Η Μαίρη Κόντζογλου, το 2014, μετά από πολλά χρόνια συνεργασίας με τις εκδόσεις Λιβάνη, πήρε μεταγραφή για τις εκδόσεις Μεταίχμιο, μέσα από τις οποίες κυκλοφόρησε η τριλογία της, "Τα Παλιά Ασήμια", η δεύτερή της μετά τους "Μεσημβρινούς της ζωής". Με φόντο την Καππαδοκία στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα, η κυρία Κόντζογλου δημιούργησε τη δική της ιστορία, που κατάφερε να κερδίσει το αναγνωστικό κοινό και να μπει στις καρδιές του.

Τα Παλιά Ασήμια:
Το πρώτο βιβλίο της τριλογίας μάς κινείται ανάμεσα στο χθες και στο σήμερα. Η συγγραφέας έχει επιλέξει την αμφίδρομη αφήγηση ταξιδεύοντάς μας, πότε στην Καππαδοκία του τότε, και πότε στην Καππαδοκία του σήμερα, που παρά τα χρόνια που έχουν περάσει, είναι ακόμα ποτισμένη με τα αρώματα και τις μνήμες των χρόνων εκείνων που αν και πέρασαν και ίσως κάπως λησμονήθηκαν, ποτέ δεν ξεχάστηκαν πραγματικά. Με λόγο λυρικό, ρέουσα γραφή και παραστατική, αλλά όχι κουραστική, περιγραφικότητα, η συγγραφέας καταφέρνει να ζωντανέψει μπροστά στα μάτια μας μέρη, τόπους, καταστάσεις. Καταφέρνει να αναπαραστήσει ιστορικά γεγονότα όχι με δασκαλίστικη διάθεση, αλλά για να μπορέσει να υποστηρίξει την δομή της δικής της ιστορίας που εξελίσσεται με φόντο όλα τα προηγούμενα. Ίσως, όμως, το κυριότερο να είναι ότι επιτυγχάνει να χτίσει άρτια και άκρως δομημένα ψυχογραφήματα για τους ήρωές της, επιτρέποντάς μας να βουτήξουμε στα άδυτα της ψυχής και της συνείδησής τους. Η μοναδική μου ένσταση σε ό,τι αφορά το βιβλίο, έχει να κάνει με το κατά πόσο επιτυγχάνεται απόλυτα η σύνδεση των δύο ιστοριών. Μυθιστορηματικά, ναι, συνδέονται με τρόπο μοναδικό, τρυφερό και νοσταλγικό, αλλά αφηγηματικά, η μετάβαση από τη μία ιστορία στην άλλη, γίνεται κάπως απότομα, πετώντας μας ορισμένες στιγμές εκτός ροής και βγάζοντάς μας από το κλίμα, κάτι που μας αναγκάζει να χρειαζόμαστε κάποιο χρονικό διάστημα προσαρμογής, προκειμένου να παρασυρθούμε και πάλι.

Μια προσευχή για τα Παλιά Ασήμια:
Στο δεύτερο μέρος της τριλογίας, η συγγραφέας επικεντρώνεται, όσον αφορά την παρελθοντική της αφήγηση, στα παιδιά της οικογένειας Χατζηαβράμογλου, με τους γονείς να μπαίνουν σε δεύτερο πλάνο, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει πως μένουν εκτός αφήγησης. Απλά, καλούνται να παίξουν τώρα πια το ρόλο που τους αναλογεί, σύμφωνα με το ότι οι απόγονοί τους καλούνται να πάρουν στα χέρια τους τα ηνία της ζωής, της κληρονομιάς, ίσως και του πεπρωμένου τους. Ακόμα και ο έρωτας της Έλσας και του Άλεξ μπαίνει σε δεύτερη μοίρα, δίνοντας τη θέση του σε έναν άλλον, που προσωπικά μου κέντρισε περισσότερο το ενδιαφέρον και με καθήλωσε μέχρι να δω το που θα καταλήξει. Κακά τα ψέματα, οι έρωτας αλλοτινών εποχών, που οι δυσκολίες ήταν πραγματικές, ουσιαστικές και πηγαίες, είναι πιο δυνατοί από τους σύγχρονους, γιατί αντιμετωπίζουν πραγματικά προβλήματα. Η συγγραφέας καταφέρνει για μία ακόμα φορά να μας ταξιδέψει με τη δύναμη και τη χάρη της πένας της, και παρά που στο βιβλίο υπάρχουν αρκετές επαναλήψεις, δεν νιώθεις να σε κουράζουν, αφού εξυπηρετούν την αφήγηση χτίζοντας γέφυρες εκεί όπου χρειάζεται και κυρίως, όσο χρειάζεται. Αυτό, όμως, που θεωρώ το μεγάλο ατού του βιβλίου αυτού -που είναι και το καλύτερο της τριλογίας-, είναι η δυναμική του όσον αφορά τα συναισθήματα που προκαλεί. Χωρίς να αναλωθεί σε αιματηρές περιγραφές στα γεγονότα της Σμύρνης, κάτι που έχουμε χιλιοδιαβάσει, καταφέρνει να μας συγκινήσει με τον ξεριζωμό των Ελλήνων με έναν τρόπο μοναδικό και ιδιαίτερο, κάτι που αποδεικνύει πως γνωρίζει το πως πρέπει να χειριστεί την πένα της προκειμένου να αποδώσει αυτό που θέλει, έτσι όπως το θέλει και τελικά, έτσι όπως πρέπει. Όμως αυτή δεν είναι η μοναδική στιγμή που το βιβλίο αυτό θα σας συγκινήσει, αφού προσφέρει πολλές δυνατές, συναισθηματικά έντονα φορτισμένες στιγμές, που θα χαραχτούν στη μνήμη σας με αγάπη και τρυφερότητα.

Πέρα από τα Παλιά Ασήμια:
Η τριλογία μας ολοκληρώνεται με το βιβλίο αυτό, που έρχεται ένα δώσει ένα ξεχωριστό τέλος στην προσωπική ιστορία του κάθε ήρωα που γνωρίσαμε και -ίσως- αγαπήσαμε στα προηγούμενα δύο βιβλίο, που με τον γρήγορο και γεμάτο ένταση αφηγηματικό τους ρυθμό, με τις εξελίξεις τους να είναι συνεχείς και άκρως δυναμικές και ανατρεπτικές, να μας καθηλώνουν. Δυστυχώς, αυτό είναι κάτι που δεν συμβαίνει εδώ, με την αφήγηση να είναι εξαιρετικά αργή και αδύναμη, έστω κι αν είναι βαθιά συναισθηματική κι ανθρώπινη, κατά το πρώτο μισό του βιβλίου, ενώ στο δεύτερο μισό τα γεγονότα τρέχουν τόσο γρήγορα, που απλά βρισκόμαστε εκτός αναγνωστικού ρυθμού. Πολλές επαναλήψεις, τόσες που φτάνουμε στο σημείο να κουραστούμε αρκετές φορές και να σκεφτούμε πως δεν χρειαζόταν όλο αυτό, δίνοντάς μας την αίσθηση πως η κυρία Κόντογλου είχε δώσει σχεδόν τα πάντα στα δύο προηγούμενά της βιβλία, με αποτέλεσμα, προκειμένου να γεμίσει σελίδες, να υπεραναλύει εσωτερικές σκέψεις και συναισθήματα. Ναι μεν, αυτό είναι κάτι που μας προκαλεί μια εσωτερική ένταση και ίσως να εντείνει την αγωνία του δράματος κατά στιγμές, δεν είναι όμως αρκετό για να απογειώσει το φινάλε. Σαφέστατα, η πένα της κυρίας Κόντζογλου είναι μοναδική και χαρακτηρίζεται από μια ιδιαίτερη δυναμική, ενώ τεχνικά είναι άψογη, αποτυπώνοντας με τρόπο λυρικό και νοσταλγικό όλα αυτά που θέλει να πει, αλλά όλα αυτά αποτελούν επιπλέον λόγους για να αισθάνεται κανείς πως θα ήθελε η ιστορία αυτή να είχε αποδοθεί μέσα από, αν όχι ένα ενιαίο μυθιστόρημα, δύο βιβλία το πολύ. Έτσι, θα είχαμε αποφύγει κάποιες φλύαρες στιγμές που δεν εξυπηρετούν σε κάτι την πλοκή, και η κατά τ' άλλα γοητευτική και ταξιδιάρικη αυτή ιστορία, θα είχε το τέλος που της άξιζε.

Συνολικά, λοιπόν, πρόκειται για μια ιδιαίτερα αξιόλογη τριλογία, που θα μπορούσε να είναι ακόμα καλύτερη αν είχαν διατηρηθεί καλύτερες ισορροπίες στο τρίτο και τελευταίο βιβλίο. Ωστόσο, μόνο και μόνο για να απολαύσει κανείς ένα ταξίδι στην Καππαδοκία του τότε και του τώρα, για να γνωρίσει ήρωες μοναδικούς που έχουν πράγματα να αφηγηθούν και συναίσθημα να δώσουν, επειδή η κυρία Κόντζογλου έχει δαπανήσει ώρες έρευνας, κάτι που είναι άκρως εμφανές, κι επειδή ο τρόπος γραφής της είναι συγκλονιστικά υπέροχος, αξίζει κανείς να αφιερώσει το χρόνο του και να παρασυρθεί, ξεχωρίζοντας τους δικούς του αγαπημένους.