος που διήρκεσε είκοσι χρόνια, μέχρι την πτώση της δικτατορίας.
Η επιτυχία των αστυνομικών μυθιστορημάτων του Μαρή προκάλεσε την εμφάνιση κι άλλων συγγραφέων στο είδος. Πριν και μετά από τον θάνατό του (1979), παρατηρήθηκε μια κάμψη στη συγγραφή αστυνομικών έργων, αλλά στη συνέχεια νέοι άνθρωποι καλλιέργησαν το είδος, εμπνεόμενοι από τα λογοτεχνικά ρεύματα της Ευρώπης. Έτσι, η αστυνομική λογοτεχνία άρχισε να γίνεται πάλι επίκαιρη.
Σήμερα, στις αρχές του 21ου αιώνα, όλο και περισσότεροι συγγραφείς μπαίνουν στον χορό, γράφοντας αστυνομικά μυθιστορήματα. Οι συνθήκες στην Ελλάδα της παγκοσμιοποίησης και της διαπλοκής πολιτικών και επιχειρηματιών είναι ευνοϊκές όσο ποτέ, αφού στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη και σε άλλες πόλεις βρίσκεται σε έξαρση το οργανωμένο έγκλημα.

"Τα οχτώ βουνά" του Paolo Cognetti

Ο Πιέτρο είναι ένα αγοράκι της πόλης, µοναχικό και λίγο κακότροπο. Η µητέρα του δουλεύει σ’ ένα γραφείο συµβουλευτικής οικογενειών στην περιφέρεια κι έχει ταλέντο στο να φορτώνεται τις ευθύνες των άλλων. Ο πατέρας του είναι χηµικός, τύπος σκοτεινός και γοητευτικός, που γυρίζει στο σπίτι κάθε βράδυ από τη δουλειά µες στα νεύρα. Τους γονείς του Πιέτρο τούς συνδέει ένα κοινό πάθος: γνωρίστηκαν στο βουνό, ερωτεύτηκαν στο βουνό και µάλιστα παντρεύτηκαν στα ριζά των Τριών Κορυφών του Λαβαρέντο. Το βουνό τούς ένωνε πάντα, ακόµα και στην τραγωδία, και τώρα ο επίπεδος ορίζοντας του Μιλάνου τούς γεµίζει θλίψη και νοσταλγία. Όταν ανακαλύπτουν το χωριουδάκι της Γκράνα, στα ριζά του Μόντε Ρόζα, νιώθουν πως βρίσκονται πια στο σωστό µέρος: ο Πιέτρο θα περάσει όλα του τα καλοκαίρια σ’ εκείνο τον τόπο, που ήταν «κλεισµένος ψηλά από κορφές γκρίζες σαν το σίδερο και χαµηλά από έναν γκρεµό που εµπόδιζε την πρόσβαση», τον διέσχιζε ωστόσο ένας χείµαρρος που γοητεύει τον Πιέτρο από την πρώτη στιγµή. Εκεί τον περιµένει ο Μπρούνο, µε µαλλιά ξανθά και σβέρκο καψαλισµένο από τον ήλιο. Έχει την ίδια ηλικία µε τον Πιέτρο, όµως αυτός, αντί να κάνει διακοπές, πηγαίνει τα γελάδια στο βοσκοτόπι.
Αρχίζουν έτσι τα καλοκαίρια εξερευνήσεων και ανακαλύψεων, ανάµεσα στα εγκαταλειµµένα σπίτια και στον µύλο, στα πιο κακοτράχαλα µονοπάτια. Είναι τα χρόνια που ο Πιέτρο αρχίζει τις πορείες µε τον πατέρα του, «ό,τι πλησιέστερο σε εκπαίδευση πήρα ποτέ από εκείνον». Γιατί το βουνό είναι γνώση, είναι ένας γνήσιος τρόπος ν’ ανασαίνεις και θα είναι η πιο αληθινή του κληρονοµιά: «Να τη, λοιπόν, η κληρονοµιά µου: µια πλαγιά στο βράχο, χιόνι, ένας σωρός ακανόνιστα λιθάρια, ένα πεύκο». Μια κληρονοµιά που µετά από πολλά χρόνια θα τον ξαναφέρει κοντά στον Μπρούνο.

"Η τριλογία του Μυστρά: Το λιοντάρι του Μυστρά (Βιβλίο τρίτο)" του James Heneage

Η ΡΩΜΑΪΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΔΕΝ ΕΠΕΣΕ ΠΟΤΕ, ΕΓΙΝΕ ΒΥΖΑΝΤΙΟ. ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΕΙΝΑΙ ΤΑΓΜΕΝΟΣ ΝΑ ΣΩΣΕΙ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ. ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ...
Ο Λουκάς Μαγκόρις, απόγονος Άγγλων πριγκίπων, είναι άνθρωπος µε σπάνιο ταλέντο για τον πόλεµο και για το εµπόριο. Σ’ αυτόν πέφτει το βαρύ καθήκον της υπεράσπισης της χώρας του και του αγαπηµένου του Μυστρά εναντίον των ασυγκράτητων οθωµανικών δυνάµεων. Το Λιοντάρι του Μυστρά ανοίγει µε τον θάνατο του Ταµερλάνου καθώς ετοιµάζεται να εισβάλει στην Κίνα των Μινγκ. Ο Μεχµέτ έχει απελευθερωθεί και κυβερνάει τα οθωµανικά εδάφη εν ονόµατι του Ταµερλάνου, αλλά ο αδερφός του, ο Σουλεϊµάν, έχει εισβάλει στην Ανατολία, έχει καταλάβει την Μπούρσα κι έχει αναγκάσει τον Μεχµέτ να επιστρέψει στο οχυρό του στην Αµάσεια. Ο Σουλεϊµάν δείχνει τώρα έτοιµος να απειλήσει ξανά τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία...
ΚΙΝΕΖΙΚΗ ΜΕΘΟΡΙΟΣ, ΧΕΙΜΩΝΑΣ 1405. Ο αετός του Ταµερλάνου βρισκόταν στον ουρανό και η λεοπάρδαλή του στο χιόνι, ελεύθερα επιτέλους και τα δύο από τις αλυσίδες τους. Η γυναίκα επάνω στον πύργο δεν µπορούσε να τα δει. Ούτε οι Μογγόλοι στρατιώτες, που στριµώχνονταν γύρω από τις φωτιές τους· δεν µπορούσαν καν να δουν ο ένας τον άλλο εξαιτίας της χιονοθύελλας. Η ανάσα τους κρυστάλλιαζε στα γένια τους και οι φτυσιές τους είχαν γίνει πάγος όταν έφταναν στο χώµα. Δάχτυλα χεριών και ποδιών είχαν χαθεί στη διάρκεια της πορείας, ύστερα χέρια και πόδια. Άντρες είχαν ταξιδέψει µε τα άλογά τους χωρίς µύτη για να µυρίζουν ή αυτιά για να ακούνε. [...]
Η ορδή είχε ξεκινήσει από τη Σαµαρκάνδη σκυφτή, κόντρα σ’ έναν ορµητικό άνεµο που φυσούσε από τη στέπα. Λικνίζονταν αργά στις σέλες τους, µαζεύοντας όση ζεστασιά µπορούσαν από τα ζώα τους, ελπίζοντας αυτή η περιπέτεια να είναι η τελευταία του Ταµερλάνου. Οι στρατηγοί του τον είχαν εκλιπαρήσει να µην ξεκινήσει για πόλεµο.

"Μοντεχρίστο" του Martin Suter

Όταν το Intercity ακινητοποιείται ξαφνικά, ο Γιόνας Μπραντ ούτε που μπορεί να διανοηθεί την περιπέτεια στην οποία θα μπλεχτεί. Έξω υπάρχει ένας νεκρός κι ο Μπραντ κινηματογραφεί με την κάμερά του τη βαριά ατμόσφαιρα που επικρατεί στην τραπεζαρία του τρένου και κάνει ερωτήσεις στους επιβάτες. Δουλεύει ως ελεύθερος ρεπόρτερ, ονειρεύεται όμως να γίνει σκηνοθέτης και το πρότζεκτ που είχε ετοιμάσει, το Μοντεχρίστο, μια ιστορία προδοσίας, απογοήτευσης και όψιμης εκδίκησης, έχει όλα τα στοιχεία ενός μπλοκμπάστερ – αρκεί κάποιος να του δώσει την ευκαιρία να το πραγματοποιήσει. Όταν ερωτεύεται τη Μαρίνα Ρουίθ, τα όνειρα που είχε εγκαταλείψει μπαίνουν και πάλι σε πρώτο πλάνο. Τρεις μήνες αργότερα η μοίρα τού παίζει ένα παράξενο παιχνίδι: πέφτουν στα χέρια του δύο χαρτονομίσματα των εκατό φράγκων με τους ίδιους σειριακούς αριθμούς – γνήσια και τα δύο, όπως τον διαβεβαίωσαν άναυδοι οι υπάλληλοι της τράπεζας. Και αμέσως μετά κάποιοι μπαίνουν στο σπίτι του και το κάνουν άνω κάτω, ενώ ο ίδιος δέχεται επίθεση. Ένα εξαιρετικό, επίκαιρο θρίλερ για τον κόσμο των τραπεζιτών, των χρηματιστών, των δημοσιογράφων και των πολιτικών από έναν μεγάλο συγγραφέα του καιρού μας.

"Το φύλο σαν δόλωμα" της Χλόης Κολύρη

Το βιβλίο αυτό γράφτηκε για να περιγράψει τη στροφή, το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, στη μελέτη του ανθρώπινου φύλου, και μάλιστα με το νέο όνομα gender, από ένα αντικείμενο επιστημονικής ή ψυχολογικής παρατήρησης σε ένα δεδομένο αυτογνωσίας και εξέλιξης. Όχι πια απέναντι, αλλά μέσα στο σώμα και στην ψυχή του καθενός, το φύλο δεν είναι πια απλά ένα σημαντικό θέμα, γίνεται το θέμα που βρίσκεται στη βάση όλων των διεκδικήσεων. Γιατί ανάμεσα στο αυστηρά διμερές φύλο (άνδρας - γυναίκα) και στη νέα αντίληψη για το πολλαπλό, ρέον ή και ανύπαρκτο φύλο μεσολαβεί ολόκληρος ο κόσμος με τα ανθρώπινα όντα να προσπαθούν να πλησιάσουν το ένα προς το άλλο δίνοντας για κάρτα εισόδου την ιδιαίτατη και βαθύτερη βάση του εαυτού τους και περιμένοντας ότι αυτή η κάρτα θα είναι έγκυρη και εν ισχύ.
Στο βιβλίο παρουσιάζονται όλες οι έγκυρες απόψεις από τη βιολογία, την πολιτική φιλοσοφία, από τα τρία κύματα του φεμινισμού και, τέλος, την ψυχανάλυση, κυρίως όμως τίθενται ερωτήματα που μέχρι τώρα καταπνίγονταν γιατί φαίνονταν άκαιρα, ανεπίτρεπτα ή επικίνδυνα. Διότι το φύλο έχει πάψει να είναι απλή θεωρία, έχει κατέβει στον δρόμο και διεκδικεί την εκ νέου συγκρότησή του, καθώς ακόμη μένει σκοτεινό αν στο μέλλον θα υποβαθμισθεί ή και θα εξαφανισθεί ή αντίθετα θα παραμείνει εσαεί το δόλωμα και το δέλεαρ για τη συνέχιση της ζωής όχι μόνο ως βιολογικής οντότητας, αλλά και ως στροφής και συμμετοχής του καθενός στον κόσμο και στους άλλους.