"Το αίμα της Αμαρυλλίδας" του Μιχάλη Παπαγεωργίου

«Τι θα έκανες αν μια μέρα έφευγα, μι αμόρ, και δεν ξαναγύριζα; Αν χανότανε η ύλη μου από αυτή τη ζωή». Απάντησα το ίδιο σοβαρά, σφίγγοντας στην παλάμη μου το χέρι της με όση δύναμη είχα, μη μου την πάρει ο ορίζοντας.
«Χωρίς το βλέμμα σου αγάπη μου… μόνο φωτιά και δράκοι».
Η μάνα σού λέει να βιαστείς. Οξύ έμφραγμα μυοκαρδίου. Οι καρδιές κουράζονται και αρρωσταίνουν, σκέφτεσαι, αλλά όχι του δικού σου πατέρα η καρδιά, ρε γαμώτο. Τρέχεις στο αεροδρόμιο και τους λες ότι είναι ζήτημα ζωής και θανάτου, κλείνεις το εισιτήριο, νιώθεις ανυπεράσπιστος. Νόμιζες ότι οι μανάδες και οι πατεράδες αυτού του κόσμου δεν πεθαίνουνε ποτέ. Θα είναι πάντα εκεί, σε ένα Προμύρι, να σε περιμένουνε με το κλειδί έξω απ’ την πόρτα. Ξύλινη, χωρίς σκαλίσματα και βαριά μέταλλα αυτή η πόρτα. Μια πόρτα που οδηγεί στη ζεστασιά του αμνιακού υγρού που κολύμπησες για πρώτη φορά. Στην ανεμελιά και την αθωότητα. Δε χρειάζεται να χτυπήσεις, για σένα ήταν και θα είναι πάντα ανοιχτή…