Συνοπτική περίληψη του έργου:
Ο Llewellyn ένας τριαντάρης τυχοδιώκτης βρίσκεται ανάμεσα στα απομεινάρια μιας συναλλαγής ναρκωτικών που κάπου στράβωσε. Μεταξύ πτωμάτων, ναρκωτικών και όπλων βρίσκει μια βαλίτσα με 2,3 εκατομμύρια δολάρια.
Αποφασίζει να την πάρει κι από εκείνη τη στιγμή και μετά αποκτά το ρόλο του θηράματος σε μια ξέφρενη καταδίωξη από επαγγελματίες δολοφόνους.
Ο Bell, ο σερίφης της κομητείας του προσπαθεί να τον βρει και να τον προστατέψει, στο κατόπι του όμως βρίσκεται ο Chigurh που δεν έχει σκοπό να τον αφήσει να διαφύγει με τα χρήματα και πολύ περισσότερο, να διαφύγει ζωντανός.

Προσωπική άποψη:

Οι αδερφοί Coen έπειτα από τις δύο μεγαλύτερες κινηματογραφικές αποτυχίες τις καριέρας τους, τα “Intolerable Cruelty” και “The Ladykillers” ολοκλήρωσαν ένα όνειρο ζωής. Γι’ αυτούς το να πάρει σάρκα και οστά το “Νο Country For Old Men” είχε γίνει σκοπός, ένα όραμα που τώρα ολοκληρώθηκε. Όταν όμως έχεις να κάνεις με μια ταινία η οποία βασίζεται σ’ ένα μυθιστόρημα αναπόφευκτα υπάρχει σύγκριση την οποία πρέπει και να δεχτείς. Κι όταν μιλάμε για τους αδερφούς Coen πρέπει να ξέρεις τι πας να δεις γιατί το σινεμά που κάνουν δεν είναι εύπεπτο και σε καμία περίπτωση δεν είναι για όλα τα γούστα.

Ξεκινάμε με πλάνο από νεκρή φύση. Τα πάντα μοιάζουν να κείτονται και σχεδόν μπορείς να νιώσεις το ψυχρό αεράκι της αμερικανικής ερήμου. Το παρελθόν φαντάζει μακρινό κι οι ήρωες μιας άλλης εποχής φαντάσματα. Το παρόν απαισιόδοξο και σκοτεινό και το μέλλον δυσοίωνο. Όσοι υποψιάζονταν πως θα δουν ένα κλασσικό γουέστερν απλά έπεσαν θύμα πλάνης. Όσοι περίμεναν ότι θα δουν μια αιματοβαμμένη περιπέτεια ήταν καλά πληροφορημένοι και ταυτόχρονα κερδισμένοι απ’ αυτό που τελικά εισέπραξαν. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.

Έχοντας διαβάσει το βιβλίο, αυτό που είδα στο πανί σεναριακά δεν με κάλυψε. Το βιβλίο δεν είναι τεράστιο. Θεωρώ ότι 270 σελίδες μπορούν εύκολα να μεταφερθούν στη μεγάλη οθόνη χωρίς ιδιαίτερες παραλείψεις. Εδώ όμως τα πράγματα δεν πήγαν και τόσο καλά. Η ουσία του έργου δεν είναι το ανθρωποκυνηγητό αλλά η φύση των ανθρώπων που εμπλέκονται σ’ αυτό. Ουσιώδεις διάλογοι παραλείφθηκαν κι άλλοι αποδυναμώθηκαν. Υπάρχει ένα παρελθόν που βασανίζει τον Bell κι αποτελεί σημαντικό παράγοντα αφού εξηγεί την παρουσία και την προσωπικότητά του, στο οποίο δεν γίνεται καμία σαφής αναφορά. Σημαντικές και δυναμικές σκηνές δράσης περιορίστηκαν αλλοιώνοντας έτσι τόσο την πραγματική τους έκταση όσο και το χρόνο εξέλιξής τους. Αν και δίωρη η ταινία λόγω του γρήγορου ρυθμού εξέλιξης δεν κούραζε οπότε πιστεύω πως θα μπορούσε να τραβήξει λίγο ακόμα.

Και πάμε στους περίφημους κι αδικημένους από την Ακαδημία εδώ και χρόνια αδερφούς Coen. Πράγματι η σκηνοθεσία τους είναι μοναδική. Σφιχτή, με ιδιαίτερη ευελιξία στις σκηνές δράσης, κρατώντας το ρυθμό σταθερό, ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα που προκαλεί αγωνία και σκηνές βίας που ενώ θα μπορούσαν να σοκάρουν με την ωμότητά τους συγκλονίζουν θετικά και καθηλώνουν. Κι εκεί είναι όλη η μαγκιά τους. Ταυτόχρονα χρησιμοποιούν σκληρά ερημικά τοπία, φτηνά μοτέλ κι ερειπωμένους δρόμους, όλα αυτά δηλαδή που μπορούν να συνθέσουν την παρακμιακή εικόνα της σύγχρονης Αμερικής, μένοντας πιστοί σ’ αυτό που ήθελε να περάσει κι ο ίδιος ο συγγραφέας. Βέβαια μετά από καιρό επανέρχονται στο γνώριμο γι’ αυτούς στυλ, σ’ αυτό που τους κάνει να νιώθουν άνετα κι αυτό φαίνεται.

Και περνάμε στους χαρακτήρες. Αυτός που ξεχωρίζει και με διαφορά από τους υπόλοιπους είναι ο Javier Bardem στο ρόλο του Chigurh. Μπορεί εμφανισιακά να μην είναι αυτό που είχα πλάσει στο μυαλό μου κατά την ανάγνωση του βιβλίου, η ερμηνεία του ωστόσο είναι πραγματικά συγκλονιστική και δικαίως διεκδικεί μια θέση στο πάνθεων των κακών του σύγχρονου κινηματογράφου. Ερμηνεύει ολοκληρωτικά τον χαρακτήρα ενός ανθρώπου όπου πέραν από έναν προσωπικό ηθικό κώδικα και μια διεστραμμένη τάση προς την αφαίρεση της ανθρώπινης ζωής χωρίς κάποιον ιδιαίτερο λόγο, δεν έχει τίποτα μέσα του. Το βλέμμα του είναι κενό και τα χαρακτηριστικά του προσώπου του μοιάζουν μ’ έναν ανεξερεύνητο χάρτη. Ένας αξιόλογος ηθοποιός που υποδύθηκε έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα γεμάτο ειρωνική διάθεση και δόσεις μαύρου χιούμορ και δίκαια κέρδισε το Oscar β’ αντρικού ρόλου.

Ο Tommy Lee Jones απ’ την άλλη σ’ έναν εσωστρεφή και στοχαστικό ρόλο που ναι μεν του ταίριαζε (και παρουσιαστικά) αλλά δεν αξιοποιήθηκε έτσι όπως έπρεπε. Αυτός είναι ο αφηγητής, αυτός είναι ο παρατηρητής των πάντων κι αυτός είναι που εκ κατακλείδι θέλει να μας οδηγήσει στο γενικό συμπέρασμα.

Έχουμε όμως και τον Josh Brolin στο ρόλο του τυχοδιώκτη Llewellyn που μοιάζει λες και ξεπήδησε πραγματικά μέσα απ’ τις σελίδες του βιβλίου. Μπορεί και σ’ αυτόν να μην δόθηκε ο απαραίτητος χρόνος ώστε να μας δείξει τις πλήρης διαθέσεις του χαρακτήρα του, σ’ αυτό όμως που τον κάλεσαν να κάνει αντεπεξήλθε παραπάνω από λειτουργικά.

Η ιστορία αναπτύσσεται τη δεκαετία του ’80. Η επιλογή αυτή του χρόνου δεν είναι καθόλου τυχαία. Είναι η εποχή όπου τα πάντα γύρω μας και πολύ περισσότερο στην Αμερική άρχισαν ν’ αλλάζουν. Είναι το κομβικό σημείο όπου μπορούσε να γίνει το πάντρεμα των τριών διαστάσεων του χρόνου. Παρά την έντονη δράση δεν υπάρχει η στιγμή της κορύφωσης και η κάθαρση που θα περίμενε ο μέσος θεατής δεν έρχεται ποτέ. Προσωπικά το τελευταίο δεν με ενόχλησε γιατί καλώς ή κακώς τα πάντα στη ζωή δεν είναι ρόδινα. Το τελικό συμπέρασμα είναι το ίδιο σκοτεινό κι απαισιόδοξο όπως και η ιστορία απ’ την ώρα που ξεκινάει. Καλλιτεχνικά η ταινία είναι σχεδόν εξαιρετική, αποσπώντας εξαιρετικές ερμηνείες, χάνει όμως στο θέμα της πιστότητας καθώς περνάει κάποια μηνύματα αλλά σε όχι στο βαθμό που θα μπορούσε. Η ιστορία θέλει ν’ αναπτύξει τις έννοιες της τιμής, της δικαιοσύνης και των ηθικών αξιών σ’ έναν κόσμο που καταρρέει. Γινόταν και καλύτερα!
Βαθμολογία 8/10

Ταυτότητα ταινίας:
Ελλ. τίτλος: Καμιά Πατρίδα Για Τους Μελλοθάνατους
Είδος: Περιπέτεια
Σκηνοθέτες: Joel & Ethan Coen
Πρωταγωνιστές: Javier Bardem, Tommy Lee Jones, Josh Brolin, Woody Harrelson, Kelly Mcdonald
Παραγωγή: 2007
Διάρκεια: 122’

Επίσημο site:
http://video.movies.go.com/nocountryforoldmen/